Μάκης Παπούλιας, Πόσο η φόρα ήταν μεγάλη… Ιστορίες και μνήμες, Αλεξάνδρεια, Αθήνα 2017, 344 σελ.
Η πρώτη μου εμπειρία με το βιβλίο του Μάκη Παπούλια, Πόσο η φόρα ήταν μεγάλη… - τίτλος που εμπεριέχει και κυριολεκτικά και μεταφορικά, πολλές ιστορίες - ήταν «τραυματική». Το άνοιξα στο μετρό, ξεκινώντας από Μοναστηράκι με προορισμό Κατεχάκη. Και εξαιτίας του, ο σταθμός Κατεχάκη «εξαφανίστηκε» από προσώπου γης, μέχρι που κάποια στιγμή άκουσα ότι έφτασα Αγία Παρασκευή. Κι όταν σε λίγες μέρες το τέλειωσα είπα μέσα μου: τελικά είναι αλήθεια: μια καλά αφηγημένη ιστορία, μπορεί να δώσει πράγματα, που θα χρειαστούν τόνοι φιλοσοφίας για να εξηγήσουν.
Xωρίς καθόλου να το επιδιώκει, γι’ αυτό άλλωστε λείπει και κάθε είδους μεγαλοστομία ή επιτήδευση από το βιβλίο του, ο Μάκης Παπούλιας μας αποκαλύπτει αυτό που κυριαρχεί στα ανθρώπινα: το απροσδόκητο και το απρόβλεπτο. Ότι ακόμη και οι πιο ορθολογικοί υπολογισμοί διαψεύδονται όχι μόνον από την τύχη αλλά και από τα τυφλά πάθη, τις ελπίδες ή και τους φόβους των ανθρώπων. Με συνέπεια μόνο ένας κόσμος από τον οποίο λείπουν οι άνθρωποι, να είναι προβλέψιμος.
Διότι πώς να προβλέψεις ότι το «αλάνι» της οδού Αθηνάς που, ως «παιδί του μαγαζιού», μπορεί να πουλάει την πραμάτεια στη λογική του «τρεις το λάδι, τρεις το ξύδι, έξι το λαδόξυδο», το αλητάκι που βρίσκεται υπό την «στρατιωτικού τύπου» προστασία της Μπρίλης, της πόρνης της οδού Αθηνάς, που «βγάζουν σπίθες τα μάτια της» μόλις το πλησιάζει κάποιος προαγωγός, το «μαγκάκι» του νυχτερινού που πάει στο σχολείο χωρίς τσάντα με μόνο ένα «δωδεκάφυλλο τετράδιο στην εσωτερική τσέπη» –δεν υπάρχουν μάγκες με τσάντα– θα βρεθεί φοιτητής της ΑΣΟΕ, θα αποβληθεί από τη σχολή του για την πολιτική του δράση στην Αριστερά και την ίδια στιγμή θα διαγραφεί, μαζί με τον Πέτρουλα, από την ΕΔΑ για αντικομματική παρέκκλιση! Και μετά θα βρεθεί στον στρατό λίγες μέρες πριν από την κήρυξη της δικτατορίας, εξορία στη συνέχεια και, τέλος, μόνος μπροστά στα πραγματικά δύσκολα:
Στην κανονικότητα της Δημοκρατίας. Όταν πια δεν υπάρχει τρίτος να του αποδώσεις ευθύνη για την ιστορία σου. Διότι πλέον εσύ είσαι ο δημιουργός της. Και τότε επεμβαίνει το «αλάνι» που ξυπνάει μέσα του –τα αλάνια, άπαξ και βγουν στο φως, είναι αθάνατα– και τον «σώζει». Διότι είναι αυτό που τον τρέπει σε δημιουργό, με ό,τι ασχολήθηκε. Και κυρίως, του επιτρέπει να ξαναδώσει νόημα στις ιστορίες του.
