Θυμάμαι τη μελαγχολική εξομολόγηση του Κωνσταντίνου Καραμανλή, ο οποίος είχε πει με δραματικό τόνο ότι «στέγνωσε την ψυχή του» στην προσπάθειά του να είναι θεσμικός. Είχε δίκιο. Οι θεσμοί είναι πάντα «στεγνοί» γι’ αυτόν που θέλει να τους υπηρετεί.
Οι δημοκρατικοί νομοθέτες το γνωρίζουν πολύ καλά. Γι’ αυτό και στην οικοδόμηση των θεσμών δεν εμπιστεύονται την ψυχή, αλλά τη λογική και τους περιορισμούς της. Με τήρηση βεβαίως του κανόνα ότι οι θεσμοί είναι σαν τα φρούρια. Θέλουν και «στέρεη κατασκευή και καλή στελέχωση».
Μια τέτοια περίπτωση είναι ο θεσμός των υπηρεσιών πληροφοριών. Τον οποίο ο νομοθέτης έχει θέσει υπό αυστηρούς – τεχνοκρατικούς θα λέγαμε - όρους λειτουργίας.
Από το πώς θα ενεργούν όσοι εργάζονται στις υπηρεσίες πληροφοριών –πάντα με έγκριση εισαγγελέων, ο αριθμός των οποίων ήδη αυξήθηκε– έως το πώς και από ποιους θα ελέγχονται για τη νομιμότητα της δράσης τους.
Και επειδή το αντικείμενο της παρακολούθησης δεν είναι «πράγματα» αλλά άνθρωποι, με όλα μάλιστα τα δικαιώματα στην προσωπικότητα, ο νόμος όρισε αυστηρά και με απόλυτη σαφήνεια, η οποία δεν επιτρέπει καμία παρερμηνεία το πώς, από ποιους, με ποιον τρόπο, έπειτα από πόσο χρόνο και υπό ποιες προϋποθέσεις, θα ενημερώνονται όσοι έχουν τεθεί υπό παρακολούθηση.
Και επειδή δεν είχε εμπιστοσύνη σε κανέναν ως άτομο, θέσπισε με το άρθρο 4 παρ. 7 Ν. 5002/2022 τριμελές όργανο, συγκροτούμενο από δύο εισαγγελείς εν ενεργεία και τον πρόεδρο της ΑΔΑΕ.
Πράγμα που σημαίνει ότι ουδείς μπορεί μόνος του να αποφασίσει την γνωστοποίηση στον παρακολουθούμενο του γεγονότος της παρακολούθησής του, παρά μόνον το τριμελές όργανο.
Βεβαίως, σύμφωνα με το άρθρο 8 παρ. 6 του ίδιου νόμου, «για θέματα άρσεων απορρήτου επικοινωνιών» –όχι βεβαίως για πρόσωπα, διότι τα πρόσωπα δεν είναι «θέματα»– ο πρόεδρος της ΑΔΑΕ ενημερώνει «τον Πρόεδρο της Βουλής, τους αρχηγούς των κομμάτων που εκπροσωπούνται στη Βουλή και τον Υπουργό Δικαιοσύνης».
Η αυστηρότητα στην τήρηση του απορρήτου ως προς το πρόσωπο του παρακολουθούμενου, έχει σοβαρό δικαιοπολιτικό έρεισμα.
Διότι το γεγονός ότι αποφασίστηκε θεσμικά να τεθεί υπό νόμιμη παρακολούθηση κάποιος πολίτης δεν συνεπάγεται ότι χάνει οποιοδήποτε δικαίωμα στην προσωπικότητά του. Η οποία προσβάλλεται με την κοινολόγηση και μόνον της παρακολούθησης, αφού αμέσως θα παραχθεί η κοινή εντύπωση ότι ανήκει στην κατηγορία των υπόπτων.
Είναι αυτό που δημιουργεί στην πολιτεία την υποχρέωση απόλυτης εχεμύθειας. Άλλωστε η πολιτεία δεν κουτσομπολεύει. Ούτε χρησιμοποιεί τους ανθρώπους σαν εργαλεία.
