Πολλά ακούμε για την επιστροφή του Κέϊνς, ως σχολή σκέψης, στη χάραξη οικονομικής πολιτικής και αντιμετώπισης σχετικών προβλημάτων της συγκυρίας. Συζητήσεις που φαίνεται θα ενταθούν ακόμη περισσότερο προσεχώς.
Ιδιαιτέρως που οι διεθνείς εξελίξεις μοιάζουν να επαναπροσδιορίζουν την αποδοχή της διεθνούς κοινότητας σε αυτή τη μορφή παγκοσμιοποίησης, όπως την βιώσαμε τα τελευταία τριάντα χρόνια. Εξελίξεις που σηματοδοτούν και το τέλος της “πρώιμης εποχής” της παγκοσμιοποίησης. Ίσως να έφθασε η στιγμή για διαρθρωτικές αλλαγές στην διακυβέρνηση της σε μια κατεύθυνση εκδημοκρατισμού της. Η κρίση αυτή προκαλεί για παγκόσμιου χαρακτήρα απαντήσεις, που σημαίνει κάποιου επιπέδου κοινό σχεδιασμό και συνεργασία, με ενεργοποίηση μηχανισμών παγκόσμιας διακυβέρνησης σε όλα τα επίπεδα, πολιτικό, οικονομικό, υγειονομικό, κοινωνικό. Ένας παγκόσμιος συντονισμός που δεν θα γνωρίζει σύνορα και δεν θα υπόκειται σε κανένα είδος περιορισμού, με δραστικές και ριζικές λύσεις. Διαφορετικά όλο και περισσότερο θα διακρίνουμε τάσεις, που ήταν ήδη ισχυρές, για περισσότερο προστατευτισμό στις εθνικές οικονομίες. Από την αρχή αυτής της υγειονομικής κρίσης, που εξελίσσεται σε μια από τις πιο σημαντικές οικονομικές κρίσεις της ιστορίας, μεγάλος αριθμός αναπτυγμένων χωρών έθεσαν θέματα προστασίας και ελέγχου για κατηγορίες προϊόντων και υλικών (προστατευτικών και πρώτες ύλες για υγειονομικά προϊόντα και φάρμακα) που σε κάποιο βαθμό εξάγονται ή και εισάγονται από άλλες χώρες. Είδαμε, σε πραγματικό χρόνο, τι γίνεται όταν οι αλυσίδες παραγωγής και τα συστήματα διανομής και logistics διαταράσσονται. H ευρωπαϊκή οικονομία στο σύνολό της τείνει να μεταβληθεί σε ένα είδος πολεμικού συστήματος οργάνωσης της παραγωγής γύρω από τέσσερις βασικούς κλάδους: διατροφή, υγεία, ενέργεια και ασφάλεια/άμυνα.
Παρά ταύτα όμως, δύσκολα μπορεί να υποστηρίξει κανείς ότι οι σχεδιαζόμενες, μέχρις στιγμής τουλάχιστο, πολιτικές ότι φαίνεται να αντλούν σοφία και εμπειρία από τη θεωρία του John Maynard Keynes… Και αυτό γιατί στις προκρινόμενες επιδοματικές πολιτικές ή αυτές των επιχειρηματικών ενισχύσεων, δεν καταγράφεται μια σαφής και ενιαία αντίληψη για το υπόβαθρο που διαπερνά και χαρακτηρίζει αυτές τις πολιτικές. Μοιάζουν περισσότερο αποσπασματικές, χωρίς σύνδεση και κοινή αναφορά, κινήσεις δηλαδή χωρίς σχέδιο. Στην Ευρώπη μάλιστα το δικαιολογούν και ως ανάγκη σχεδιασμού “μέρα με τη μέρα”, καθώς το τοπίο παραμένει θολό όχι μόνο εντός συνόρων των κρατών, αλλά και σε ευρωπαϊκό επίπεδο.
Είναι χαρακτηριστική, λόγου χάρη, η αποσιώπηση της εν τοις πράγμασι θεσμικής άρνησης που έχει επιτευχθεί μαζικά πλέον, για την ασκούμενη μέχρι πρόσφατα πολιτική της λιτότητας!
