Πρώτα έκαναν την εμφάνισή τους οι «δεν πληρώνω» κατεβάζοντας τις μπάρες στα διόδια και πιο πρόσφατα, έξω από τις εφορίες καλώντας τους πολίτες να μην εκπληρώσουν τις φορολογικές τους υποχρεώσεις. Μετά ήρθαν οι «αγανακτισμένοι», όπου ανάμεσα στις μούντζες και τις κρεμάλες ζητούσαν την καθιέρωση της άμεσης δημοκρατίας.
Σήμερα όλοι, κόμματα και συνταγματολόγοι, φλερτάρουν λίγο-πολύ με θεσμούς άμεσης έκφρασης της λαϊκής βούλησης όπως τα δημοψηφίσματα. Είναι, όμως, αυτή η διέξοδος στην κρίση του πολιτικού συστήματος; Και θα βοηθήσουν τη χώρα να ξεπεράσει την κρίση;
Η απάντηση με μια λέξη -όσα υπέρ ή κατά κι αν επικαλεστούμε- θα πρέπει να είναι ένα κατηγορηματικό όχι. Για τον απλό λόγο ότι στην πραγματικότητα τα προβλήματα που αντιμετωπίζουμε δεν είναι καθόλου? απλά. Κι ένα ναι ή ένα όχι, όσο σημαντικό και αν είναι το ερώτημα που θα τεθεί, όχι μόνο δεν λύνει το πρόβλημα αλλά αντιθέτως μπορεί να μας οδηγήσει σε αδιέξοδο.
Πάρτε για παράδειγμα το Μνημόνιο, το κορυφαίο ζήτημα αντιπαράθεσης την τελευταία τριετία. Πολλοί είχαν φλερτάρει με την ιδέα του δημοψηφίσματος το 2010 ακόμα και μέσα στο ΠΑΣΟΚ που κατανοούσαν το πολιτικό κόστος και ήθελαν τη λαϊκή «νομιμοποίηση» της πολιτικής τους. Eνα όχι, όμως, τότε τι θα σήμαινε; Μπορεί νέες διαπραγματεύσεις, μπορεί όμως και χρεοκοπία – κάτι που ασφαλώς δεν θα ήταν στις προθέσεις των ψηφοφόρων.
Κι αυτό, το ζήτημα δηλαδή της «ετερογονίας των σκοπών» όπως θα έλεγαν οι θεωρητικοί, οι παράπλευρες απώλειες όπως θα μπορούσαμε να τις ονομάσουμε, είναι το μεγαλύτερο πρόβλημα της άμεσης δημοκρατίας. Μιας ψήφου δηλαδή που, όπως κάθε πολιτική απόφαση, υποτάσσεται σε μια (τυχαία;) συγκυρία, στη συνέχεια ωστόσο έχει τέτοια νομιμοποίηση που δεν μπορεί να ανατραπεί.
Το έζησαν πολύ καλά στην Καλιφόρνια όταν οι εκεί «δεν πληρώνω» -πλούσιοι και συντηρητικοί- κατάφεραν το 1978, με δημοψήφισμα, να περάσουν έναν νόμο που έβαζε όριο 1% στον φόρο των ακινήτων και όριζε απαραίτητη πλειοψηφία δύο τρίτων των βουλευτών προκειμένου να επιβληθεί οποιαδήποτε αύξηση της φορολογίας.
Τον νόμο αυτόν κατάφεραν να τον αλλάξουν, με νέο δημοψήφισμα, μόλις πριν από λίγους μήνες, 34 δηλαδή χρόνια μετά. Στο μεταξύ, η Καλιφόρνια, ενώ ήταν μία από τις πολιτείες με το καλύτερο εκπαιδευτικό σύστημα, βρέθηκε να είναι μία από τις τελευταίες, οι υποδομές της έχουν καταρρεύσει, έχει δημιουργήσει ένα τεράστιο χρέος και κατά καιρούς οι δημόσιες υπηρεσίες της κατεβάζουν ρολά από την έλλειψη χρημάτων.
Αν ακολουθούσαμε τα γκάλοπ -«το βασίλειο της άμεσης δημοκρατίας» τις έχει χαρακτηρίσει ο συνταγματολόγος κ. Ν. Αλιβιζάτος-, κάτι ανάλογο θα προέκυπτε σήμερα στη χώρα μας. Κι όχι μόνο για τους φόρους. Οι γονείς σε σχολείο των Βορείων Προαστίων ψήφισαν προ μηνών να μη δέχονται τσιγγανάκια στις τάξεις, ενώ μπορούμε εύκολα να φανταστούμε το αποτέλεσμα αν ποτέ πρέπει να αποφασίσουν οι κάτοικοι για την κατασκευή χωματερής στην περιοχή τους.
Το επίσης παράδοξο είναι ότι ενώ η άμεση δημοκρατία προβάλλεται ως λύση, την ίδια στιγμή ζητάμε από τους πολιτικούς μας να μην κοιτάζουν το πολιτικό κόστος αλλά να υπηρετούν ανεπηρέαστοι το δημόσιο συμφέρον.
Μέσα μας, φυσικά, δεν υπάρχει η παραμικρή αντίφαση. Γι? αυτό άλλωστε συνήθως, ό,τι κι αν λέμε για το αντίθετο, επιβραβεύουμε τους πολιτικούς που μας γίνονται αρεστοί. Ο πειρασμός, ωστόσο, να βρίσκουμε εν γνώσει μας εξωπραγματικές αλλά εύκολες και αρεστές λύσεις είναι ακατανίκητος.