Πέραν όμως της προστασίας της προσωπικότητας του πολίτη, την απαγόρευση κοινολόγησης οποιασδήποτε νόμιμης παρακολούθησης που πραγματοποιήθηκε για λόγους εθνικής ασφάλειας, επιβάλλουν και λόγοι προστασίας της χώρας. Γι’ αυτό άλλωστε και ο νόμος όρισε ότι ακόμη και στον ίδιο τον θιγόμενο πολίτη η γνωστοποίηση πραγματοποιείται «[μ]ετά την πάροδο τριών (3) ετών από την παύση της ισχύος της διάταξης άρσης του απορρήτου […], υπό την προϋπόθεση ότι δεν διακυβεύεται ο σκοπός για τον οποίο αυτό διατάχθηκε».
Έθεσε δηλαδή ως όρο την στάθμιση περί του αν ακόμη και η ενημέρωση του θιγομένου θα μπορούσε να επηρεάσει τον σκοπό για τον οποίο διατάχθηκε η παρακολούθηση.
Πόσο μάλλον μία δημόσια κοινολόγηση. Αφού καταργεί αφ’ εαυτής το σκοπό της παρακολούθησης.
Υπό αυτά τα δεδομένα ο κ. Τσίπρας δήλωσε ευθέως στη Βουλή ότι υπέβαλε αίτημα στον πρόεδρο της ΑΔΑΕ κ. Ράμμο, ζητώντας να πληροφορηθεί αν είχαν τεθεί υπό νόμιμη επισύνδεση συγκεκριμένα πρόσωπα. Από τον αρχηγό του ΓΕΣ μέχρι υπουργό. Πράγμα που σημαίνει ότι αυτονομημένοι παρακρατικοί μηχανισμοί της ΕΥΠ είχαν επικοινωνία μαζί του και τον ενημέρωναν παράνομα για νόμιμες επισυνδέσεις.
Και ο κ. Ράμμος, αντί να διαβιβάσει το αίτημα στον εισαγγελέα, ώστε να ερευνηθεί η δράση του παρακράτους των αυτονομημένων «κυπατζήδων» που κοινολογούσαν τις ενέργειες της ΕΥΠ, ήρθε αρωγός του κ. Τσίπρα!
Διότι, ενώ ήταν αρμόδιος από το νόμο να αναφερθεί μόνον σε «θέματα», επιβεβαίωσε στον κ. Τσίπρα πρόσωπα! Παρ’ ότι δεν είχε δικαίωμα ούτε καν τους ίδιους να ενημερώσει ότι είχαν τεθεί υπό παρακολούθηση, αν δεν αποφάσιζε το τριμελές όργανο, σύμφωνα με τις διατάξεις που αναφέρθηκαν.
Και, όπως ήταν φυσικό, αμέσως διασύρθηκαν μέσα στη Βουλή κορυφαίες προσωπικότητες του στρατού και της πολιτικής, αφού έγιναν άθυρμα στα χέρια δημαγωγών, οι οποίοι ενεργούν με το παραλήρημα ότι πολιτική είναι η εξουσία και όχι η φροντίδα για τον κοινό μας κόσμο.
Ενώ ταυτόχρονα ενημερώθηκε επίσημα η γνωστή γειτονική χώρα για τις παρακολουθήσεις στον στρατό, όπως και οι έμποροι όπλων για τις παρακολουθήσεις των προσώπων που εποπτεύουν τις προμήθειες, ώστε να προσέχουν και να μην εκτεθούν.
Η πρόφαση όμως για τις στάσεις αυτές του κ. Τσίπρα ήταν –κατά δήλωση του ίδιου– η (ανεπίτρεπτη) επιβεβαίωση του κ. Ράμμου για τα πρόσωπα που είχαν τεθεί υπό παρακολούθηση. Ήταν μια επιλογή κραυγαλέα αντιθεσμική. Που πρωτίστως πλήττει το κύρος της ανεξάρτητης αρχής την οποία εκπροσωπεί.
Το κύρος της οποίας, ως απαραίτητου για τον δημοκρατικό έλεγχο θεσμού, θα έπρεπε να είναι πρώτιστο καθήκον.
Αλλά για να εκπληρώσει κανείς ένα τέτοιο καθήκον πρέπει να στέκεται μακριά από τη σαγήνη των δημαγωγών. Αδέκαστος και αποστασιοποιημένος, μέχρι να «στεγνώσει την ψυχή του».
Δημοσιεύεται και στο Τhe books journal.gr
Πηγή: booksjournal.gr