Οι πρόσφατες πρωτοβουλίες της Ε.Ε. (γαλλογερμανική συμμαχία για την ανεργία των νέων κ.ά.), καθώς πλησιάζουν οι εκλογές στη Γερμανία και οι ευρωεκλογές, στις οποίες η κοινωνική δυσαρέσκεια μπορεί να εκφραστεί προς όφελος αντιευρωπαϊκών πολιτικών δυνάμεων, φαίνεται να συγκροτούν μια διαφορετική πολιτική αντιμετώπισης της ύφεσης και της ανεργίας στην περιφέρεια της Ευρωζώνης.
Η ανησυχία της Γερμανίας αλλά και των άλλων χωρών-μελών της Ευρωζώνης μπροστά στην αποτυχία της πολιτικής δημοσιονομικής προσαρμογής να αντιμετωπίσει την κρίση στις περισσότερες χώρες-μέλη της Ευρωζώνης, φαίνεται να δημιουργεί τις προϋποθέσεις για μερική στροφή της ευρωπαϊκής πολιτικής προς την ενίσχυση της αναπτυξιακής διαδικασίας. Η διοχέτευση πόρων, έστω και περιορισμένης εμβέλειας, από το Βορρά στο Νότο της Ευρώπης αποτελεί μία σημαντική αλλαγή προς την κατεύθυνση που υποδεικνύει τόσο η θεωρία όσο και η ιστορική εμπειρία. Χωρίς ανάκαμψη και στη συνέχεια ανάπτυξη, δεν μπορούν να αντιμετωπιστούν τα ελλείμματα (δημοσιονομικά και εξωτερικών πληρωμών) ούτε να εξυπηρετηθεί το δημόσιο χρέος των υπερχρεωμένων χωρών της Ευρωζώνης.
Ομως, η διοχέτευση πόρων για την απορρόφηση της ανεργίας στις χώρες του ευρωπαϊκού Νότου πρέπει να είναι γενναία (τύπου Μάρσαλ) και να γίνει υπό προϋποθέσεις, ώστε οι πόροι αυτοί να μην οδηγήσουν μόνο στην αύξηση της καταναλωτικής ζήτησης. Κάθε αύξηση της κατανάλωσης χωρίς αντίστοιχη αύξηση της παραγωγής στις χώρες του Νότου της Ευρώπης -καθώς σχεδόν όλες έχουν πρόβλημα ανταγωνιστικότητας- θα αυξήσει άμεσα το έλλειμμα στο εμπορικό ισοζύγιο, με αύξηση εισαγωγών και θα δημιουργήσει νέα προβλήματα.
Το ζήτημα είναι να υπάρξει μία πραγματική στροφή στη σημερινή ευρωπαϊκή πολιτική και όχι απλώς να διοχετευθούν χαμηλότοκα δάνεια ή/και περιορισμένη αναπτυξιακή βοήθεια από το Βορρά στο Νότο για να μειωθεί η κοινωνική δυσφορία εν όψει εκλογών και ενδεχομένως να συγκρατηθεί η μείωση των εξαγωγών των βορείων χωρών μέσω της αύξησης των εισαγωγών των νοτίων, που θα προκαλέσει η αύξηση της ζήτησης.
Δυστυχώς, ο σκληρός πυρήνας της ευρωπαϊκής πολιτικής δημοσιονομικής πειθαρχίας και νομισματικής ορθοδοξίας, που επιρρίπτει σχεδόν ολόκληρο το βάρος της προσαρμογής για τη βελτίωση της ανταγωνιστικότητας στη μείωση του εργατικού κόστους στα επιμέρους εθνικά κράτη, δεν φαίνεται να αλλάζει.
Μία πραγματική αλλαγή της ευρωπαϊκής οικονομικής πολιτικής θα έπρεπε να περιλαμβάνει, μεταξύ άλλων, άμεσα κοινή εποπτεία των τραπεζών και ταχεία ολοκλήρωση της τραπεζικής ένωσης, ώστε το κόστος της ανακεφαλαιοποίησης των τραπεζών των χωρών του ευρωπαϊκού Νότου να μην επιβαρύνει το δημόσιο χρέος τους. Μόνον έτσι η δανειοδότηση προς τις επιχειρήσεις και θα αυξηθεί και θα χορηγείται με επιτόκια ανάλογα με αυτά των χωρών του Βορρά.
Αν δεν ολοκληρωθεί η τραπεζική ένωση, δεν μπορεί να απαλειφθεί η σημερινή διαφορά στα επιτόκια, που ξεπερνά συχνά τις πέντε εκατοστιαίες μονάδες και δημιουργεί άνισους όρους ανταγωνισμού, επιβαρύνοντας το μοναδιαίο κόστος παραγωγής και συνεπώς την ανταγωνιστικότητα των παραγόμενων προϊόντων και υπηρεσιών των χωρών της περιφέρειας της Ευρωζώνης. Επιπλέον, χωρίς τραπεζική ένωση, η ανακεφαλαιοποίηση των τραπεζών μόνο προσωρινά θα δημιουργήσει καλύτερους όρους δανειοδότησης των επιχειρήσεων, γιατί στο ήδη υψηλό δημόσιο χρέος θα προστεθεί το ποσό που χρειάστηκε η ανακεφαλαιοποίηση των τραπεζών, εντείνοντας την πίεση για δημοσιονομική προσαρμογή και προκαλώντας ύφεση στην οικονομία των χωρών του ευρωπαϊκού Νότου. Η ύφεση μπορεί να αυξήσει το ποσοστό των μη εξυπηρετούμενων δανείων των επιχειρήσεων και να χειροτερεύσει και πάλι τους όρους της δανειοδότησης.
Αυτά ακριβώς τα προβλήματα μόνον η ευρωπαϊκή τραπεζική ένωση αντιμετωπίζει οριστικά. Η σχεδιαζόμενη διοχέτευση περιορισμένων πόρων από τις χώρες του Βορρά στις χώρες του ευρωπαϊκού Νότου αποτελεί, υπό προϋποθέσεις, μια πολύ σημαντική, αλλά μερική και προσωρινή απάντηση στην ύφεση και στην ανεργία.