Έτσι, κάθε επιμέρους ιστορία της αφήγησης αποκαλύπτεται ως ένας ολόκληρος κόσμος σημασιών. Κάτι σαν τους μύθους της ελληνικής δημιουργίας που, σε αντίθεση με τα παραμύθια, είναι «πραγματικοί», με την έννοια ότι φέρουν και αναγγέλλουν τις κεντρικές σημασίες και τα νοήματα, με τα οποία μία κοινωνία συγκροτεί τον εαυτό της.
Γι’ αυτό και φαινομενικά αλλόκοτες και ασύμβατες μεταξύ τους ιστορίες, όπως είναι οι ιστορίες της πραγματικής ζωής, συνυφαίνονται στο έργο του Μάκη Παπούλια σαν η μία να ήταν προϋπόθεση της άλλης.
Διότι μόνο ένα μαγκάκι, σαν αυτό της οδού Αθηνάς, θα μπορούσε να απαντήσει στην πρόταση του πατέρα του για επέκταση της δουλειάς τους στο χονδρεμπόριο παιχνιδιών, το αμίμητο: «Τώρα, ρε πατέρα, που είναι επί θύραις ο σοσιαλισμός, μου λες να γίνω έμπορος;». Και μόνον ένας που ταυτίστηκε με τις βεβαιότητες της «Μεγάλης Προφητείας», θα μπορούσε να τις αμφισβητήσει τόσο ρητά, ώστε να δηλώνει στη συνέχεια: «οι βεβαιότητες είναι τα θεμέλια της ανοησίας».
Έτσι το έργο του Μάκη Παπούλια αναδεικνύεται σε στοχαστική αναπαράσταση της ελληνικής τραγωδίας του δεύτερου μισού του 20ού αιώνα, που όμως –για να παραφράσω τον Γιάννη Βούλγαρη– παραδόξως καταλήγει συνεχώς στο θαύμα που επιτελείται με την ένταξη της χώρας μας στον κόσμο της δημοκρατικής νεωτερικότητας. Σε πείσμα μάλιστα των αντιδραστικών, Δεξιάς και Αριστεράς, όπως ονόμασε ο Μαρξ όσους θέλουν «να γυρίσουν προς τα πίσω τον τροχό της ιστορίας». Οι οποίοι, προκειμένου να θέσουν τη χώρα εκτός Ευρώπης και εκτός ευρωπαϊκού πολιτισμού, οι πρώτοι προτείνουν να αντικαταστήσουμε την Δημοκρατία με τις κοινότητες της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, όπου το κεφάλι του καθενός εξαρτάτο από τις ιδιοτροπίες του Σουλτάνου και οι δεύτεροι με τα καθεστώτα του Σοβιετικού Τρόμου ή τις Τριτοκοσμικές Τυραννίες, όπου απλώς αλλάζει η ονομασία του τυράννου.
Και αυτή η σπάνια περιγραφή τόσο του δράματος όσο και του θαύματος, οφείλεται στην απροσποίητη αυθεντικότητα, με την οποία σκέφτεται και γράφει ο συγγραφέας.
Η πόρνη της οδού Αθηνάς
Για να μην παγιδευτούμε στο γνωστό ρεύμα που συγχέει τη φλυαρία με την σκέψη, για την ανάδειξη της αυθεντικότητας του συγγραφέα, αφήνουμε το ίδιο το βιβλίο να «μιλήσει» και να «αυτοσυστηθεί». Είναι η περιγραφή της Μπρίλης, της πόρνης αλλά και πριγκίπισσας της οδού Αθηνάς, στην οποία αναφερθήκαμε ως από μηχανής «προστάτιδα» του συγγραφέα στα δύσκολα.
