Μια από τις επείγουσες εκκρεμότητες που μας άφησε η 15ετία των πολλαπλών και ποικιλόμορφων κρίσεων (2008-2023) είναι η ανάγκη για τη διαμόρφωση ενός νέου παραγωγικού προτύπου για την ελληνική οικονομία. Στόχος του θα είναι να διευκολύνει την ελληνική παραγωγή και τις ελληνικές επιχειρήσεις ώστε να σταθούν στον εντεινόμενο διεθνή ανταγωνισμό και να βελτιώσουν τη θέση τους στον γρήγορα μεταβαλλόμενο διεθνή καταμερισμό εργασίας σε μια εποχή «πολυκρίσεων».
Εξάλλου, η επιτακτική ανάγκη του μετασχηματισμού του παραγωγικού και επιχειρηματικού συστήματος είναι μια απάντηση στον μακροχρόνιο κίνδυνο που ελλοχεύει για τη χώρα μας στο παραγωγικό επίπεδο, το οποίο συνήθως είναι η αναπαραγωγή του υφιστάμενου παραγωγικού και επιχειρηματικού ιστού στο πλαίσιο μιας ανάκαμψης παραδοσιακού τύπου, με τη διατήρηση όμως όλων των χρόνιων ελαττωμάτων της επιχειρηματικής, οικονομικής και κοινωνικής πρακτικής.
Αν και η αναγκαιότητά του νέου παραγωγικού μοντέλου πολυαναφέρεται στο δημόσιο διάλογο εδώ και κοντά δύο δεκαετίες και η αναζήτησή του έχει απασχολήσει ερευνητές, μελετητικούς φορείς, διαμορφωτές της κοινής γνώμης και παραγωγικούς φορείς, δεν υπάρχει μια καθαρή εικόνα για το ποιο πρέπει και μπορεί να είναι το περιεχόμενό του, η στόχευσή του και πιο συγκεκριμένα με ποιες δημόσιες παρεμβάσεις, διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις και επιχειρηματικές πρακτικές, αλλά και με την κινητοποίηση ποιων κοινωνικών, πολιτικών και οικονομικών δυνάμεων, μπορεί να υλοποιηθεί.
Το ζητούμενο
Το κεντρικό ζητούμενο για τη χώρα μας στη δεκαετία που διανύουμε αλλά και εν μέσω της τρέχουσας «πολυκρίσης», είναι η βελτίωση της διαρθρωτικής ανταγωνιστικότητας της ελληνικής οικονομίας και ιδιαίτερα της θέσης του παραγωγικού/ επιχειρηματικού συστήματός της στον εξελισσόμενο τεχνολογικά, παραγωγικά και γεωπολιτικά διεθνή καταμερισμό εργασίας.
Στο πλαίσιο αυτό, ο πυρήνας ενός νέου αναπτυξιακού μοντέλου με επίκεντρο την καινοτομία και τη γνώση πρέπει να είναι η τεχνολογική και οργανωτική αναβάθμιση της παραγωγικής ικανότητας της χώρας και η ενδυνάμωση των ικανοτήτων και των δεξιοτήτων του ανθρώπινου δυναμικού της σε όλα τα επίπεδα εκπαίδευσης, κατάρτισης και δια βίου μάθησης.
Το κλειδί
Η κατεύθυνση αυτή μπορεί να σηματοδοτηθεί με τη στόχευση σε ένα πρόταγμα: Μια Ελλάδα που μαθαίνει (εκπαιδευόμενη, αλλά και από την πρακτική της), ερευνά, καινοτομεί, επιχειρεί και φροντίζει να διασφαλίσει το μέλλον των παιδιών της. Κλειδί στην υλοποίηση αυτής της στρατηγικής είναι η εφαρμογή ενός νέου αναπτυξιακού μοντέλου με επίκεντρο την καινοτομία σε όλους τους τομείς (πρωτογενής τομέας, μεταποίηση και υπηρεσίες) και σε όλους τους κλάδους (υψηλής, μέσης και χαμηλής τεχνολογίας) και την αξιοποίηση της γνώσης (επιστημονικής, τεχνολογικής, οργανωσιακής/ διοικητικής, πρακτικής κ.α.), που θα επιτρέψει στην ελληνική παραγωγή και τις ελληνικές επιχειρήσεις να σταθούν καλύτερα στον διεθνή καταμερισμό εργασίας.
