Η δημοσκόπηση της Κάπα Research που δημοσιεύτηκε στο «Βήμα» της προηγούμενης Κυριακής δείχνει ότι αργά και βασανιστικά διαμορφώνεται στην ελληνική κοινωνία μια διάθεση αυτού που θα το ονόμαζα «ρεαλιστικό μείγμα αισιοδοξίας και απαισιοδοξίας», αλλά παγιώνεται και ένα ρεύμα ισχυρών διαθέσεων επιστροφής στο 2009.
Σχεδόν μοιρασμένοι είναι οι αισιόδοξοι με τους απαισιόδοξους σχετικά με το κατά πόσο «μετά την ολοκλήρωση της αξιολόγησης κλείνει η συζήτηση για την παραμονή της χώρας στο ευρώ». Το 45,5% διαφωνεί με αυτή την άποψη, ενώ συμφωνεί το 47%. Αυτές τις απαντήσεις πρέπει να τις δούμε σε σύγκριση με τις απαντήσεις στο ερώτημα για το «ποιο είναι το κεντρικό θέμα που απασχολεί τη χώρα σήμερα». Η κατάργηση του Μνημονίου (19,5%) και η έξοδος της χώρας από την ευρωζώνη (22,5%) συγκινούν συνολικά το 42% των πολιτών, έναντι 49,5% προηγούμενης δημοσκόπηση της ίδιας εταιρείας που δημοσιεύτηκε πάλι στο «Βήμα» τον περασμένο Απρίλιο. 7,5% λιγότεροι δεν το λες λίγο, αλλά το λες όμως και παγίωση ενός αντιευρωπαϊκού ρεύματος.
Πέρυσι το 44,5% ζητούσε να εξεταστεί σοβαρά το ενδεχόμενο αποχώρησης από το ευρώ την επόμενη πενταετία, ενώ το 54,8% δήλωνε πως σε περίπτωση νέου δημοψηφίσματος δεν θα ενέκρινε τα μέτρα των δανειστών. Σήμερα το 58,5% απορρίπτει τη συμφωνία, αλλά ένα 52,5% επιθυμεί καθαρά πλέον την παραμονή μας στην ευρωζώνη και με τήρηση των συμφωνιών. Εδώ είναι που λένε και η πίτα ολόκληρη και ο σκύλος χορτάτος. Μια ερώτηση του τύπου ναι στη συμφωνία όσο κακή και να ήταν ή καμία συμφωνία, με το συνεπαγόμενο κόστος αποχώρησης από το ευρώ, θα διευκρίνιζε λίγο τα πράγματα και θα διευκόλυνε και την αντιπολίτευση να ασκήσει πιο δημιουργική αντιπαράθεση. Οχι του τύπου, όχι σε όλα «όπως τα κάνατε».
Θετικό είναι ότι όσον αφορά τα άμεσα προβλήματά τους οι Ελληνες στρέφονται στον ρεαλισμό. Θετική είναι η εμπιστοσύνη προς την επιχειρηματικότητα (78%) και στους νέους έλληνες επιχειρηματίες (58,5%), αλλά δυστυχώς δεν υπάρχουν ερωτήσεις για την εμπιστοσύνη προς την εργασία, τη διανόηση, για τη στάση έναντι των φτωχών στρωμάτων, έναντι των δημοσίων υπαλλήλων, έναντι όλων όσοι δεν παρακολουθούν τους ρυθμούς της αγοράς. Πολύ φοβάμαι ότι εδώ θα διαπιστώναμε έναν νέο διχασμό, μεταξύ όλων όσοι θεωρούν ότι παρακολουθούν τις ανάγκες της αγοράς και των «χαραμοφάηδων» που «τρώνε τους φόρους μας». Μια κοινωνία λαϊκισμού από τη μία και κοινωνικού αυτοματισμού από την άλλη είναι έτοιμες για νέες πολιτικές περιπέτειες.
Δεν είναι τυχαίο που οι υπηρεσίες Υγείας και Παιδείας θεωρούνται μόνο από ένα 5% ότι μπορούν να συνεισφέρουν στην οικονομική ανάπτυξη της χώρας. Στην Ελλάδα ποτέ δεν κυριάρχησε αυτή η αντίληψη, όπως στη Μεγάλη Βρετανία, τη Σκανδιναβία και την τότε Δυτική Γερμανία που έβλεπε τις υπηρεσίες Υγείας, Παιδείας και την έρευνα ως βασικά προαπαιτούμενα κάθε σοβαρής παραγωγικής ανάπτυξης. Βεβαίως για να παρηγορούμαστε, σήμερα και στη Βρετανία οι πολίτες ζητούν εθνικοποιήσεις και όχι υπηρεσίες Υγείας και Παιδείας, όπως στα χρόνια του «επάρατου» Τρίτου Δρόμου. Αυτό κάποιοι εδώ το ονομάζουν επιστροφή της Σοσιαλδημοκρατίας. Δυστυχώς όταν εμείς αποφασίσαμε, πολύ αργά, να πάμε προς την ευρωπαϊκή Σοσιαλδημοκρατία, αυτή αποφάσισε, με γοργό τρόπο, να έρθει προς εμάς. Συνάντηση όμως με τη σοβαρή Σοσιαλδημοκρατία δεν το λες.