Την πόρνη, την «πουτάνα», προσπάθησαν πολλοί να περιγράψουν. Σε όλα σχεδόν τα σχετικά έργα, υπάρχει σαφής απόσταση του συγγραφέα από το αντικείμενό του. Ακόμη και στα πονήματα που υπαγορεύτηκαν από τα ιδεολογήματα ότι το νέο υποκείμενο της ιστορίας είναι το κοινωνικό περιθώριο –ήταν η έσχατη επιλογή όσων, με απελπισία, έβλεπαν ότι οι εργαζόμενοι, παρότι τους είχε αποδοθεί το «ιστορικό προνόμιο» ότι θα έσωζαν τον κόσμο, επιλέγουν να βελτιώσουν την ζωή τους–, αυτό (το περιθώριο) αντιμετωπίζεται αφ’ υψηλού ως «ξωτικό» σε σχέση με τη ζωή των «κανονικών». Έξω από την καθημερινότητά τους. Γι’ αυτό είναι «ορατό» μόνο ως πολιτικό ή λογοτεχνικό επινόημα ή ως αντικείμενο κοινωνιολογικής μελέτης.
Ενώ η Μπρίλη περιγράφεται ως τμήμα της ζωής της. Ούτε εξωραϊσμένη και εξιδανικευμένη, ούτε δαιμονοποιημένη. Με τα κουσούρια της και τα καλά της. Ως μέρος της καθημερινότητας των ανθρώπων της οδού Αθηνάς αλλά και των επισκεπτών. Ωσάν να μην μπορούσε να υπάρξει οδός Αθηνάς της δεκαετίας του 1950 χωρίς την Μπρίλη. Αλλά ούτε και Μπρίλη, χωρίς την οδό Αθηνάς. Γράφει ο Μάκης Παπούλιας:
«Η μεγάλη πριγκίπισσα του μαγαζιού μας αλλά και της οδού Αθηνάς, ίσως και όλης της Αθήνας εκείνη την εποχή, ήταν η Μπρίλη, που είχε ξεμείνει από την Κατοχή, μεγάλη πια, αλλά ασκούσε ακόμα το επάγγελμα με επιτυχία. Μπροστά στο μαγαζί ήταν ένας θάλαμος του ΟΤΕ και εκεί, στον ίσκιο του, είχαμε μια καρέκλα για εμάς αλλά και για την Μπρίλη με τα κοκκινόξανθα μαλλιά και τις φακίδες στο πρόσωπο, που εκτός των άλλων ήταν και γλωσσοπλάστρια. Όταν άνοιγε το στόμα της, που δεν είχε δόντια, γέλαγε, διασκέδαζε όλο το πεζοδρόμιο, και οι οδηγοί σταματούσαν τα αυτοκίνητά τους για να ακούσουνε το διαφορετικό κάθε μέρα υβρεολόγιό της. Η Μπρίλη, αυτό το νευρικό αγρίμι, αυτή η πρασινομάτα ιερόδουλη, δεν πίστευε κανέναν, τα ’βαζε με όλους και περισσότερο με τους μπάτσους. Όταν συχνά της ζητούσαν να τους ακολουθήσει στο τμήμα, γινότανε μεγάλη φασαρία, φούσκωναν οι φλέβες στον λαιμό της, κοκκίνιζε ολόκληρη και δεν άκουγε κανέναν, δεν μπορούσε να την κάνει καλά κανένας, μόνο το ένστικτο της αυτοσυντήρησης λειτουργούσε. […]
