Η καταδίκη του αστυνομικού δολοφόνου του Τζορτζ Φλόιντ έδωσε μια ανάσα στην αμερικανική Δημοκρατία. Οι Δυτικές Δημοκρατίες όμως βρίσκονται ακόμη στην εντατική και χρειάζονται πολλά ακόμη για να αρχίσουν να αναπνέουν χωρίς μηχανική υποστήριξη. Οι αναπνευστικές δυσλειτουργίες των δημοκρατιών είχαν ξεκινήσει πολύ πριν από τον κορωνοϊό και εντάθηκαν με αυτόν, δεν οφείλονται όμως μόνο σε αυτόν.
Μια ερμηνεία για αυτή την κρίση είναι η άνοδος του λαϊκισμού. Αυτό όμως είναι μια ταυτολογία που καμία πολιτική αξία δεν έχει. Το πρόβλημα αφορά τον λόγο για τον οποίο ο ακροδεξιός, εθνικιστικο-νατιβιστικός λαϊκισμός έχει σήμερα τόση απήχηση. Το λαϊκιστικό φαινόμενο αποτελεί μορφή πολιτικής δράσης που παράγεται στα κενά της αντιπροσώπευσης, κυρίως στα κενά της κοινωνικής απένταξης συγκεκριμένων ομάδων και στρωμάτων του πληθυσμού. Ο λαϊκισμός όμως είναι και έκκληση διχασμού σε «αγνό λαό» και «διεφθαρμένες ελίτ». Στον λαϊκισμό υπάρχει έντονη συναισθηματική πόλωση, χειραγώγηση, απλούστευση καταστάσεων, προκατασκευασμένα μανιχαϊστικά σχήματα. Γι? αυτό και δεν μπορεί να αποτελεί εφαλτήριο μιας δημοκρατικής μεταρρυθμιστικής πολιτικής. Από την άλλη όμως οι κίνδυνοι από αυτόν μπορεί να ενεργούν ως ξυπνητήρι αφύπνισης των δημοκρατών για να συμπεριλάβουν στη φαρέτρα τους και το όπλο της κριτικής των πεπραγμένων των οικονομικά και πολιτικά ισχυρών.
Μια εξήγηση για την κρίση των δημοκρατιών είναι πως από τις δεκαετίες του 1980 και του 1990 οι δύο πόλοι των πολιτικών συστημάτων άρχισαν πολύ να μοιάζουν ο ένας στον άλλον. Αυτοί συνέκλιναν όχι πάνω στον νεοφιλελευθερισμό, όπως κάποιες «οκνηρές» ερμηνείες διατείνονται, αλλά πάνω στην προτεραιότητα του τρίπτυχου «χρήματα, ανάπτυξη, εμπόριο». Αυτό μεταφραζόταν πρακτικά σε επίπεδη φορολογία, μείωση δημόσιων δαπανών, προτεραιότητα των χρηματαγορών έναντι της παραγωγής και κυρίως αποδοχή πάση θυσία των ισοσκελισμένων προϋπολογισμών. Το ότι οι δύο πόλοι έμοιαζαν τόσο πολύ οδηγούσε μεσαίους και ασθενέστερα στρώματα στους λαϊκιστές που τους έλεγαν ότι οι ελίτ έχουν και δεν τους δίνουν. Μα μια σοβαρή κριτική φωνή θα αντιτείνει και πως και μέχρι το 1980 οι δυο πόλοι πάλι εφάρμοζαν σχεδόν ίδιες πολιτικές πάνω σε ένα άλλο τρίπτυχο προτεραιοτήτων: Υψηλές δαπάνες, προοδευτική φορολόγηση, λελογισμένες αυξήσεις. Είναι αλήθεια. Μόνο που η διαφορά μεταξύ των δύο ομοιοτήτων είναι πως αυτές μέχρι το 1980 είχαν ως αποτέλεσμα τη συνεχή ανοδική κινητικότητα των περισσοτέρων, ενώ αυτές μετά το 1990 έχουν ως αποτέλεσμα τη συνεχή καθοδική κινητικότητα των περισσοτέρων. Αυτή η καθοδική κινητικότητα σε συνδυασμό με την ακύρωση της αρχής της συλλογικότητας ως νοήματος κοινής ζωής έχει ως αποτέλεσμα έναν «μονοπολικό» πλουραλισμό που αυτή τη φορά δεν είναι καλοδεχούμενος και ο οποίος οδηγεί στην ενίσχυση των λαϊκισμών.