Από την άλλη όμως, και η βιομηχανική παραγωγή – αυτή που έκανε την Ευρώπη μεγάλη δύναμη – αξιολογείται ως σημαντικός κλάδος για την οικονομική ανάπτυξη μόνο από το 12%. Αντιθέτως ο τουρισμός μιας χώρας που μέχρι πρότινος αρνούταν να «γίνει γκαρσόνι» των Ευρωπαίων, αξιολογείται θετικά από το 81%. Οπως όμως έδειξε με στοιχεία ο Αντώνης Καρακούσης («Το Βήμα», 25-06-2017) «η εξέγερση των βιομηχάνων» είναι σήμερα απαραίτητη προϋπόθεση για να μη συνεχίσουν τρεις στους τέσσερις πολίτες (76%) να πιστεύουν ότι δεν υπάρχουν δυνατότητες ανάπτυξης και εξόδου από την κρίση.
Δεν θέλω να κουράζω με πολλά νούμερα, άλλωστε η Δήμητρα Κρουστάλλη τα απεικόνισε ήδη με εξαιρετικά επαγγελματικό τρόπο την προηγούμενη Κυριακή. Θέλω όμως να καταδείξω πως στην ελληνική κοινωνία έχουν διαμορφωθεί ιδεολογικές συντεταγμένες και ορίζουσες που διατηρούν στην κοινωνία τις αυταπάτες που «είχε» ο πρωθυπουργός της. Σύνθημα αυτού του ρεύματος εξακολουθεί να είναι το «την κρίση να πληρώσει η ολιγαρχία».
Δεν πρέπει οι δυνάμεις του όποιου ελληνικού σοσιαλδημοκρατικού χώρου να υποτιμήσουν αυτό το ρεύμα. Να κάνουν το ίδιο λάθος που έκαναν οι δυνάμεις της Ανανεωτικής Αριστεράς το 1989. Αυτές πίστεψαν ότι παραπέμποντας τον Ανδρέα Παπανδρέου ο δρόμος προς την εξαφάνιση του ΠαΣοΚ θα ήταν ανοικτός. Διαψεύστηκαν. Γιατί παραγνώρισαν πως το ΠαΣοΚ εξέφραζε – έστω και με λανθάνοντα πολλές φορές τρόπο – κοινωνικές αναφορές. Σήμερα ο ΣΥΡΙΖΑ βρίσκεται στο 16%, αλλά για να ηττηθεί δεν φτάνει μια εκλογική του ήττα. Ο ΣΥΡΙΖΑ του κ. Τσίπρα δεν θα εξαφανιστεί εύκολα γιατί και αυτός, έστω και σε πολύ μικρότερο βαθμό ποσοτικά και κυρίως σε επίπεδο ηγετικών ικανοτήτων και πνευματικής πληρότητας που εκπροσωπούσε ο Ανδρέας Παπανδρέου, μπορεί να στηριχθεί ακόμη σε αυτόν τον ανθεκτικό αντιμνημονιακό συνασπισμό του 40%. Αντί να μετατραπεί σε σοσιαλδημοκρατικό κόμμα, όπως φοβούνται ή εύχονται πολλοί, είναι πολύ πιθανόν «να παίξει» με αυτές τις διαθέσεις. Και να αντέξει. Θετικό πάντως είναι τώρα το γεγονός πώς μόνο περιθωριακές φωνές στον χώρο της Κεντροαριστεράς κατατάσσουν όλους όσοι υποστηρίζουν την ανάγκη εκλογικής, ιδεολογικής και προγραμματικής ήττας του ΣΥΡΙΖΑ σε υποστηρικτές του Μητσοτάκη.
Περιγράφοντας την περυσινή δημοσκόπηση της Κάπα Research (24-04-2016) κατέληγα πως ή ελληνική κοινωνία με τις απαντήσεις της είχε ξεγυμνωθεί δημοσίως. Τώρα φαίνεται να έχει ντυθεί, αλλά όχι ευπρεπώς. Και όταν λέω ευπρεπώς, δεν εννοώ να βάλει γραβάτα πάνω στη στολή παραλλαγής του υπουργού Αμυνας ή του Μαδούρο.