Οπως γράψαμε στο προηγούμενο άρθρο μας, οι περισσότεροι οικονομολόγοι συμφωνούν ότι η αρχική αιτία της ύφεσης και της ανεργίας στη χώρα μας βρίσκεται στη δυσκολία αντιμετώπισης της υπερβολικής αύξησης του ελλείμματος στον Προϋπολογισμό και του ελλείμματος στο Ισοζύγιο Τρεχουσών Συναλλαγών (Εξωτερικών Συναλλαγών) πέρα από ένα όριο, το οποίο δεν μπορούσε να καλυφθεί από εξωτερικό δανεισμό με λογικά επιτόκια, λόγω της παγκόσμιας κρίσης.
Οι διαφωνίες αρχίζουν όσον αφορά την εκπόνηση και την εφαρμογή του προγράμματος προσαρμογής, που συμφωνήθηκε με την τρόικα για την αντιμετώπιση των ελλειμμάτων. Θεωρείται ότι η επιμονή στην περικοπή μισθών και συντάξεων, χωρίς μείωση των λειτουργικών δαπανών του πολυπλόκαμου ευρύτερου δημόσιου τομέα, η αύξηση της φορολογίας, χωρίς πάταξη της φοροδιαφυγής, η καθυστέρηση στο άνοιγμα των αγορών και στην αξιοποίηση της περιουσίας, η ολιγωρία στον εκσυγχρονισμό του δημόσιου τομέα, η μείωση των δημόσιων επενδύσεων, χωρίς άμεση αξιοποίηση των ευρωπαϊκών πόρων, η μείωση των μισθών στον ιδιωτικό τομέα, χωρίς εφαρμογή τεχνολογικών και οργανωτικών καινοτομιών από τις επιχειρήσεις κ.ά., αποτελούν σημαντικά λάθη και στο σχεδιασμό και στην εφαρμογή του προγράμματος, τα οποία οδήγησαν σε τόσο μεγάλη ύφεση (25% του ΑΕΠ) και τόσο υψηλή ανεργία (27% του ενεργού πληθυσμού) σήμερα.
Οι διαφωνίες συνεχίζονται σχετικά με τον τρόπο που η ελληνική οικονομία μπορεί να ξεπεράσει τη σημερινή κρίση. Σχηματικά, θα ήταν δυνατόν να ξεχωρίσει κανείς δύο βασικές προτάσεις αναπτυξιακής στρατηγικής μέσα στο πλαίσιο της ευρωπαϊκής προοπτικής της χώρας μας.
Η πρώτη αναπτυξιακή πρόταση στηρίζεται στην, με κάθε τρόπο, προσέλκυση ιδιωτικών επενδύσεων, με προϋπόθεση την αποκατάσταση των ισορροπιών στον Προϋπολογισμό και τις Εξωτερικές Πληρωμές, ώστε η χώρα να μην χρειάζεται εξωτερικό δανεισμό. Για την εξάλειψη των ελλειμμάτων, η έμφαση δίνεται τόσο στον περιορισμό των δημόσιων δαπανών όσο και του διαθέσιμου εισοδήματος. Μέχρι να αυξηθούν τα φορολογικά έσοδα, οι δημόσιες δαπάνες πρέπει να βρίσκονται υπό αυστηρό περιορισμό, καθώς τα δημόσια αγαθά μπορεί και πρέπει να παρέχονται και από ιδιωτικές επιχειρήσεις. Επίσης, μέχρι να βελτιωθεί η παραγωγικότητα της ελληνικής οικονομίας, η αύξηση του διαθέσιμου εισοδήματος και συνεπώς η αύξηση της εγχώριας κατανάλωσης πρέπει να είναι περιορισμένη και οι εξαγωγές να έχουν προτεραιότητα. Σημειώνεται ότι η δημιουργία ευρωπαϊκής οικονομικής διακυβέρνησης, γερμανικής έμπνευσης, που βρίσκεται σήμερα σε εξέλιξη, φαίνεται να διαπνέεται από την πιο πάνω μακροοικονομική λογική για όλες τις χώρες της Ευρωζώνης.
Η δεύτερη αναπτυξιακή πρόταση θεωρεί επίσης αναγκαία την ισορροπία στον Προϋπολογισμό και στις Εξωτερικές Συναλλαγές, δίνει, όμως, έμφαση στις διαρθρωτικές πλευρές της αναπτυξιακής διαδικασίας. Θεωρεί, δηλαδή, ότι προέχουν η σύλληψη της φοροδιαφυγής και ο εκσυγχρονισμός του δημόσιου τομέα, ώστε το κράτος να έχει περισσότερα έσοδα και συνεπώς να μπορεί να προσφέρει καλύτερα και περισσότερα δημόσια αγαθά χωρίς δημοσιονομικό έλλειμμα και νέο χρέος. Παράλληλα θεωρεί ότι μαζί με την προσέλκυση νέων επενδύσεων, χρειάζεται και ενθάρρυνση των τεχνολογικών και οργανωτικών βελτιώσεων στις επιχειρήσεις με δημόσια παρέμβαση στην έρευνα, στην εκπαίδευση κ.λπ., ώστε να αυξηθεί η παραγωγικότητα και συνεπώς οι εξαγωγές. Ετσι, μπορεί να αυξηθεί ταχύτερα το διαθέσιμο εισόδημα και συνεπώς η εγχώρια κατανάλωση, χωρίς να δημιουργηθεί έλλειμμα στις Εξωτερικές Συναλλαγές.
Και οι δύο προτάσεις, με παραλλαγές, θεωρούν ότι η χώρα δεν πρέπει να επιστρέψει στην εποχή των ελλειμμάτων. Η πρώτη πρόταση αποδίδει μεγάλη σημασία στον ιδιωτικό τομέα για την αναπτυξιακή διαδικασία. Η δεύτερη πρόταση, χωρίς να υποβαθμίζει τη σημασία του ιδιωτικού τομέα, θεωρεί ότι ένας εκσυγχρονισμένος επιτελικός δημόσιος τομέας μπορεί και πρέπει να επιταχύνει την ανάπτυξη και να εξασφαλίζει την κοινωνική συνοχή. Σε κάθε περίπτωση, η χώρα μας πρέπει να ξεφύγει από το φαύλο κύκλο της ύφεσης και της συσσώρευσης χρέους με νέο δανεισμό, προκειμένου να εφαρμόσει οποιαδήποτε αναπτυξιακή πρόταση.