Τον τελευταίο καιρό ακούμε συχνά τις εκφράσεις «ιδεολογικός αντίπαλος» και «υπαρξιακός αντίπαλος» από στελέχη του ΚΙΝΑΛ. Όσον αφορά στο δεύτερο, αντιλαμβάνομαι ότι πρόκειται περί ενός αντιπάλου, με τον οποίο μάχεσαι για την κατάληψη του ίδιου ζωτικού χώρου έχοντας εν πολλοίς τις ίδιες απόψεις, ενώ με τον πρώτο βρίσκεσαι σε συνεχή αντιπαλότητα, λόγω θεμελιωδών ιδεολογικών διαφορών.
Απαραίτητη προϋπόθεση, όμως, για να προσδιορίσεις τόσο τον υπαρξιακό όσο και τον ιδεολογικό αντίπαλο, είναι ο προσδιορισμός του δικού σου ιδεολογικού οπλοστασίου, δηλαδή των δικών σου ιδεολογικών αξιών.
Στην προκειμένη περίπτωση, ας δούμε τα ιδεολογικά χαρακτηριστικά των δύο μεγαλύτερων κομμάτων, ήτοι της ΝΔ και του ΣΥΡΙΖΑ, όπως αυτά τεκμαίρονται από την πολιτική, που έχουν ασκήσει από το 2012 έως σήμερα.
Η Νέα Δημοκρατία έχει αποδείξει ότι είναι μία σταθερά φιλοευρωπαϊκή δύναμη, που ακολουθεί τις αρχές της φιλελεύθερης κοινοβουλευτικής δημοκρατίας, σέβεται την αρχή του διαχωρισμού των εξουσιών (εκτελεστική, νομοθετική, δικαστική και μέσα μαζικής ενημέρωσης), έχει ενστερνισθεί το Κοινωνικό Κράτος και την παρέμβαση του Κράτους προς όφελος του πολίτη. Ιδιαίτερα οι πρόσφατες παρεμβάσεις της κυβέρνησης απέδειξαν ότι οι αρχές του κοινωνικού κράτους βρίσκονται στην φαρέτρα της κυβέρνησης. Όσον αφορά δε στον τομέα των μεταρρυθμίσεων και του εκσυγχρονισμού του Δημόσιου Τομέα, η κυβέρνηση απέδειξε δια του Υπουργείου Ψηφιακής Μεταρρύθμισης ότι αποτελεί πρώτιστο στόχο, ενώ οι απαραίτητες μεταρρυθμίσεις στην Εκπαίδευση (ή μάλλον η επαναφορά βελτιωμένων των μεταρρυθμιστικών νόμων της περιόδου 2009-2012) αποτελούν μεν στόχο της κυβέρνησης, αλλά η τελευταία πορεύεται με διστακτικά βήματα, στο πεδίο της σύγκρουσης με τα οργανωμένα συνδικαλιστικά συμφέροντα.
Ο ΣΥΡΙΖΑ, μετά την επί 4,5 χρόνια διακυβέρνηση της χώρας, κατέληξε να είναι ένα φιλοευρωπαϊκό κόμμα, όμως σε μία Ευρωπαϊκή Ένωση με άλλα χαρακτηριστικά και άλλους στόχους. Η θητεία του, όμως, τόσο στη διακυβέρνηση της χώρας όσο και στην αξιωματική αντιπολίτευση, απέδειξε ότι δεν αρκείται στον έλεγχο της κυβέρνησης και της Βουλής. Προσπάθησε να ελέγξει με κάθε τρόπο τη Δικαιοσύνη και τα Μέσα Μαζικής Ενημέρωσης με τις γνωστές και αποδεδειγμένες πλέον παρεμβάσεις του και στους δύο αυτούς πυλώνες της φιλελεύθερης κοινοβουλευτικής δημοκρατίας. Απέδειξε, επίσης, ότι χρησιμοποιεί τη δημαγωγία ως όπλο προσέγγισης των πολιτών, ενώ πιστεύει στην ισοπεδωτική πολιτική. Βάλλει κατά της αξιολόγησης και της αριστείας, διαχωρίζει την κοινωνία σε Λαό και Ελίτ και τάσσεται κατά της Ελίτ – εχθρού του Λαού. Προσβλέπει σε ένα Κράτος, που μοιράζει επιδόματα, χωρίς να διασφαλίζει την αξιοπρέπεια των πολιτών. Έχει ταχθεί κατά των μεταρρυθμίσεων και φυσικά κατά των παραγωγικών ιδιωτικών επενδύσεων. Άξια αναφοράς είναι και η καθημερινή χρήση αναληθών κατηγοριών εκ μέρους του Α. Τσίπρα εναντίον του ίδιου του πρωθυπουργού, όπως η δήθεν αγορά από την Siemens των τεστ αυτοδιάγνωσης (self tests), η πρόσφατη δήλωση ότι «έχει αφήσει τη χώρα να μετατραπεί σε αποικία οργανωμένου εγκλήματος και ανεξέλεγκτης δράσης μαφιόζικων συμμοριών», κ.α., αποδεικνύοντας ότι είναι ένα εντελώς αναξιόπιστο κόμμα.