Χαρακτηριστικό δε είναι ότι οι περισσότεροι, από τους προσφάτως νέους υποστηρικτές του Κέϊνς, απλώς τον εξομοιώνουν με τη δυνατότητα δημιουργίας δημοσιονομικών ελλειμμάτων. Προφανώς αγνοούν ότι, στην κεϊνσιανή θεωρία και αριθμητική, τα πλεονάσματα δεν είναι υπό διωγμό αλλά μπορεί να αποτελέσουν σαφή πολιτική επιλογή.
Μπορεί, δηλαδή, ακόμη και σε αυτές τις συνθήκες, η δημοσιονομική πολιτική να διαδραματίσει έναν «πιο ενεργό ρόλο» για τη σταθεροποίηση της οικονομίας. Αυτό όμως σημαίνει ότι απαιτείται επανεξέταση της φορολογικής πολιτικής.
Από τον ανταγωνισμό μεταξύ των κρατών για την προσέλκυση επενδύσεων δια της μειωμένης φορολόγησης, θα οδηγηθούμε στην προσέλκυση επενδύσεων λόγω κοινωνικο-οικονομικού περιβάλλοντος ασφάλειας, επάρκειας αγαθών και περιορισμού εξάρτησης. Ιδιαιτέρως σε αυτήν την εποχή που έχει επικρατήσει η δυναμική της "αρρύθμιστης" παγκοσμιοποίησης.
Η αντιμετώπιση του επερχόμενου πληθωρισμού δεν μπορεί να γίνει με άγνοια της εμπειρίας των τελευταίων 40 ετών μάχης των ευρωπαϊκών οικονομιών με αυτόν. Είναι γνωστόν ότι ο πληθωρισμός είναι συνάρτηση της ποσότητας του κυκλοφορούντος χρήματος και της ταχύτητας με την οποία αυτό κυκλοφορεί μέσα στο οικονομικό και χρηματοπιστωτικό κύκλωμα. Δεδομένου όμως ότι η κρίση, με την απονέκρωση της οικονομικής δραστηριότητας, έχει επιβραδύνει εξαιρετικά την ταχύτητα κυκλοφορίας του υπάρχοντος χρήματος, το νέο χρήμα που έχουν να αρχίσει να “ρίχνουν από το ελικόπτερο” και στην Ευρώπη, απλώς θα καλύψει το κενό που δημιουργείται σε καθημερινή βάση από την υποχώρηση της οικονομικής δραστηριότητας όλων των άλλων αργούντων κλάδων, εκτός δηλ. αυτών της διατροφής, υγείας, ενέργειας και ασφάλειας/άμυνας. Το νέο χρήμα, συνεπώς, δεν θα δημιουργήσει "υπερβάλλουσα ζήτηση", διότι η ζήτηση στις συγκεκριμένες συνθήκες δεν μπορεί να κατευθυνθεί παρά μόνο στους τέσσερις συγκεκριμένους κλάδους που παραμένουν ενεργοί.
Για τούτο, δεν είναι δυνατόν η όποια χαλάρωση της δημοσιονομικής πολιτικής να εφαρμόζεται χωρίς περιορισμούς και αγνοώντας τον κίνδυνο του πληθωρισμού.
Κάποια στιγμή, οι κυβερνήσεις θα πρέπει να αυξήσουν τους φόρους προκειμένου να αποφευχθεί ο πληθωρισμός[1].
Οι ίδιοι που έδιναν μάχη να μειώσουν τους φόρους, τώρα θα υποχρεωθούν να στηρίξουν πολιτικές ενίσχυσης της φορολογίας για να αντιμετωπιστούν, εκτός άλλων, προβλήματα πληθωριστικών πιέσεων και όχι μόνον.
Όσοι υπήρξαν ένθερμοι οπαδοί και υποστηρικτές των περικοπών των Δημοσίων Δαπανών στο σύνολο της τελευταίας δεκαετίας -αλλά και πριν- θα πρέπει να αναθεωρήσουν με δημόσιο τρόπο τις επιλογές τους.
