Αν θέλουμε να τα αντιμετωπίσουμε, πρέπει να τα δούμε καθαρά. Τα σενάρια που αναπτύσσονται στην Ευρώπη για επικείμενη έξοδο της Ελλάδας από το ευρώ, η απαισιοδοξία που διάχυτα εκφράζεται και σ’ εμάς ότι «τα νούμερα δεν βγαίνουν», έχουν την αφετηρία τους σε μιαν αναντίρρητη πραγματικότητα: την παρατεταμένη, βαθιά ύφεση της οικονομίας, η οποία προβλέπεται να συνεχισθεί και του χρόνου.
Την ύφεση φαίνεται να επιδεινώνουν τα μέτρα για τη δημοσιονομική προσαρμογή, οι αλλεπάλληλες περικοπές των δημοσίων δαπανών και οι προσπάθειες να αυξηθούν τα φορολογικά έσοδα. Η εφαρμογή των μέτρων έχει τεθεί ως προϋπόθεση για να συνεχιστεί η χρηματοδότηση από την ευρωζώνη και το ΔΝΤ. Συνιστά τη συμβατική υποχρέωση που ανέλαβε η χώρα για να πάρει δημόσιους δανειακούς πόρους εκατοντάδων δισεκατομμυρίων προκειμένου το ελληνικό κράτος να συνεχίσει να εξυπηρετεί το – περικομμένο από τον Μάρτιο – χρέος του, να πληρώνει οφειλόμενους τόκους και χρεολύσια και συνάμα να καλυφθούν, φειδωλά, εγχώριες ανάγκες σε ρευστότητα.
Προϋπόθεση όμως για να εξακολουθήσουν να εκταμιεύονται οι δόσεις των δανείων είναι επίσης η τρόικα να επιβεβαιώνει την εκτίμηση ότι το ελληνικό χρέος είναι «διατηρήσιμο», ότι δηλαδή η ελληνική οικονομία με τις δικές της παραγωγικές δυνατότητες θα είναι σε θέση να το εξυπηρετεί όταν τα δάνεια ευρωζώνης – ΔΝΤ θα έχουν εξαντληθεί. Οι υποθέσεις και οι υπολογισμοί που στηρίζουν κάθε φορά τις εκτιμήσεις είναι συζητήσιμες, οπωσδήποτε υπεισέρχονται και πολιτικές σκοπιμότητες. Αλλά δεν χωρεί αμφιβολία ότι όσο η ύφεση παρατείνεται και βαθαίνει, από ένα διαρκώς μειούμενο ΑΕΠ πρέπει να εξυπηρετείται το ίδιο ή και αυξανόμενο χρέος, η «διατηρησιμότητα» χάνεται.
Βρισκόμαστε λοιπόν σε φαύλο κύκλο. Και, ορμώμενοι από ποικίλα συμφέροντα και διάφορες ιδεολογικές πεποιθήσεις, τον επικαλούνται έξω πολιτικοί, οικονομικοί παράγοντες, αναλυτές, για να πιέζουν την Ελλάδα στη χρεοκοπία και την έξοδο από το ευρώ• είτε ως τιμωρία για όσα παρέλειψε να πράξει αφότου εντάχθηκε στη νομισματική ένωση, ιδίως αφότου μπήκε σε πρόγραμμα βοήθειας, είτε προς όφελος όλων τάχα, Ελλήνων και λοιπών Ευρωπαίων. Παράλληλα τον επικαλούνται εγχώριες δυνάμεις προβάλλοντας δύο εναλλακτικές εκδοχές: Οτι είναι δυνατόν η χώρα να χρηματοδοτείται και να παραμείνει στο ευρώ παύοντας να εφαρμόζει όσα υπέγραψε, φτάνει να βρει το σθένος να διαπραγματευθεί εκ νέου. ’Η ότι δεν έχει καν ανάγκη το ευρώ, την Ευρώπη, το ΔΝΤ, που τόση ανεργία και φτώχεια επιβάλλουν με τις πολιτικές τους, μόνη μπορεί να τα καταφέρει καλύτερα…
Αρκεί μια στοιχειώδης ενημέρωση γύρω από την τρέχουσα ευρωπαϊκή συζήτηση, τις απόψεις που εκφράζονται από σοσιαλδημοκράτες, αριστερούς, συνδικαλιστές, στις χώρες του Νότου ειδικότερα, για να φανεί πόσο μηδαμινή απήχηση θα συναντούσε η πρώτη. Οσο για τη δεύτερη, μόνο την εξάρτηση της ελληνικής οικονομίας από τις εισαγωγές να δει κανείς, καταλαβαίνει τι δραματική πτώση του βιοτικού επιπέδου θα συνεπαγόταν, ασύγκριτη με ό,τι ζούμε τώρα. Ομως ο φαύλος κύκλος παραμένει πραγματικός. Για να προχωρήσουμε πρέπει να τον σπάσουμε.
Μας έχει τεθεί ο όρος να εξασφαλιστούν στο Δημόσιο εξοικονομήσεις 11,5 δισ., 5% του ΑΕΠ, τη διετία 2013-14. Με επιχείρημα ακριβώς την ύφεση η κυβέρνηση θα ζητήσει να κατανεμηθούν σε τέσσερα χρόνια, ως το 2016, σύμφωνα με όσα έγιναν αναλυτικότερα γνωστά χθες. Αλλά η έκβαση είναι αβέβαιη, ενώ δεν είναι σίγουρο ότι συνιστά την καλύτερη επιλογή: διότι παρατείνοντας για δύο επιπλέον χρόνια το καθεστώς των συνεχών περικοπών – και την κηδεμονία από την τρόικα – κινδυνεύει να συντηρεί δομές και προσδοκίες που χρειάζεται να αλλάξουν, τροφοδοτώντας την κόπωση από τις χωρίς τέλος μειώσεις εισοδήματος, την απογοήτευση και τη δυσφορία των εργαζομένων.
Προτιμότερο θα ήταν να επισπευσθούν πολύ πιο συστηματικά οι προσπάθειες να αντληθούν έσοδα από όσους έχουν να πληρώσουν και φοροδιαφεύγουν – η καθημερινή ειδησεογραφία δείχνει μεγάλες δυνατότητες, καλές ιδέες κυκλοφορούν – και συνάμα να επιχειρηθούν αποφασιστικές τομές σε όλο τον δημόσιο τομέα, με σαφή κριτήρια για τις βασικές ανάγκες της κοινωνίας που θα καλύπτει. Εδώ εντάσσονται αποκρατικοποιήσεις που μειώνουν απευθείας το χρέος, φέρνοντας ταυτόχρονα επενδυτικά κεφάλαια στη χώρα (όπως προσανατολίζεται η Ιταλία). Οπότε, η διαπραγμάτευση με την ΕΕ να επικεντρωθεί στην εξασφάλιση πόρων για την ανάπτυξη, στην ανακεφαλαιοποίηση των τραπεζών από το ESM χωρίς επιβάρυνση του χρέους (αναφέρθηκε πρόσφατα ο Ολι Ρεν).
Ολα αυτά απαιτούν ένα σχέδιο πολύ πέρα από το Μεσοπρόθεσμο, που θα άνοιγε μια προοπτική για το αύριο, ενάντια στο αίσθημα αδικίας και ματαιότητας που κυριαρχεί. Πολιτικά έτοιμοι δεν είμαστε, άλλο δρόμο να τα βγάλουμε πέρα όμως δεν έχουμε.