«Stuck in the middle»
Ένας τέτοιος μετασχηματισμός, θα συμβάλει στη βελτίωση της διαρθρωτικής ανταγωνιστικότητας της ελληνικής οικονομίας, η οποία εδώ και πάνω από μια δεκαετία έχει κατρακυλήσει δεκάδες θέσεις στις διάφορες κατατάξεις της διεθνούς διαρθρωτικής ανταγωνιστικότητας (World Economic Forum, IMD κ.α.) και θα διευκολύνει τον σταδιακό απεγκλωβισμό των ελληνικών επιχειρήσεων από τη στρατηγική θέση «stuck in the middle» (κολλημένες στη μέση) στο πεδίο του διεθνούς ανταγωνισμού - καθώς είναι στην πλειονότητά τους ακριβότερες από επιχειρήσεις που προέρχονται από χώρες χαμηλού κόστους εργασίας και ποιοτικά λιγότερο ανταγωνιστικές από επιχειρήσεις που προέρχονται από οικονομίες υψηλότερων τεχνολογικών, παραγωγικών και οργανωσιακών δυνατοτήτων.
Πιο συγκεκριμένα, το νέο παραγωγικό μοντέλο εντάσσεται ή/και ταυτίζεται με τη θεμελίωση ενός νέου αναπτυξιακού υποδείγματος που θα είναι περισσότερο παραγωγικό, καινοτόμο και εξωστρεφές. Εσχάτως (και λόγω των ευρωπαϊκών πρωτοβουλιών και των διαθέσιμων χρηματοδοτικών πόρων) αναδεικνύονται και οι προσδιορισμοί βιώσιμο και ανθεκτικό, πιο πράσινο και ψηφιακό. Επιπροσθέτως, από τους εκπροσώπους του βιομηχανικού κόσμου (ΣΕΒ, «Ελληνική Παραγωγή- Συμβούλιο Βιομηχανίας για την Ανάπτυξη») αναδεικνύεται η σημασία και η ανθεκτικότητα της βιομηχανίας στη διάρκεια της κρίσης της πανδημίας και τίθεται ένας στόχος για το τέλος της δεκαετίας, να ανέβει η συνεισφορά της μεταποίησης στο ΑΕΠ από το 10% στο 15%.
Η Οικονομία της Γνώσης
Η πιο σημαντική, όμως, προϋπόθεση στην κατεύθυνση της παραγωγικής αναδιάρθρωσης -που θα συνεισφέρει στη βελτίωση της διαρθρωτικής ανταγωνιστικότητας της ελληνικής οικονομίας και στην αναβάθμιση του ελληνικού παραγωγικού και επιχειρηματικού συστήματος στον διεθνή καταμερισμό εργασίας - είναι η εξελικτική διαμόρφωση και η αποδοτική και αποτελεσματική λειτουργία ενός ενοποιημένου και διασυνδεδεμένου (οικο)συστήματος προς την οικονομία της γνώσης. Δεδομένου, ότι «τα οικοσυστήματα και όχι οι εφευρέσεις αλλάζουν πραγματικά τον κόσμο».
Οι κύριοι πυλώνες
Κύριοι πυλώνες του οικοσυστήματος είναι: (α) Η Έρευνα & Τεχνολογική Ανάπτυξη, (β) η Ανάπτυξη, Διάχυση και Απορρόφηση Καινοτομιών, (γ) η Καινοτόμος Επιχειρηματικότητα Εντάσεως Γνώσης (μέσω νεοφυών επιχειρήσεων και μέσω της εταιρικής επιχειρηματικότητας υφιστάμενων επιχειρήσεων) και (δ) η ανάπτυξη ικανοτήτων και δεξιοτήτων (των ατόμων, των επιχειρήσεων, της δημόσιας διοίκησης/ αυτοδιοίκησης, των δημόσιων οργανισμών και των φορέων της εκπαίδευσης/ κατάρτισης).
