Στο νέο βιβλίο του ο πρώην πρωθυπουργός Κώστας Σημίτης, δεν αρκείται σε διαπιστώσεις για τις αιτίες που μας οδήγησαν στην κρίση και τα λάθη που έγιναν, τόσο από τις κυβερνήσεις Καραμανλή και Παπανδρέου, όσο και από τις ηγεσίες της ΕΕ και την τρόικα.
Το περίπου 600 σελίδων βιβλίο του με τίτλο «Ο Εκτροχιασμός», που κυκλοφορεί αύριο, από τις εκδόσεις «Πόλις», περιέχει πολλές σελίδες με τις απόψεις και προτάσεις του πρώην πρωθυπουργού για την έξοδο από την κρίση.
Ο κ. Σημίτης σημειώνει ότι «Στην Ελλάδα εξακολουθεί να εκφράζεται η ελπίδα ότι όλα θα πάνε καλά, και αυτό χάρη σε μια εξέλιξη «που δεν είναι δυνατόν να μην υπάρξει». Μαγικές λύσεις, όμως, δεν υπάρχουν, τονίζει και προσθέτει.« Ενδεχόμενες πολιτικές αλλαγές στην Ευρώπη πιθανόν να έχουν ως αποτέλεσμα μεγαλύτερη κατανόηση για το ελληνικό πρόβλημα, και την παράταση του χρόνου προσαρμογής της χώρας»
Στη συνέχεια περιγράφει ένα πλαίσιο δράσεων που πρέπει να γίνουν για την έξοδο από το τούνελ.
Στη συνέχεια παρατίθεται ένα εκτενές απόσπασμα από το 6ο κεφάλαιο με τίτλο, «Το Μέλλον της Ελλάδας και της Ευρωπαϊκής Ένωσης»
«…Οι αιτίες της κρίσης και της ανεξέλεγκτης όξυνσης της στην Ελλάδα δεν βαρύνουν μόνο «τους έξω» συνδέονται και με «τους μέσα». Αν οι ευρωπαϊκές ηγεσίες είχαν επιδείξει περισσότερη προσοχή, είχαν αντιδράσει έγκαιρα με ένα σχέδιο προσαρμοσμένο στις δυνατότητες της
.
.
ελληνικής οικονομίας, είχαν εκτιμήσει τους κινδύνους της ύφεσης και την ανάγκη ενίσχυσης της ανάπτυξης, η πορεία των πραγμάτων θα ήταν διαφορετική. Θα ήταν, όμως, επίσης διαφορετική αν οι ηγεσίες των κομμάτων δεν επιδίδονταν σε ψηφοθηρία με εξωπραγματικές υποσχέσεις, αλλά, αντίθετα, παραμέριζαν τις κομματικές και προσωπικές αντιπαλότητες και επεξεργάζονταν σοβαρά σχέδια και μέτρα. Μεταρρυθμίσεις έγιναν μόνο υπό πίεση και γι’ αυτό ήταν ατελείς. Η υπέρβαση της κρίσης αφορά και τις δύο πλευρές, και απαιτεί τη συνεργασία τους.
Στις δηλώσεις τους, οι υπεύθυνοι της Ευρωζώνης -που αφήνου ανοιχτό το θέμα τι πρόκειται να συμβεί με την Ελλάδα- παραβλέπουν ότι η αβεβαιότητα που καλλιεργούν επενεργεί αρνητικά. Υπό αυτές τις συνθήκες, θα συνεχίζεται η φυγή κεφαλαίων από την Ελλάδα, οι ξένοι επενδυτές θα παραμένουν απρόθυμοι να επενδύσουν, και θα είναι δύσκολο να βρεθούν αξιόλογοι αγοραστές στις αποκρατικοποιήσεις. Χωρίς επενδύσεις και αποκατάσταση της εμπιστοσύνης, «η Ελλάδα θα παραμείνει εγκλωβισμένη σε έναν φαύλο κύκλο ύφεσης, και δεν είναι πιθανόν να ανταποκριθεί στα αιτήματα των πιστωτών της, όσες προσπάθειες και αν καταβάλει». Επιδίωξη της Ελλάδας πρέπει να είναι να καθορίσει με την Ευρωζώνη, όσο το δυνατόν ταχύτερα και σαφέστερα, τους όρους της κοινής προσπάθειας.
Στην Ελλάδα εξακολουθεί να εκφράζεται η ελπίδα ότι όλα θα πάνε καλά, και αυτό χάρη σε μια εξέλιξη «που δεν είναι δυνατόν να μην υπάρξει». Είτε η νέα κυβέρνηση της Γαλλίας θα στηρίξει χωρίς δισταγμούς τη χώρα, είτε οι γερμανοί Σοσιαλδημοκράτες θα συμμετάσχουν στη γερμανική κυβέρνηση το 2013, και θα ανατρέψουν το σκληρό πρόγραμμα προσαρμογής, είτε τα ίδια τα ευρωπαϊκά όργανα θα καθιερώσουν τα ευρωομόλογα, ώστε να μπορούμε να δανειζόμαστε χωρίς περιορισμούς. Μαγικές λύσεις, όμως, δεν υπάρχουν. Ενδεχόμενες πολιτικές αλλαγές στην Ευρώπη πιθανόν να έχουν ως αποτέλεσμα μεγαλύτερη κατανόηση για το ελληνικό πρόβλημα, και την παράταση του χρόνου προσαρμογής της χώρας. Εξαιρέσεις όμως από τους ευρωπαϊκούς κανόνες, οι οποίες θα μας απάλλασσαν από τις υποχρεώσεις μας, δεν πρόκειται να θεσπισθούν σε καμία περίπτωση. Είμαστε και θα είμαστε υποχρεωμένοι να δώσουμε οι ίδιοι λύση στο πρόβλημα μας.