Αυτό διότι αντί να δαπανώνται σήμερα κεφάλαια σε δαπάνες επιδοματικού χαρακτήρα και ενισχύσεων επιχειρήσεων, οι οποίες, λόγω των συνθηκών, πρέπει να βοηθηθούν, θα ήταν πολύ καλύτερο αν είχαν δομηθεί τα κράτη και οι οικονομίες τους από πριν (όλη την προηγούμενη δεκαετία) σε μια βάση περιορισμένης εξάρτησης από τις διεθνείς ανταλλαγές αγαθών (ενδιαφέρουσες καταγραφές προσδιορίζουν ως ικανοποιητικό το επίπεδο στη τάξη του 20% της εθνικής κατανάλωσης) και διαμόρφωσης σταθερών συνθηκών λειτουργίας της κοινωνίας και οικονομίας, με ανάπτυξης του οικονομικού ανταγωνισμού και των δυνάμεων της αγοράς εντός προσδιορισμένου πλαισίου θεμιτής ανταγωνιστικότητας.
Όλο και περισσότερο θα βλέπουμε το επόμενο διάστημα, το ένα μετά το άλλο κράτος, να επιλέγουν ενίσχυση των επενδύσεων, με σημαντική συνδρομή των Προγραμμάτων Δημόσιων Επενδύσεων (ΠΔΕ) σε έργα οδοποιίας, σιδηροδρόμων, στέγασης δημοσίων χώρων και υπηρεσιών, εν γένει δημοσίων υποδομών, ευρυζωνικότητας κλπ. τα οποία ως ποσοστό στην οικονομία θα είναι σε τέτοια επίπεδα που δεν θα έχουμε δει από τη δεκαετία του 1970.
Το ερώτημα όμως που εύλογα πρέπει να τεθεί είναι γιατί αυτά τα προγράμματα, σε χώρες όπως η Ελλάδα αλλά και άλλες ευρωπαϊκές χώρες -ιδιαιτέρως του Νότου αλλά όχι μόνον- δεν θα μπορούσαν να είχαν ξεκινήσει το 2010, τότε που υπήρχαν λιγότερα προβλήματα στις οικονομίες αυτές για να αντιμετωπίσουν;
Η εύκολη απάντηση είναι ότι οι κυβερνήσεις «δεν θα μπορούσαν να το αντέξουν οικονομικά» εκείνα τα χρόνια, γιατί οι αγορές έκριναν και επέβαλαν ότι η συνετή πολιτική μείωσης του ελλείμματος θα ήταν εκείνη που θα διαμόρφωνε δυνατότητες οικονομικής ανάπτυξης σε μια χώρα.
Πολλοί δε ακόμη θα προσθέσουν ότι αυτή η πολιτική, των δημοσιονομικών περιορισμών που ακολουθήθηκε τότε, δίνει σήμερα αυτή τη δυνατότητα «δημοσιονομικού χώρου» για να υπάρξουν τέτοιες επεκτατικές πολιτικές δημοσίων δαπανών και επενδύσεων.
Κατά τη ταπεινή μας γνώμη και οι δυο απαντήσεις δεν τεκμηριώνονται από τα “ξεροκέφαλα” γεγονότα.
Σε κάθε περίπτωση όμως είναι σημαντικό να επιλέξουν οι κυβερνήσεις και ιδιαιτέρως η ελληνική για μια χώρα που προέρχεται από μια δεκαετή οικονομική κρίση, για τα όποια χρήματα θα έχουν στη διάθεσή τους, από την ποσοτική χαλάρωση και τις σχετικές πολιτικές με αφορμή τα προβλήματα της διεθνούς συγκυρίας, θα πρέπει να οργανώσουν την σταδιακή διοχέτευσή τους, αποκλειστικά και μόνο, για την ενίσχυση των εργαζομένων και των επιχειρήσεων στους αναγκαστικά αργούντες κλάδους (εκτός των τεσσάρων που ήδη έχουμε αναφέρει), καθώς και για τη συμπλήρωση των εσόδων του Δημοσίου που είναι απαραίτητα για την ομαλή συνέχιση της λειτουργίας του, με δεδομένη τη μείωση των εισπράξεων που θα έχει επιφέρει η κάμψη της οικονομικής δραστηριότητας.
