Μια από τις αιτίες που ηττήθηκε ο ΣΥΡΙΖΑ το 2019 ήταν η «υγειονομική περίμετρος» που είχε δημιουργηθεί γύρω του. Το πρόβλημα το είχε εντοπίσει πρώτος ο Ηλίας Νικολακόπουλος: ο ΣΥΡΙΖΑ δεν μπορούσε να επικοινωνήσει με τους γειτονικούς του χώρους, τόσο προς τα αριστερά όσο και προς τα δεξιά. Σχηματίστηκε αυτό που ονομάστηκε «αντισύριζα μέτωπο» το οποίο συνέβαλε στην εκλογική του ήττα. Βοήθησε ταυτόχρονα τον Μητσοτάκη να προσελκύσει ψηφοφόρους του μεσαίου χώρου. Το πρόβλημα ακολούθησε τον ΣΥΡΙΖΑ και στην αντιπολίτευση καθώς αναζητεί, ακόμα χωρίς επιτυχία, συμμάχους για την πρωταρχική του επιδίωξη, τον σχηματισμό «προοδευτικής» κυβέρνησης.
Όλα φυσικά θα εξαρτηθούν από το εκλογικό αποτέλεσμα. Για τα στελέχη του ΣΥΡΙΖΑ ωστόσο η υπόθεση των παρακολουθήσεων αντιμετωπίστηκε ως μια χρυσή ευκαιρία. Μπορεί να τους βοηθήσει να πετύχουν έναν διπλό στόχο. Καταρχάς να σπάσουν το αντισύριζα μέτωπο, να βγουν από την απομόνωση και να δημιουργήσουν γέφυρες με την κεντροαριστερά. Ταυτόχρονα όμως να επιδιώξουν με τη σειρά τους την απομόνωση της Νέας Δημοκρατίας προκαλώντας ρήγμα στις σχέσεις της με κεντρώους ψηφοφόρους. Ιδίως αυτούς που είχαν πιστέψει στις προθέσεις του Μητσοτάκη να κινηθεί στον φιλελεύθερο μεταρρυθμιστικό χώρο.
Η πραγματοποίηση της εκδήλωσης «Μένουμε Ευρώπη;», με τη συμμετοχή πανεπιστημιακών προσκείμενων στον ΣΥΡΙΖΑ και συνταγματολόγων που είχαν ή έχουν στενές σχέσεις με το ΠΑΣΟΚ, αντιμετωπίστηκε από στελέχη του ως απόδειξη ότι ο πρώτος στόχος είναι εφικτός. Κάποιοι έφτασαν να υποστηρίζουν ότι το αντισύριζα μέτωπο διαλύθηκε. «Φυλλοροεί το αντισύριζα μέτωπο» ήταν ο χαρακτηριστικός τίτλος του Documento. Για «σοβαρές ρωγμές» στο μέτωπο μίλησε και ο εκ των διοργανωτών καθηγητής Δημήτρης Χριστόπουλος, ο οποίος ήταν υποψήφιος ευρωβουλευτής του κόμματος. Είναι προφανές ότι αυτός ήταν και ένας από τους βασικούς στόχους της εκδήλωσης. Η επιλογή του τίτλου ήταν το κερασάκι, μια κίνηση επιπέδου φοιτητικού συνδικαλισμού, η οποία αποδείχθηκε ωστόσο επιτυχημένη. Τουλάχιστον αν κρίνουμε από τον θόρυβο που προκάλεσε. Φυσικά υπάρχει και η αντίθετη ανάγνωση. Οι αντιδράσεις, ιδίως για τη συμμετοχή του Βαγγέλη Βενιζέλου, ήταν τόσο έντονες που για ορισμένους έδειξαν ότι το αντισύριζα μέτωπο παραμένει «ενωμένο δυνατό».
Ο δεύτερος στόχος, η απομόνωση της Νέας Δημοκρατίας και η έναρξη ενός «μονομέτωπου αγώνα για την υπεράσπιση της Δημοκρατίας», όπως ζητά ο Νίκος Μπίστης, μπορεί να αποδειχθεί ακόμα πιο δύσκολος. Κι αυτό όχι μόνο επειδή για την πλειοψηφία των πολιτών η ακρίβεια, όχι οι παρακολουθήσεις, μονοπωλούν σχεδόν το ενδιαφέρον τους. Αλλά κυρίως επειδή άλλοι είναι οι μεγαλύτεροι κίνδυνοι για τη Δημοκρατία ή τουλάχιστον αυτό πιστεύουν πολλοί από αυτούς που ο ΣΥΡΙΖΑ θα χαρακτήριζε «ακροκεντρώους».
