Η πρόσφατη πολιτική κρίση που ξέσπασε με αφορμή την άστοχη κατάργηση της δημόσιας ραδιοτηλεόρασης και ολοκληρώθηκε με τη λανθασμένη αποχώρηση της ΔΗΜΑΡ από την τρικομματική κυβέρνηση, κατέδειξε μεταξύ άλλων τα όρια εντός των οποίων κινείται η διαχείριση της κρίσης στην Ελλάδα του Μνημονίου. Κατέστησε σαφές σε όλους ότι η πολιτική ζωή του τόπου δεν μπορεί να υπερβεί το στενό ορίζοντα των κομματικών συμφερόντων.
Κυρίως, όμως, φανέρωσε την αδυναμία του ταλαιπωρημένου ελληνικού σκαριού να διασχίσει τις Συμπληγάδες της κρίσης που απειλούν να το συνθλίψουν. Στην (ανεύθυνη) Αριστερά αδυνατούν να αντιστοιχήσουν τις αυξημένες προσδοκίες από την εκλογική τους εκτόξευση με τους περιορισμούς της πραγματικότητας. Και στη (συντηρητική) Δεξιά πολιτεύονται εκμεταλλευόμενοι τη διάχυτη ανασφάλεια των πολιτών και ερεθίζοντας τα πλέον φοβικά ανακλαστικά της κοινωνίας. Και οι δυο τους κωπηλατούν σε λάθος ρότα.
Σε αυτό το πολιτικό περιβάλλον, ο ενδιάμεσος στο ΣΥΡΙΖΑ και τη ΝΔ χώρος αναδεικνύεται σε φυσικό σημείο συνάντησης φιλελεύθερων, σοσιαλδημοκρατών και αριστερών δημοκρατών, οι οποίοι καλούνται να συμβάλουν στο ασφαλές πέρασμα των Συμπληγάδων της κρίσης. Προς τούτο, απαιτείται ο σχηματισμός μίας δημοκρατικής συμμαχίας για τη μεταρρύθμιση, οι παρεμβάσεις της οποίας πρέπει να κινηθούν γύρω από τους παρακάτω τρεις άξονες:
Πρώτον, καθώς πλησιάζουμε στην τυπική ολοκλήρωση του προγράμματος προσαρμογής (Μάιος 2014) αναμενόμενα θα πολλαπλασιάζονται εκείνες οι ανεύθυνες φωνές που, απελευθερωμένοι θεωρητικά από το αυστηρό πλαίσιο παρακολούθησης, θα «κλείνουν πονηρά το μάτι» σε όσους αστόχαστα (αν και κατανοητά) επιθυμούν την επιστροφή στο πρόσφατο παρελθόν. Με την οικονομία μας να βρίσκεται σε οριακό σημείο, εξαρτώμενη για την επιβίωσή της από τις εξελίξεις στην ευρωζώνη αλλά και τις ευαίσθητες πολιτικές ισορροπίες στο εσωτερικό της χώρας, είναι εξαιρετικής σημασίας να αναπτύξουμε πολιτικές και θεσμικές «δικλείδες ασφαλείας» που θα αποτρέψουν έναν ενδεχόμενο μελλοντικό εκτροχιασμό της. Σε αυτό το πλαίσιο, η συζήτηση που ξεκινά για την αναθεώρηση του Συντάγματος θα μπορούσε να συμπεριλάβει προβλέψεις που θα περιορίζουν την πελατειακή λειτουργία του πολιτικού μας συστήματος (πχ. ισοσκελισμένος προϋπολογισμός, «φορολογικές οροφές» κ.ά).