Το συγκεκριμένο (οικο)σύστημα δεν κατασκευάζεται, αλλά μπορεί να διαμορφωθεί με συνδυασμένες αποφάσεις, κινήσεις, παρεμβάσεις, κίνητρα, συνεργασίες και πρωτοβουλίες (θεσμικές, επενδυτικές, υποδομές -συμβατικές, ψηφιακές, υλικές και άυλες), τόσο του κράτους όσο και των εμπλεκομένων φορέων (επιχειρήσεις, ερευνητικοί και τεχνολογικοί φορείς κ.α.). Και φυσικά η αξία εμπλοκής της Ευρωπαϊκής Ένωσης είναι σημαντική, τόσο από τη σκοπιά της χρηματοδότησης, όσο και από αυτήν της μεταφοράς γνώσης και εμπειριών.
Πάνω απ’ όλα συνολικό σχέδιο
Πέρα από τη στόχευση, είναι απολύτως απαραίτητη η προώθηση μιας στρατηγικής συναφών μεταρρυθμίσεων και διαθρωτικών αλλαγών σε συνδυασμό με ένα πολύ συγκεκριμένο επενδυτικό πρόγραμμα, τόσο από τον δημόσιο όσο και από τον ιδιωτικό επιχειρηματικό τομέα. Οι μεταρρυθμίσεις, όπως έχει δείξει και η προγενέστερη εμπειρία, είναι μια δύσκολη υπόθεση.
Δύσκολη η διαμόρφωσή τους, αλλά ακόμη δυσκολότερη η υλοποίησή τους. Ο δρόμος της πραγματοποίησής τους απαιτεί λεπτομερή τεκμηρίωση, σαφείς στόχους, σε βάθος διερεύνηση των ωφελειών που επιφέρουν, αλλά και των αντίστοιχων αρνητικών επιπτώσεων και μέριμνα για όσους πλήττονται, διαβουλεύσεις για τη διαμόρφωση συναινέσεων, κατάλληλες δομές και διαδικασίες εφαρμογής, σταθερή διεύθυνση, δίκαιη συμπεριφορά και ισχυρή δέσμευση μιας ηγετικής ομάδας του συγκεκριμένου μεταρρυθμιστικού εγχειρήματος.
Δεν αρκεί η νομοθέτηση
Η απλή ψήφιση ενός νομοθετικού πλαισίου για μια συγκεκριμένη μεταρρύθμιση χωρίς να συνδέεται με ένα καλά μελετημένο σχέδιο υλοποίησης που κινητοποιεί επιστημονικές, παραγωγικές, επιχειρηματικές και κοινωνικές δυνάμεις, δεν αρκεί. Δεν επαρκεί, επίσης, ο περιορισμός των διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων στην άρση των εμποδίων για την απελευθέρωση της αγοράς εργασίας και των αγορών προϊόντων και υπηρεσιών. Επιπροσθέτως, συχνά ονομάζουμε «μεταρρυθμίσεις» κάποιες αναδιοργανώσεις που αποτυπώνονται σε νομοθετήματα που διαμορφώνονται έτσι ώστε να ψηφιστούν, αλλά δεν ξέρουμε πώς και αν εφαρμόζονται στη συνέχεια, ενώ συνήθως δεν προβλέπεται θεσμικά η απαίτηση για αξιολόγηση μετά από μια εύλογη περίοδο εφαρμογής. Τέλος, δεν πρέπει να παραβλέπουμε ότι η διεργασία των μεταρρυθμίσεων είναι και διεθνώς εξαιρετικά πολιτικοποιημένη, η έκβασή της εξαρτάται από την προηγηθείσα διαδρομή, είναι πολύπλοκη και απαιτητική, ενώ εμπλέκει και συγκρουόμενα συμφέροντα.
Πηγή: www.kreport.gr