Η αγαπημένη μας Μπρίλη μεσολαβούσε και στις πωλήσεις του μαγαζιού, ήξερε λίγα απ’ όλες τις γλώσσες, γερμανικά καλά. Ένα μεσημέρι που ήμουν πίσω από το παραβάν και προσπαθούσα να πουλήσω ένα ψαράδικο παντελόνι σε δύο Γερμανούς, με τα γερμανικά της και τις καντρίλιες της, με το φουστάνι σηκωμένο, τους έπεισε σε χρόνο μηδέν, το πήραν ακριβοπληρωμένο και λίγο ελαττωματικό. Όταν της είπα τους φόβους μου μήπως μας το φέρουν πίσω και της έδωσα για τον κόπο της πέντε δραχμές, μου έδωσε την απάντηση: “Σιγά τους μαλάκες, θα τους το φάνε στο παραπάνω καμπαρέ”. […]
Ήξερε η Μπρίλη ότι ο θείος μου, εκτός από χαρτοπαίκτης, ήταν και γυναικάς, διατηρούσε καλές σχέσεις, και της άρεσε να τον πειράζει. Κουβέντιαζε μαζί του τα προσωπικά της, είχε έναν αδερφό χασάπη στην κρεαταγορά που όμως δεν της μιλούσε, ήθελε να μοιράζεται τις “επιτυχίες” της όταν κατέβαιναν νεοσύλλεκτοι να πάνε φαντάροι. Τότε είχαμε άλλου είδους πανηγύρια από την πλευρά της, πελάτες νεαρούς χωριάτες που τους εκπαίδευε στον έρωτα και τα εξιστορούσε μες στην καλή χαρά και με λεπτομέρειες στον θείο μου. Αυτοί που την ξέρανε καλά βεβαίωναν μετά λόγου γνώσεως πως ήταν η πιο καθαρή και παστρική πουτάνα της οδού Αθηνάς. Αυτή τη μοναδική φιγούρα του πιο εμπορικού δρόμου της Αθήνας, τη “μεγάλη αδερφή μας”, όταν είχε αναδουλειές, την τσοντάριζε με χαρτζιλίκια ο θείος μου ο Σπύρος. Φωτογραφίες της δεν βγήκαν ποτέ σ’ εφημερίδες και περιοδικά. Ποιος τολμούσε να πλησιάσει την Μπρίλη, να τη φωτογραφίσει με τα μέσα της εποχής, όταν την ενοχλούσε ακόμη και το βλέμμα του περαστικού;
Ήταν λίγο σαν μπαγιάτικο φρούτο, αλλά είχε ακόμα χυμούς και πολλή ανθρωπιά. Εγώ, που ήμουν ο μικρός του μαγαζιού, συχνά την έπιανα να θέλει να με προστατέψει από κλέφτες, προαγωγούς κι ανώμαλους. Έβγαιναν σπίθες από τα μάτια της και σκληρά λόγια από το στόμα της όταν κοντοστεκόταν κανένας απ’ αυτούς ή τους συναντούσε τυχαία μπροστά της. Πολλοί επισκέπτες της οδού Αθηνάς που δεν ζούσαν την ατμόσφαιρα αυτού του δρόμου χαρακτήριζαν την Μπρίλη μ’ ευκολία: αλανιάρα, ανερμάτιστη, γυναίκα ρέμπελη του δρόμου… Μόνο αυτό δεν ήταν. Στo δρόμο ήταν κι από τον δρόμο ζούσε, ρέμπελη δεν ήταν καθόλου, καθημερινά σφουγγάριζε τις σκάλες του ξενοδοχείου όπου έμενε και ήταν πρόθυμη για κάθε δουλειά που της τύχαινε, αν μπορούσε να συμπληρώσει το πενιχρό εισόδημα που κέρδιζε από τις σπάνιες βίζιτες που έπαιρνε….».
Η ανθρωπινότητα
Το «λήμμα» που παρατέθηκε, φωτίζει από μόνο του την έννοια της αυθεντικότητας στην γραφή του Μάκη Παπούλια.
Και προϊδεάζει για το ήθος της γραφής, δηλαδή τον αυθεντικό τρόπο, με το οποίο περιγράφονται οι επόμενες ιστορίες του.