Πρώτη θεμελιώδης αρχή για τη λύση είναι ότι το πλαίσιο της προσπάθειας μας είναι «η ευρωπαϊκή προοπτική», η ενεργός συμμετοχή μας στην Ένωση και στην ΟΝΕ, προκειμένου να διευρυνθεί η ευρωπαϊκή συνεργασία, να αντιμετωπισθούν οι ανισορροπίες μεταξύ Βορρά-Νότου, να υπάρξει ένας ευρύτερος σχεδιασμός για την ανάπτυξη σε όλο τον ευρωπαϊκό χώρο.
Δεύτερος βασικός άξονας είναι η διαμόρφωση ενός σχεδίου για τον μεσομακροπρόθεσμο χειρισμό της κρίσης, ώστε να αποκτήσουμε τη δυνατότητα τεκμηριωμένης και στοχευμένης διαπραγμάτευσης, καθώς και βελτίωσης των όρων προσαρμογής.
Προϋπόθεση ουσιαστικών συνομιλιών για την πορεία της χώρας, και αναδιαπραγμάτευσης, είναι να πείσουμε για τη θέληση και τη δυνατότητα προσαρμογής μας, να ανακτήσουμε την εμπιστοσύνη όσων συνεργάζονται μαζί μας, με τις ενέργειες μας και όχι ξανά με υποσχέσεις.
Τρίτη επιδίωξη πρέπει να είναι η αντιμετώπιση των πολλών αιτίων της υστέρησης της ελληνικής κοινωνίας. Ορισμένα μέτρα που βρίσκονται σε εξέλιξη -ιδιωτικοποιήσεις, απελευθέρωση των αγορών-είναι αναγκαία, αλλά δεν επαρκούν. Ο υπερβολικά εκτεταμένος ρόλος του κράτους και του πλέγματος συλλειτουργίας ειδικών συμφερόντων, κομμάτων και κρατικού μηχανισμού απαιτεί συστηματική αντιμετώπιση• όπως είναι αναγκαία και η ανατροπή της απαξίωσης του πολιτικού συστήματος και της δημόσιας διοίκησης, με το να επιβάλουμε τον εξορθολογισμό των συμπεριφορών, την εξυπηρέτηση του πολίτη, την επιδίωξη του κοινού συμφέροντος. Τα συνηθισμένα μέτρα, όπως η αλλαγή του εκλογικού νόμου και η αναθεώρηση του Συντάγματος, που δοκιμάσθηκαν επανειλημμένα, δημιουργούν την εντύπωση μεταβολών, αλλά δεν έχουν πετύχει ως τώρα ουσιαστικά αποτελέσματα. Οι υστερήσεις οφείλονται στις νοοτροπίες κα. στις συμπεριφορές, και αυτές πρέπει κατά κύριο λόγο να αντιμετωπισθούν.
Τέλος, βασικό κριτήριο κατά τον προσδιορισμό των στόχων της πολιτικής οφείλει να είναι η κοινωνική δικαιοσύνη. Η προσαρμογή, με τη λιτότητα και την ύφεση, έθιξε σε σημαντικό βαθμό τα στρώματα του πληθυσμού με τα χαμηλότερα εισοδήματα. Την οργή και διαμαρτυρία τους εκμεταλλεύονται όσοι επιδιώκουν την επιστροφή στη δραχμή ή τον περιορισμό του κρότους δικαίου και της δημοκρατικής λειτουργίας της πολιτείας. Η «ευρωπαϊκή προοπτική» και το «δημοκρατικό φρόνημα», όμως προϋποθέτουν στήριξη από τους πολίτες. Στήριξη θα υπάρχει μόνο αν εκείνοι έχουν την αίσθηση ότι το κράτος ενδιαφέρεται πραγματικά για την τύχη τους.
Πλαίσιο της όλης προσπάθειας πρέπει να αποτελέσει ένα σχέδιο που θα διευκρινίζει τους βασικούς στόχους, τα μέσα πραγματοποίησης τους, τα πιθανά χρονοδιαγράμματα, και θα προβλέπει τις πιθανές αντιδράσεις και τους τρόπους υπέρβασης τους. Στους βασικούς στόχους συμπεριλαμβάνεται μια συγκεκριμένη αντίληψη για την ανάπτυξη και την παραγωγή στη χώρα , για το κέντρο βάρους των επενδύσεων, αλλά και για τη σταθεροποίηση της οικονομίας, τους περιορισμούς της δημοσιονομικής πολιτικής, τη συγκράτηση των εισοδημάτων, με ταυτόχρονη προσπάθεια μείωσης των ανισοτήτων».
.