Πριν από λίγες ημέρες, δύο άρθρα στην Καθημερινή της Κυριακής, του Πάσχου Μανδραβέλη και του Νίκου Μαραντζίδη, επισήμαναν τον κίνδυνο που συνιστά για τη Δημοκρατία η έκπτωση των θεσμών. «Μια απόφαση εδώ, μια έκπτωση δικαιωμάτων παραπέρα, λίγο εθελοτυφλία, στο τέλος αφαιρούνται τα προστατευτικά κιγκλιδώματα της Δημοκρατίας» γράφει χαρακτηριστικά ο Μανδραβέλης. Συμπτωματικά και τα δύο άρθρα επικαλούνται το βιβλίο «Πώς πεθαίνουν οι Δημοκρατίες» των Steven Levitsky και Daniel Ziblatt για να υποστηρίξουν ότι η απειλή δεν προέρχεται πια από τα τανκς αλλά από τη διολίσθηση σε αντιδημοκρατικές πρακτικές. Ο Μαραντζίδης μάλιστα, αναφερόμενος στο «σκάνδαλο των υποκλοπών», θα υποστηρίξει ότι ήδη «βρισκόμαστε σε μια προχωρημένη πορεία προς το αυταρχικό κράτος».
Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι παρά την υπερβολή, την κριτική αυτή την προκάλεσε η ίδια η κυβέρνηση με τους χειρισμούς της. Η εξεταστική στη Βουλή ήταν μια παρωδία ενώ η έρευνα της Δικαιοσύνης μαθαίνουμε ότι προχωρά, ακόμα όμως δεν έχει καταλήξει. Έτσι τα ερωτήματα παραμένουν. Μαζί παραμένει και η αίσθηση ότι η κυβέρνηση προσπαθεί να αποφύγει την πλήρη διαλεύκανση της υπόθεσης τουλάχιστον ως τις εκλογές. Μπορεί όμως αυτό να είναι και το βασικό διακύβευμα της εκλογικής αναμέτρησης;
Οι ενστάσεις είναι πολλές. Η πρώτη αφορά την ίδια την υπόθεση των παρακολουθήσεων. Από όσα έχουν προκύψει μέχρι στιγμής, αυτά που γνωρίζουμε δεν προσφέρονται για εύκολα συμπεράσματα. Η κινητοποίηση των συνταγματολόγων για παράδειγμα προέκυψε από μια γνωμάτευση του εισαγγελέα του Άρειου Πάγου για τις αρμοδιότητες της ΑΔΑΕ η οποία θεώρησαν ότι αντιβαίνει το Σύνταγμα. Όσο όμως είναι λάθος να αποδίδονται πολιτικά κίνητρα στον κ. Ράμμο, άλλο τόσο είναι λάθος να χρεώνονται οι απόψεις του κ. Ντογιάκου στην κυβέρνηση. Κι αυτό παρά το ότι ο πρόεδρος της ΑΔΑΕ έκρινε σκόπιμο να παρέμβει σε μια καθαρά πολιτική αντιδικία για τον τίτλο της εκδήλωσης «Μένουμε Ευρώπη;», τασσόμενος υπέρ των διοργανωτών. Μπήκε μόνος του στα χωράφια της πολιτικής χωρίς κανένα λόγο.
Αλλά και οι ίδιες οι παρακολουθήσεις, όπως και οι διαρροές τους, προκαλούν ερωτήματα. Ποιοι ή για λογαριασμό ποιων έγιναν; Μπορεί να φανταστεί κανείς πολλές και διαφορετικές εκδοχές. Είναι άλλο πράγμα, για παράδειγμα, να προσπαθείς να διασφαλίσεις ότι δεν θα γίνουν συναλλαγές κάτω από το τραπέζι στις προμήθειες όπλων και τελείως διαφορετικό να προσπαθείς να εξυπηρετήσεις συμφέροντα ανταγωνιστών. Και βέβαια είναι ξεχωριστό και πολύ σοβαρό ζήτημα η καταστρατήγηση του απορρήτου σε θέμα που άπτεται ευθέως της εθνικής ασφάλειας. Το τελευταίο που χρειαζόμασταν αυτό τον καιρό ήταν να κάνουμε μόνοι μας παντιέρα την παρακολούθηση του αρχηγού ΓΕΕΘΑ.
