Με το νόμο για τα ΑΕΙ του 1982 η Ελλάδα μπήκε σε μια μεγάλη περιπέτεια, που κατέληξε στις μέρες μας στη χρεοκοπία, την αποσάθρωση του παραγωγικού ιστού και την πληθυσμιακή συρρίκνωση. Βεβαίως και την πολιτιστική αποτελμάτωση. Ποτέ ένας νόμος δεν έκανε τόσο κακό στη χώρα μας όσο αυτός. Περισσότερο και από τα «σατανικά» μνημόνια για τα οποία κάηκε η Αθήνα ουκ ολίγες φορές τα τελευταία χρόνια.
Ο νόμος εκείνος, ανάμεσα σε άλλα, εδραίωσε την κομματοκρατία και τον εκπορευόμενο από αυτήν συνδικαλισμό ως την κινητήρια δύναμη των πανεπιστημίων. Το ζητούμενο στο πανεπιστήμιο δεν ήταν η γνώση, η προσπέλαση και η διάδοσή της. Το ζητούμενο ήταν οι εκλογές. Οι φοιτητικές εκλογές, οι πρυτανικές εκλογές, οι εκλογές ΔΕΠ. Με τις κατάλληλες κομματικές διασυνδέσεις έπαιρνες την καρέκλα, τα κορίτσια, τα λεφτά, την εξουσία.
Περνούσες στο πανεπιστήμιο και νόμιζες ότι έμπαινες στη ζωή από θέση ισχύος. Πώς θα κατακτούσες γνώσεις, δεξιότητες, εμπειρίες για να γίνεις ακαδημαϊκός πολίτης. Πώς θα γνώριζες τους καλύτερους της χώρας, τους πιο μεγάλους επιστήμονές της. Κι ύστερα ερχόταν η αποκαθήλωση. Περνώντας από την πύλη του Πανεπιστημίου το πρώτο πράγμα που έβλεπες ως πρωτοετής φοιτητής ήταν οι παρατάξεις και οι κομματάρχες τους.
Οι Πασπίτες και οι Δαπίτες σε πλησίαζαν για να σε κεράσουν καφέ, να σου δώσουν σημειώσεις ή να σου πουλήσουν γκομενιλίκι με στόχο τις εκλογές. Οι εκλογές για τα ΑΕΙ, κάπου στην άνοιξη ήταν η μοναδική τους ασχολία. Αν τα κατάφερναν και έπαιρνε το κόμμα ικανοποιητικό ποσοστό στη σχολή τους, αυτόματα ανέβαινε και η δική τους υπόσταση στη νεολαία. Μικροκονδύλια από το κόμμα κατέληγαν στις τσέπες τους και, το κυριότερο, άνοιγαν οι πόρτες για ακαδημαϊκή καριέρα, για διορισμό στο κράτος μέσω του κόμματος ή ακόμα και για πολιτική θέση.
Τι απέγιναν όλοι αυτοί οι τύποι λοιπόν με τα ριχτά πουλόβερ στους ώμους και τις φωτοτυπίες από σημειώσεις; Κυβέρνησαν. Μπήκαν ως μετακλητοί στην πολιτική, έγιναν βουλευτές και ευρωβουλευτές και υπουργοί. Ανίκανοι να κατανοήσουν τον κόσμο ως μια παγκόσμια δυναμική διαδικασία οικονομικών και κοινωνικών αλλαγών, τον είδαν με την παραδοσιακή ματιά: ως ένα πεδίο ατέρμονων συναλλαγών. Εσείς με ψηφίζετε κι εγώ σας διορίζω, όπως σας έδινα κάποτε τα θέματα των εξετάσεων. Έτσι μπούκωσε το πράγμα από τα καμώματα των παλιών Δαπιτών. Έτσι έσκασε η βόμβα στα χέρια των παλιών Πασπιτών.
Οι ΠΚΣ, οι παρατάξεις δηλαδή του ΚΚΕ, είχαν κάτι γραφικό και επικίνδυνο μέσα τους. Τους έβλεπες και τους αισθανόσουν σαν σέχτα. Μπορεί να μπήκες στο Πανεπιστήμιο για να σπουδάσεις, να μάθεις κάτι ή να γίνεις επιστήμονας, αλλά αυτοί είχαν προφανώς κάτι άλλο στο μυαλό τους: την επικράτηση της εργατικής τάξης. Πουλούσαν Ριζοσπάστη στις πόρτες εισόδου, μοίραζαν κουπόνια στις νυχτερινές εξόδους στα ταβερνεία.