Δεύτερον, καθίσταται επιτακτική η ανάγκη ενός λειτουργικού συστήματος κοινωνικής προστασίας, προσανατολισμένου στις πλέον ευάλωτες πληθυσμιακές ομάδες, που θα καλύψει τις αυξημένες ανάγκες του κοινωνικού σώματος. Πέραν της ηθικά επιβεβλημένης και κοινωνικά επωφελούς παροχής της αλληλεγγύης, δεν πρέπει ακόμη να παραγνωρίζεται η αναπτυξιακή διάσταση ενός αποτελεσματικού κοινωνικού κράτους καθώς, τα ασφαλή άτομα αναλαμβάνουν ευκολότερα επιχειρηματικά ρίσκα, ενώ η απαξίωση του ανθρώπινου κεφαλαίου που συντελείται από τα απαράδεκτα υψηλά ποσοστά της ανεργίας (το νέο «κοινωνικό ζήτημα»), στερεί τη μελλοντική οικονομία από πολύτιμους αναπτυξιακούς πόρους.
Τρίτον, απαιτείται ο σχεδιασμός μίας νέας, οικονομικά αποτελεσματικής και κοινωνικά δίκαιης φορολογικής πολιτικής. Βασική αρχή της πρέπει να είναι η διάκριση ανάμεσα σε «κερδισμένο» και «μη κερδισμένο εισόδημα», δηλαδή ανάμεσα στο εισόδημα που προέρχεται από την παραγωγική διαδικασία και σε εισόδημα που προέρχεται από μη παραγωγικές δραστηριότητες (π.χ. ιδιοκτησία, κληρονομιά, κέρδη κεφαλαίου). Σταθεροί και χαμηλοί συντελεστές στα εισοδήματα από το κεφάλαιο και υψηλή προοδευτικότητα στα εισοδήματα από την εργασία, την κληρονομιά και την ακίνητη περιουσία, μπορούν να συμβάλουν στον περιορισμό των οικονομικών ανισοτήτων χωρίς να υπονομεύουν την επιχειρηματικότητα. Περιττεύει βέβαια να πούμε ότι η, πέρα από κάθε όριο, προκλητική φοροδιαφυγή υπονομεύει κάθε μορφή κοινωνικού συμβολαίου.
Η αδυναμία των πραγματικών μεταρρυθμιστικών δυνάμεων του τόπου να επεξεργαστούν και να υποστηρίξουν πολιτικά ένα ολοκληρωμένο σχέδιο για την επόμενη μέρα της χώρας, διευκολύνει την επιβίωση του χρεοκοπημένου συστήματος διακυβέρνησης και την αναπαραγωγή όλων εκείνων των αρνητικών χαρακτηριστικών που οδήγησαν στη σημερινή κατάρρευση. Οι πολιτικές προσαρμογής πρέπει να αποκτήσουν θετικό περιεχόμενο, δημιουργώντας συνθήκες βιώσιμης ευημερίας για όλους και όχι μιας απλής εναλλαγής στην κορυφή της οικονομικής και κοινωνικής πυραμίδας με την ανάδειξη μιας νέας ομάδας «ολιγαρχών». Σε αυτό, είναι σημαντικό να μην εγκλωβιστούμε στην παραπλανητική διάκριση ανάμεσα σε δημόσιο και ιδιωτικό, αλλά να αναδείξουμε την πραγματική αντίθεση ανάμεσα σε ανταγωνισμό και μονοπώλιο.
Σε μία άλλη «Αργώ», αυτή του εμβληματικού έργου του Γιώργου Θεοτοκά, ένας από τους ήρωες ορθά παρατηρεί: «Πρέπει να αλλάξουνε πολλά πράματα. Κανένας άνθρωπος λογικός και δίκαιος δεν μπορεί να δεχτεί το σημερινό καθεστώς ως οριστικό. Μα πρέπει να βαδίσουμε σιγά-σιγά, με πολλή φρόνηση, να διορθώνουμε πράγματα με τα μέσα που μας προσφέρει η πραγματικότητα. Δεν πρέπει να ξεπεράσουμε τα όρια του δυνατού και να ριχτούμε τυφλά σε καταστρεπτικές περιπέτειες». Σα να μιλά για το σήμερα…