Όπως η συνύπαρξή του στο στρατό με τον Μπάμπη Λυκούδη, τον ευπατρίδη διανοούμενο, με εκείνη την αύρα που μόνον οι ξεχωριστοί άνθρωποι εκπέμπουν. Ο οποίος έδωσε, με τον αυτοσαρκασμό του, τον τίτλο του βιβλίου. Όταν, ως «συστρατιώτης», ο Μπάμπης βρέθηκε στα βάθη ενός λάκκου που έσκαβαν, για να εξηγήσει το λόγο της πτώσης του, απήγγειλε από τα «έγκατα της γης» όπου βρισκόταν, τον στίχο του Κώστα Ουράνη: «Τώρα γυρίζω και κοιτάζω / και τη ζωή αναμετρώ: / πόσο μεγάλη ήταν η φόρα, / πόσο το πήδημα μικρό!». Πράγματι, ήθελε να «κόψει δρόμο», πήρε φόρα και πήδηξε από πάνω για να καταλήξει στα «βάθη της γης».
Ή περιγράφοντας τη ζωή στην εξορία, ο Μάκης Παπούλιας διεκτραγωδεί, χωρίς περιστροφές, ότι «μεγαλύτερη καταπίεση δεχόμασταν από «συντρόφους της άλλης πλευράς» [εννοεί του ΚΚΕ] παρά από τη χωροφυλακή».
Για τους οποίους (συντρόφους της άλλης πλευράς) αποφαίνεται σε διάφορα σημεία της αφήγησης: «Ακοινώνητοι και στενόμυαλοι άνθρωποι […]. Αυτός ο κόσμος είναι αδύνατον να είναι φορέας του νέου, του καινούργιου κόσμου […]. Ουδέποτε στο μέλλον θα βρεθώ σε πολιτικούς οργανισμούς που θα στελεχώνουν οπισθοδρομικοί και κολλημένοι άνθρωποι, όπως αυτοί που γνώρισα στην εξορία».
Θα τελειώσουμε με την κορυφαία ιστορία από την εξορία: Χριστούγεννα του 1969. Εξόριστος ο συγγραφέας στο Λακκί της Λέρου, δέχεται την επίσκεψη της μάνας του και της Ντίνας. Και εδώ αφήνουμε τον συγγραφέα να «εκτεθεί»:
25/12/69 Μέρα μεγάλης χαράς σήμερα. Έχω επισκεπτήριο από τη μάνα μου και την Ντίνα. Ετοιμάζομαι από πολύ πρωί, κόντρα ξύρισμα, μαλλί μπουκλέ και ό,τι καλύτερο έχω σε ρούχα[…], έχω σχετική αγωνία πώς θα με βρουν, πώς θα τις βρω […]. Αρχίσαμε με πολύ κλάμα και τελειώσαμε με πολλή χαρά και αισιοδοξία. Ένας χωροφύλακας, δυο γυναίκες και ένας κρατούμενος στα σκαλιά της εκκλησίας ήταν το επισκεπτήριο. Έχει γεράσει η κυρά Σταυρούλα, την έλιωσε ο θάνατος του πατέρα μου… Δέκα φορές μου είπε «Μοιάζεις του πατέρα σου…». Με χάιδευε σαν να ήμουν μικρό παιδί. Ήθελε να μάθει λεπτομέρειες για το φαΐ που τρώμε, με βρήκε αδύνατο και χλωμό. […] Η Ντίνα πανέμορφη και όμορφα ντυμένη […]. Με τα μάτια τρυπάγαμε ο ένας τον άλλον […], μπήκαμε για μια στιγμή και στην εκκλησία και κάτω από τις εικόνες φιληθήκαμε σε μια αιώνια αγκαλιά.
Παρά τις εκπλήξεις που περιέχει το βιβλίο, έναν πλούτο που μόνον διαβάζοντάς το τον ανακαλύπτεις, ίσως γι’ αυτή και μόνο τη σκηνή άξιζε να γραφεί. Ως η θετική απάντηση της ανθρωπινότητας σε όσους αποπειράθηκαν να την καταργήσουν. Ως άρνηση δηλαδή της βίας των δικτατόρων και της απο-ανθρωποποίησης που επιχείρησαν οι «σύντροφοι της άλλης πλευράς».
Πηγή: booksjournal.gr