Γενικά ήταν απόμακροι και ακαταλαβίστικοι. Αισθάνονταν άβολα στο Πανεπιστήμιο, και ήταν προσκολλημένοι σε δικούς τους καθηγητές, μέλη του ΚΚΕ. Δεν ήταν μόνο η ιδεολογική συνάφεια, αλλά και η απόφαση αυτών των καθηγητών να αφήσουν στο πόδι τους αφοσιωμένα παιδιά του κόμματος, για να κάνουν το πανεπιστήμιο κάποτε δικό τους και να πετύχει κι εκεί η καθολική απεργία που θα φέρει τη δικτατορία του προλεταριάτου.
Τουλάχιστον αυτοί οι καθηγητές είχαν έναν στόχο. Ζούσαν σε ένα όνειρο ή μια ομαδική ψύχωση. Είχαν μιαν αγνότητα φαινομενική. Ενώ οι άλλοι, ήταν στεγνοί. Ψήφισε με στις κρίσεις κι εγώ θα σ’ αφήσω στο ποδάρι μου. Κάπως έτσι έγινε η αποκαθήλωση των μεγάλων επιστημόνων του έθνους. Υποταγμένοι στα κόμματα αξιολογήθηκαν και αξιολογούσαν με βάση την κομματική γραμμή. Το πανεπιστήμιο ως ένα πεδίο κομματικής διαμάχης με λάφυρο τις καλοπληρωμένες θέσεις των καθηγητών.
Τέτοιοι ήταν και πολλοί καθηγητές της ανανεωτικής δήθεν αριστεράς. Αυτοί είχαν υπό την προστασία τους τα κελεπούρια των ΕΑΑΚ. Τα κορίτσια και τα αγόρια που μουτζούρωναν με μπογιές, αφίσες, πανό και συνθήματα κάθε τοίχο και κάθε προσβάσιμη επιφάνεια των κτηρίων. Αυτούς που διέλυαν τις συνελεύσεις των φοιτητών αρνούμενοι να αποδεχτούν ότι το μοντέλο της Κούβας (αργότερα της Βενεζουέλας) δεν ήταν δυνατό να αντικαταστήσει τον σάπιο καπιταλισμό σε όλο τον κόσμο.
Δυστυχώς, όπως μουτζούρωναν τους τοίχους και τα πανό έτσι μουτζούρωναν και το μυαλό τους. Με συνθήματα και ληγμένες ιδέες. Έτσι μουτζούρωναν και την ψυχή τους από ότι φάνηκε εκ των υστέρων. Μια λύσσα να επικρατήσουν οι ιδέες τους, μια ακαταμάχητη ανάγκη να εξουσιάσουν, υβρίζοντας, δέρνοντας, λέγοντας ψέματα.
Ο «αγώνας» τους ήταν πιο σημαντικός από τις σπουδές. Να, όπως ο τελευταίος μας κυβερνήτης. Έκανε 10 χρόνια να βγάλει το πανεπιστήμιο γιατί αγωνιζόταν στα κινήματα. Ο ίδιος ομολόγησε κάποτε ότι με μέσο υπηρέτησε την πατρίδα από τη Σαλαμίνα και όχι από τη μεθόριο. Γιατί λοιπόν να μην έβγαλε το πανεπιστήμιο με μέσο επίσης; Γιατί να μην πήρε και το μεταπτυχιακό με μέσο; Κομματικό μέσο βεβαίως. Έντιμο, αγνό, αριστερό μέσο.
Γιατί αν είχε γίνει κανονικός μηχανικός, αυτό που σπούδασε δηλαδή, θα είχε αντιληφθεί ότι μια οικοδομή βασίζεται στα θεμέλια, χτίζεται με τούβλα και λάσπη. Τα στυλώματά της γίνονται από μπετό. Ένας ψημένος μηχανικός δε θα έστελνε ποτέ ένα τσούρμο εργατών να πάνε με βαριοπούλες να γκρεμίσουν τα θεμέλια μιας οικοδομής χωρίς να κινδυνεύσουν ότι αυτή θα πέσει και θα τους πλακώσει και θα τους συνθλίψει στο τέλος. Ένας σοβαρός επιστήμονας δε θα οραματιζόταν ποτέ έναν καινούριο κόσμο πάνω στο επιστημονικό παράδοξο κάποιου τσαρλατάνου, που τον έλεγαν Γιάνη. Ένας ακαδημαϊκός πολίτης, ένας καλλιεργημένος άνθρωπος δε θα ποθούσε ποτέ την εξουσία με τέτοια λύσσα και δε θα προσπαθούσε ποτέ να την αποκτήσει με τόσα ψέματα.