Αυτό που μπορεί να προσφέρει μία κυβέρνηση περιορίζεται μόνο από το μέγεθος των πραγματικών πόρων που μπορεί να διαχειρισθεί αυτή η ίδια και όχι από τους αυτο-επιβαλλόμενους οικονομικούς περιορισμούς.
Ένα παράδειγμα αποτελεί η ανηθικότητα της πολιτικής με τα Voucher, σε συγκεκριμένες κατηγορίες επιστημόνων στην Ελλάδα. Δεν μας απασχολεί επί του παρόντος το ανήθικο ή όχι στοιχείο της χρησιμοποίησης κονδυλίων επιμόρφωσης για επιδοματικές πολιτικές, αλλά το ηθικό υπόβαθρο του "γιατί τώρα και όχι πριν, αυτού του είδους οι πολιτικές παροχών;".
Ας σκεφτούμε αν αντίστοιχες δράσεις, με αυτή την επί της ουσίας αντίληψη δημοσιονομικής ώθησης, θα μπορούσαν να είχαν αναληφθεί στη χώρα μας στα δύσκολα αυτά χρόνια της δεκαετίας της κρίσης, σε ποια κατάσταση θα ήταν σήμερα οι συγκεκριμένες οικονομικές κατηγορίες που επιλέγουμε σήμερα να ενισχυθούν;
Υποστηρίζουμε, δηλαδή, ότι όσο και αν τις κρίνουμε αναγκαίες αυτού του είδους δράσεις, μπορεί να κινδυνεύουν να κριθεί ότι έρχονται σε λάθος σημείο του οικονομικού κύκλου.
Ο Κέινς υποστήριζε ότι «η έκρηξη, όχι η κατάπτωση, είναι η κατάλληλη στιγμή για λιτότητα» από το κάθε κράτος…
Αντιλαμβανόμαστε όλοι, ότι οι οικονομίες των εθνικών κρατών σήμερα, πολύ δε περισσότερο της Ελλάδας, δεν μοιάζουν τόσο με την ώρα της “έκρηξης” αλλά με “κατάπτωσης”, καθώς τα πάντα βεβαιώνουν ότι θα ζήσουμε μια χρονιά βίαιης ύφεσης, η οποία για κάποιες χώρες ήδη υπήρχε ως προ εκτίμηση και χωρίς τον κορονοϊό. Για την Ελλάδα είχαν καταγραφεί στοιχεία της από το τελευταίο τρίμηνο του 2009.
Το σίγουρο όμως για την Ευρώπη, σχεδόν στο σύνολό της, είναι ότι σήμερα τα κράτη έχουν λιγότερη δημοσιονομική ικανότητα από ό,τι πριν από 10 χρόνια.
Η θεωρία του Πολέμου
Όλο και περισσότεροι ηγέτες δηλώνουν ότι οι χώρες τους βρίσκονται σε “συνθήκες πολέμου”, με έναν “αόρατο εχθρό” και για τούτο λαμβάνουν μέτρα αντιμετώπισης του ιού αλλά και των οικονομικών επιπτώσεων από τις επιλογές αντιμετώπισής του.
Εύλογα όμως κανείς μπορεί να αναρωτηθεί ότι, εφόσον οι οικονομίες στις οποίες ηγούνται βρίσκονται σε πόλεμο, τότε θα πρόκειται για λειτουργούσες οικονομίες εν περιορισμώ. Αυτό από μόνο του σημαίνει ότι δεν μπορεί να έχουν “… και τα όπλα και το βούτυρο…”. Το “βούτυρο” πρέπει να διανεμηθεί για να παράξουν στη συνέχεια περισσότερα και καλύτερα “όπλα”. Έτσι, στη συνέχεια, κάποια στιγμή όπως συμβαίνει στους κύκλους της οικονομίας, θα έχουμε να διαχειριστούμε το πρόβλημα της υπερβολικής και όχι της ανεπαρκούς Ζήτησης, όπως συμβαίνει σήμερα.
