Το πως μπορεί να ηττηθεί ο λαϊκισμός στις μέρες μας αναλύει ο Φίλιπ Στέφενς στους Φαϊνάνσιαλ Τάιμς και εξηγεί πως όταν οι παλαιότερες γενιές υποφέρουν και συγχρόνως νιώθουν ότι τα παιδιά τους θα ζήσουν χειρότερα από τους ίδιους αυτό τους οδηγεί με μαθηματική ακρίβεια στην αγκαλιά των λαϊκιστών.
Μεγαλώσαμε σε μία Ευρώπη των βεβαιοτήτων και μία από τις βεβαιότητες μας ήταν ότι η δημοκρατία και οι ελεύθερες αγορές
θα μας διασφάλιζαν πάντα ευημερία.
Όπως αποδείχτηκε όμως δεν έπρεπε να έχουμε καμία βεβαιότητα .
Σήμερα η υπόσχεση της αδιάκοπης προόδου φαντάζει πολύ μακρινή αν και έχουν περάσει μόλις 25 χρόνια από την εποχή των απόλυτων βεβαιοτήτων.
H αναδιάταξη των σχέσεων ανατολής – δύσης , βορά – νότου και η εμφάνιση νέων δυνατών παικτών σε μία παγκοσμιοποιημένη οικονομία θέτουν τους νέους όρους του παιχνιδιού .
Και όπως συνέβη και με τον σοβιετικό κομουνισμό ο κίνδυνος ελλοχεύει από μέσα. Δεν θα είναι η Κίνα που θα ανατρέψει τη δημοκρατία στην Ευρώπη αλλά η ίδια η Ευρώπη.
Δημοσκοπήσεις δείχνουν ότι η πλειοψηφία των Ευρωπαίων πιστεύει ότι οι νέες γενιές θα ζήσουν χειρότερα από τους γονείς τους. Και υποθέτουν πως η πορεία προς την πρόοδο έχει φτάσει στο τέλος της .
Όταν καταλήξει κανείς σε αυτό το συμπέρασμα το παρόν γίνεται ένα πολύ πιο σκοτεινό μέρος για να ζει . Και δεν μπορεί παρά να αρχίσει να αναρωτιέται για ποιο λόγο να υπομείνει τις δυσκολίες και τις αδικίες αν το μέλλον το δικό του και των παιδιών του θα είναι ακόμα πιο θλιβερό.
Και αυτός ο πόνος γίνεται ακόμα πιο δυνατός όταν η πλειοψηφία βλέπει μία πολύ μικρή μειοψηφία να κληρονομεί ολοένα και περισσότερη εξουσία και χρήμα στα δικά της παιδιά.
Εδώ και περίπου μία δεκαετία , μετά την κατάρρευση της Lehman Brothers και την απαρχή της μεγάλης οικονομικής κρίσης , η συντριπτική πλειοψηφία των ανθρώπων νιώθει μεγάλη απαισιοδοξία.
Πολλοί υποστηρίζουν ότι είμαστε αντιμέτωποι με μία υπαρξιακή κρίση που θα έχει ως συνέπεια την κατάλυση της δημοκρατίας από ένα νέο είδος κρατικού καπιταλισμού των αυταρχικών , εθνικιστικών λαϊκιστικών κομμάτων.
Τη δεκαετία του 1930 έγινε φανερό πως οι πολίτες δεν θα δεχτούν ένα μοντέλο οικονομίας που δίνει όλα τα προνόμια στις ελίτ και ρίχνει όλα τα βάρη στους φτωχούς.
Στις ΗΠΑ τότε ο Φραγκλίνος Ρούσβλετ απάντησε με τη “νέα συμφωνία” που άλλαξε τον κόσμο.
Οικονομική ευμάρεια και πολιτική σταθερότητα ήταν η ανταμοιβή του New Deal.
Σήμερα είναι σαφές ότι η κατανομή του πλούτου είναι απολύτως άδικη και οι ίσες ευκαιρίες έχουν χαθεί εδώ και χρόνια.
Αυτά είναι τα μεγαλύτερα όπλα στα χέρια των λαϊκιστών πολιτικών.
Αν θέλουν λοιπόν οι σοβαροί πολιτικοί να κερδίσουν ξανά την εμπιστοσύνη του κόσμου θα πρέπει να επανεφεύρουν τη σχέση της δημοκρατίας με τον καπιταλισμό.
Οι αριστεροί σοσιαλιστές όπως είναι ο ηγέτης των Εργατικών Τζέρεμι Κόρμπιν δεν έχουν απαντήσεις όπως δεν έχουν και οι ακροδεξιοί ηγέτες όπως η Μαρίν Λεπέν.
Η ανάκτηση της εμπιστοσύνης είναι άμεσα συνδεδεμένη με τη συμπεριφορά . Και οι σημερινές ελίτ πρέπει να αναρωτηθούν πότε έγινε αποδεκτό οι πολιτικοί να περνούν από τα δημόσια αξιώματα απευθείας στα διοικητικά συμβούλια των πολυεθνικών, οι κεντρικοί τραπεζίτες να μεταπηδούν στις αμερικανικές επενδυτικές τράπεζες και οι διευθύνοντες σύμβουλοι να δίνουν υπέρογκες αμοιβές στους εαυτούς τους .
Μία αρχή μπορεί να γίνει αν θέσουμε ξανά τα όρια ανάμεσα στο επιχειρηματικό κέρδος των μονοπωλίων και τον απίστευτο πλούτο που συγκεντρώνουν μέσα από καθαρά κερδοσκοπικές τακτικές. Αν επιβάλουμε στη Google και στην Apple να πληρώνουν φόρους όπως όλοι οι απλοί πολίτες και αν διασφαλίσουμε ότι η μετανάστευση δεν θα οδηγεί σε μείωση των μισθών και χαλάρωση των εργασιακών συνθηκών.
Πολλοί Ευρωπαίοι είναι εξοργισμένοι , άλλοι φοβούνται .
Δεν θέλουν όμως να γίνει μία νέα επανάσταση . Αυτό που επιθυμούν είναι να υπάρξει μία νέα δικαιότερη συμφωνία που θα τους δείξει πως οι παραδοσιακοί πολιτικοί βρίσκονται τουλάχιστον στο πλευρό τους.
Θα έλεγε κανείς πως αυτό που έχουμε ανάγκη είναι μία “κοινωνική οικονομία της ελεύθερης αγοράς.