Κάποιοι εκλαμβάνουν την επικράτηση του μετά το 1980 τριπτύχου ως αναπόφευκτη λόγω των τεχνολογικών εξελίξεων. Τίποτα πιο επίπεδο. Τα σχέδια Μπάιντεν και Γέλεν για την ενίσχυση των παραγωγικών κλάδων και των υποδομών σε συνδυασμό με την αύξηση της φορολόγησης για τα κέρδη των μεγάλων εταιρειών, των υψηλών εισοδημάτων και των μεγάλων ιδιοκτησιών, καθώς και η πρόταση για τη δημιουργία ενός παγκόσμιου συντελεστή φορολόγησης των μεγάλων εταιρειών, ανεξαρτήτως έδρας, δείχνουν τον δρόμο προς την κατεύθυνση επανεφεύρεσης της πολιτικής και του πρωτείου της Δημοκρατίας. Ισως σε αυτή την κατεύθυνση συμβάλλει και η ενίσχυση των Πρασίνων στη Γερμανία. Αυτοί, υπό την ηγεσία της Αναλένα Μπέρμποκ, ανεβαίνουν όχι λόγω της κριτικής τους στον Ερντογάν, όπως ο δικός μας εθνοκεντρισμός ισχυρίζεται στα πρωινάδικα, ούτε χάρη στις πράσινες πολιτικές τους, τις έχουν άλλωστε εδώ και 40 χρόνια, αλλά λόγω του ότι τη στιγμή που ο Σόιμπλε ξαναχτυπά, αυτοί αλλάζουν την ατζέντα προκρίνοντας θέσεις ακύρωσης των αντιπληθωριστικών πολιτικών λιτότητας, της υπό όλες τις συνθήκες δημοσιονομικής πειθαρχίας και της εργαλειοποίησης των δημόσιων χρεών και δαπανών.
Η χώρα μας όμως ζει σε συνθήκες «μονοκομματικού» και όχι «μονοπολικού» πλουραλισμού. Η ικανότητα του Κυριάκου Μητσοτάκη να συμπυκνώνει στο πρόσωπό του την εκπροσώπηση φιλελεύθερων, δεξιών και κεντροαριστερών ιδεών σε συνδυασμό με την πολωτική χωρίς πυξίδα αντιπολίτευση του ΣΥΡΙΖΑ και την περιθωριακή στρατηγική τού ούτε-ούτε του Κινήματος Αλλαγής οδηγούν στην ενσωμάτωση εντός της ΝΔ όλων των ιδεολογικών ρευμάτων, ό,τι δηλαδή ήταν ως το 2009 το ΠαΣοΚ, μια κατά Ευάγγελο Βενιζέλο «ετερόκλητη κοινωνική συμμαχία». Εδώ όμως ελλοχεύει ο κίνδυνος, αντιπολίτευση σε αυτόν τον «μονοκομματισμό» να γίνει ο ακροδεξιός λαϊκισμός – είτε μέσα είτε εκτός Νέας Δημοκρατίας.
Για να αναπνεύσει η Ελληνική Δημοκρατία αναζητείται η γέννηση ενός κόμματος που θα ασκεί πολιτικές στα κέντρα της κοινωνίας κι ας ονομαστεί και Τσάμπερλεν, όπως έλεγε ο Ντίνος Ηλιόπουλος. Δυστυχώς αυτό δεν μπορεί να γίνει, όταν στο Κίνημα Αλλαγής δεν τολμούν να κάνουν ό,τι έκανε με το παλιό ο Ανδρέας Παπανδρέου. Να πάρουν και να μετατρέψουν το πασοκικό Κίνημα Αλλαγής σε νέο κόμμα, με νέο όνομα και νέα μυαλά. Ενα κόμμα το οποίο θα κρατά τη μεταρρυθμιστική πλευρά του όλου ΠαΣοΚ, όπως ήταν η ενίσχυση της δυναμικής και παραγωγικής κοινωνίας που συμβάλλει στη διαρκή διάχυση πόρων δυνατοτήτων, ικανοτήτων, ευκαιριών προς τα κάτω και τον δημοκρατικό μεταρρυθμιστικό προβληματισμό της Ανανεωτικής Αριστεράς, αλλά θα απορρίπτει τον πελατειασμό του πρώτου και την ελιτίστικη αδυναμία συγχρονισμού με την κοινωνία της δεύτερης.
Πηγή: www.tovima.gr