Οι προηγούμενες αναφορές έρχονται να υποστηρίξουν ότι αν και υπαρκτά είναι ακόμη περιορισμένα τα στοιχεία «κεϊνσιανισμού» που μπορούμε να διακρίνουμε, μέχρι στιγμής, στις πολιτικές των ευρωπαϊκών κυβερνήσεων και μεταξύ αυτών και της ελληνικής κυβερνήσεως, από τις παρεμβάσεις για την προστασία των οικονομιών τους λόγω Covid-19.
Όλες οι κυβερνήσεις τώρα πλέον μπορούν να προβούν σε δημόσιες δαπάνες, ξεπερνώντας κάθε επίπεδο των τελευταίων δεκαετιών, για να προστατεύσουν τους πολίτες τους από τέτοιες καταστροφές. Ακόμη και οι «σφιχτοί» Γερμανοί, όπως και άλλες αντίστοιχες κυβερνήσεις στην ΕΕ και στον υπόλοιπο κόσμο, έχουν αναγνωρίσει ότι αυτοί οι καιροί δεν είναι φυσιολογικοί. Όμως το ερώτημα που προκύπτει αβίαστα και σίγουρα θα το έθετε ο ίδιος ο Κέινς σε κάθε πρωθυπουργό ευρωπαϊκής χώρας αυτής της περιόδου είναι: «Πώς θα πληρώσουμε γι? αυτά;».
Υπάρχει δε μεγάλος κίνδυνος οι ηγεσίες σε πολλές από αυτές τις χώρες να παρασυρθούν από την αλαζονεία που προκαλείται από το φαινόμενο της «συσπείρωσης γύρω από τη σημαία» (rally round the flag) και να προβούν σε πράξεις όπως αυτές των πρόωρων εκλογών, με μεγαλύτερη επιβάρυνση στην εθνική τους οικονομία. Επιλογές που θα τους στιγματίσουν απέναντι στην ιστορία και τις ευθύνες τους. Είναι γεγονός ότι, παντού πλέον, καταγράφεται πλεόνασμα δημοφιλίας, ακόμα και για πολιτικούς που εμφανίζουν έλλειμμα ηγεσίας. Γνωρίζουμε όμως ότι αυτή η συσπείρωση είναι συγκυριακή και συμβαίνει γιατί η σύγκρουση με τον κίνδυνο (κορωνοϊός) κινητοποιεί δυνάμεις γύρω από την όποια ηγεσία της εποχής. Ιστορικά όμως, είναι καταγεγραμμένο ότι, μόλις απομακρυνθεί ο "εξωτερικός" κίνδυνος, οι πολίτες τείνουν να αποσυσπειρώνονται γεωμετρικά και να ενδιαφέρονται για τα προβλήματα της επόμενης μέρας, που θα είναι δυστυχώς πολλά και δύσκολα.
Ελπίζουμε ότι η πανδημία του Covid-19 θα υποχρεώσει τις σημερινές κυβερνήσεις στην Ευρώπη και ιδιαιτέρως αυτήν στη χώρα μας, να κάνουν τις επιλογές τους σταθμίζοντας την εμπειρία και τη γνώση από το παρελθόν, απώτερο και πρόσφατο. Εντούτοις, δεν είναι πολύ νωρίς, για τους υπεύθυνους χάραξης πολιτικής, να αρχίσουν να σκέφτονται από σήμερα, έστω και καθυστερημένα, από που και πώς θα πληρώσουν για τον συγκεκριμένο πόλεμο…
Ας τους υπενθυμίζουμε όμως σε κάθε περίπτωση τη σκληρή “κεϊνσιανή” θεωρία αλλά και αριθμητική.
[1] Ο Κέινς είχε επιχειρήσει την απάντηση σχετικών προβλημάτων της εποχής του, σε φυλλάδιό του το 1940 με τίτλο «Πώς να πληρώσετε για τον πόλεμο». Είχε υποστηρίξει έναν υπερβολικό προοδευτικό φόρο εισοδήματος (με ανώτατο οριακό επιτόκιο το 97,5%) με το σκεπτικό ότι ήταν «δικαιότερος» από τον πληθωρισμό. Και με μία φανταστική αναστροφή, πρότεινε οι φόροι που εισπράχθηκαν από τους φτωχότερους εργαζόμενους να αποπληρώνονταν αυτόματα από την κυβέρνηση μετά τον πόλεμο.