Προφανώς, ό,τι και αν έχει συμβεί, η πολιτική ευθύνη είναι της κυβέρνησης. Από το σημείο αυτό όμως ως το να μιλάς για δημοκρατική εκτροπή, υπάρχει απόσταση. Έτσι κι αλλιώς, όποιος και αν εκλεγεί, το μόνο ουσιαστικά που μπορεί να αλλάξει είναι η πρόβλεψη στον νόμο που αφορά την ΕΥΠ για την τριετία και τις διαδικασίες ενημέρωσης όσων τίθενται υπό παρακολούθηση. Για τις υπόλοιπες προβλέψεις του νόμου υπήρχε λίγο πολύ συμφωνία όλων των κομμάτων. Μπορεί όμως να ισχυριστεί κανείς ότι αυτό είναι το κύριο πρόβλημα της χώρας; Το θέμα που θα (πρέπει να) κρίνει τις εκλογές;
Αντιθέτως πολύ σοβαρό πρόβλημα, σχεδόν υπαρξιακό, είναι η πορεία της οικονομίας. Στη διετία της πανδημίας, παρά τις προφανείς αντιξοότητες, υπήρξαμε τυχεροί. Πρώτα επειδή άλλαξε το κλίμα στην Ευρωζώνη, έσπασαν οι δογματισμοί της λιτότητας και μπήκε σε εφαρμογή ένα πρόγραμμα χρηματοδοτήσεων για επενδύσεις που δυνητικά μπορούν να αλλάξουν τις προοπτικές της οικονομίας. Ύστερα, χάρη στον πληθωρισμό, το εξωτερικό χρέος σαν ποσοστό του ΑΕΠ μειώθηκε, χαλαρώνοντας για την ώρα και τις πιέσεις προς την Ελλάδα. Το μέλλον ωστόσο παραμένει εξαιρετικά δύσκολο. Οι μεσοπρόθεσμες προβλέψεις για την ανάπτυξη παραμένουν κοντά στο 1%. Κάτι που συνεπάγεται συνεχόμενη πολυετή λιτότητα με πρωτογενή πλεονάσματα για την εξυπηρέτηση του χρέους. Θα χρειαστεί μεγάλη προσπάθεια για να μπορέσουμε να αυξήσουμε τους ρυθμούς ανάπτυξης και να ξεφύγουμε από αυτή την παγίδα. Σε αυτή την πρόκληση θα πρέπει να ανταποκριθούν οι επόμενες κυβερνήσεις και μάλιστα στο δυσμενές πλαίσιο που δημιουργεί η δημογραφική κατάρρευση. Δυστυχώς από την πλευρά της αριστεράς δεν υπάρχει ούτε καν ο προβληματισμός για το πώς μπορεί αυτό να επιτευχθεί. Μηδέν προτάσεις πέρα από τα γνωστά ξεπερασμένα ιδεολογικά σχήματα. Και βέβαια υποσχέσεις για ακόμα μεγαλύτερες παροχές. Είναι το μόνον που γνωρίζουν. Θέλει να το ρισκάρει κανείς;
Εξίσου σημαντικό πρόβλημα με την οικονομία είναι η αντιμετώπιση των γεωπολιτικών προκλήσεων. Όχι μόνο οι σχέσεις με την Τουρκία αλλά και ευρύτερα η τοποθέτηση της Ελλάδας στην Ανατολική Μεσόγειο και οι σχέσεις με την Ευρώπη, το ΝΑΤΟ και τις ΗΠΑ. Εδώ η αριστερά, έχοντας την παρακαταθήκη της συμφωνίας των Πρεσπών, θα μπορούσε να χτίσει επάνω της, να επεξεργαστεί μια πολιτική σοβαρότητας και μετριοπάθειας και να λειτουργήσει ως αντίβαρο σε μια σειρά από κυβερνητικές αστοχίες. Αντί αυτών επέλεξε για μια ακόμα φορά το λαϊκισμό. Έπαιξε με τα πιο συντηρητικά φιλορωσικά ανακλαστικά, διαφώνησε με αυτονόητες κυβερνητικές επιλογές είτε για τους εξοπλισμούς είτε για τις αμυντικές συνεργασίες και βέβαια έφτασε να κατηγορεί για ενδοτισμό την κυβέρνηση, υιοθετώντας μια στρεβλή εθνικιστική ρητορική. Μπορεί να την πάρει κανείς στα σοβαρά;
Είναι αλήθεια ότι ορισμένες φορές οι Δημοκρατίες κινδυνεύουν να πεθάνουν διά της διολίσθησης. Οι πολίτες πρέπει πάντα να βρίσκονται σε επαγρύπνηση. Πολύ σοβαρότερος ωστόσο είναι ο κίνδυνος των λανθασμένων στρατηγικών επιλογών που τις οδηγούν σε αδιέξοδα. Ιδιαίτερα όταν το μικρό τους μέγεθος και η γεωπολιτική τους θέση τις καθιστούν ευάλωτες στα παλιρροϊκά κύματα της συγκυρίας. Τότε κινδυνεύουν να σκάσουν απότομα και με κρότο. Το αποφύγαμε στο παρά πέντε το 2015. Είστε να το ρισκάρουμε ξανά;
Πηγή: www.athensvoice.gr