Όταν, επομένως, στελέχη ενός κόμματος εν προκειμένω του ΚΙΝΑΛ, διακηρύσσουν ότι η ΝΔ είναι ιδεολογικός αντίπαλος, ενώ ο ΣΥΡΙΖΑ υπαρξιακός, αυτό συνεπάγεται ότι ιδεολογικά βρίσκονται απέναντι σε όλα ή στην πλειονότητα εκείνων, που χαρακτηρίζουν το ιδεολογικό οπλοστάσιο της ΝΔ, αλλά εγγύτερα σε εκείνο του ΣΥΡΙΖΑ. Και μάλιστα, ως υπαρξιακοί αντίπαλοι, διεκδικούν τον ίδιο χώρο και το ίδιο ακροατήριο. Και επειδή σε μία μάχη για την κατάληψη του ίδιου ζωτικού χώρου νικά κατά κανόνα ο ισχυρότερος, η μάχη είναι ήδη χαμένη για το ΚΙΝΑΛ, εφ? όσον συνεχίσει να πιστεύει ότι ο ΣΥΡΙΖΑ δεν είναι ιδεολογικός αντίπαλος, αλλά απλά και μόνον υπαρξιακός. Σημειωτέον, ότι οι θέσεις του ΣΥΡΙΖΑ και η εφαρμοσμένη πολιτική του (2015-1019) στα θέματα παιδείας, ασφαλιστικού, δημόσιας τάξης, στον πόλεμο κατά της τρομοκρατίας, στις ιδιωτικές παραγωγικές επενδύσεις και στη σύνδεση των πανεπιστημίων με την επιχειρηματικότητα με εκείνες του ΚΙΝΑΛ – ΠΑΣΟΚ (από το 2010 έως σήμερα) είναι διαμετρικά αντίθετες.
Θεωρώ όμως πολύ σωστή την τοποθέτηση του Ανδρέα Λοβέρδου σε πρόσφατη συνέντευξη, ότι « . . . ο ΣΥΡΙΖΑ μόνο τον προοδευτικό χώρο δεν μπορεί να εκφράσει. Και αυτό γιατί απέδειξε κατά τη διακυβέρνηση της χώρας 2015-2019 ότι είναι ένα κόμμα βαθιά αντιθεσμικό και αντιδημοκρατικό. Επί των ημερών του καταλύθηκαν όλες οι έννοιες του Κράτους Δικαίου». Αυτό, όμως, συνεπάγεται ότι ιδεολογικός αντίπαλος του ΚΙΝΑΛ είναι ο ΣΥΡΙΖΑ και όχι η ΝΔ. Γι? αυτό και η προσπάθεια του Αλέξη Τσίπρα να προσεγγίσει το Κέντρο είναι μόνον για ψηφοθηρικούς λόγους. Το Κέντρο δεν ανήκει σε κάποιο συγκεκριμένο κόμμα. Το Κέντρο, όπως αποκαλούμε την μεσαία τάξη, τους επιστήμονες, τους επαγγελματίες, τους διανοούμενους, επιθυμεί διαχρονικά ένα μεταρρυθμιστικό πρόγραμμα, σεβασμό στους θεσμούς και στη διάκριση των εξουσιών και προσήλωση στην ευρωπαϊκή θέση της χώρας. Επιθυμεί, επίσης, να μείνει μακριά από εθνικιστικές φωνές. Το Κέντρο παθαίνει αλλεργία όταν ακούει φωνές όπως «Εμείς ή Αυτοί», «Τους τελειώνουμε ή μας τελειώνουν» και «Η κοινωνία χωρίζεται σε Λαό και Ελίτ και εμείς είμαστε με τον Λαό ενάντια στις Ελίτ». Οι ανωτέρω εκφράσεις υποδηλώνουν τάση προς τον Ολοκληρωτισμό εναντίον της Κοινοβουλευτικής Δημοκρατίας. Αυτά πρεσβεύει ο ΣΥΡΙΖΑ, για? αυτό τον θεωρούμε αντιδημοκρατικό κόμμα.
Ολοκληρώνω, επαναλαμβάνοντας ότι η χώρα χρειάζεται άμεσα μία αντιπολίτευση παραγωγική, ουσιαστική και εποικοδομητική. Η αντιπολίτευση, την οποία ασκεί ο ΣΥΡΙΖΑ θεωρείται ως καταστροφική, ισοπεδωτική και αντιπαραγωγική, αφού στερείται ουσιαστικών και ολοκληρωμένων αντιπροτάσεων, ενώ – όπως απέδειξε με την πανδημία – δεν διστάζει να χρησιμοποιήσει κάθε μέσον, προκειμένου να αναστείλει κάθε θετική πρωτοβουλία της κυβέρνησης, ακόμη και αν αυτό βάλει κατά της κοινωνίας στο σύνολό της (δες τις 161 συγκεντρώσεις, τις οποίες οργάνωσε ή συμμετείχε εν καιρώ πανδημίας). Εάν το ΚΙΝΑΛ συνεχίσει να πορεύεται με συνθήματα, όπως «Εταιρεία Μαξίμου Α.Ε. που διακινεί χρήμα» ή «η κυβέρνηση χρησιμοποιεί την πανδημία για να καταστρέψει τις μικρομεσαίες επιχειρήσεις» και «ιδεολογικός μας αντίπαλος είναι η ΝΔ», τότε θα πρέπει να αιτιολογήσει τις θέσεις αυτές στο 73% των ψηφοφόρων του, οι οποίοι προτιμούν τον Κυριάκο Μητσοτάκη έναντι του Αλέξη Τσίπρα και συμφωνούν με την πολιτική της κυβέρνησης.