Πώς μετρά κανείς την ευαισθησία των ανθρώπων απέναντι στην ανθρώπινη ύπαρξη; Απέναντι στην ελευθερία έκφρασής της; Για να μπορεί να βγάλει το αίσθημα που την κατακλύζει, το συναίσθημα της ασφυξίας ή της απογείωσης, τη σκέψη, αυτό το βαθύτερο υπόστρωμα της επίγνωσης της ύπαρξης; Σήμερα ζούμε στην εποχή που καταγγέλλεται ίσως περισσότερο από οποιαδήποτε άλλη στιγμή η σεξουαλική βία. Σήμερα ανεβαίνει η ένταση για την αντιμετώπιση της βίας μέσα στα πανεπιστήμια. Σήμερα ζούμε –λόγω της επιδημίας- περισσότερο από κάθε άλλη φορά μετά τον πόλεμο την πίεση της αυτοσυγκράτησης και αυτοπειθαρχίας των επιθυμιών και συνηθειών μας για χάρη της ζωής που απειλείται. Να τρία ταυτόχρονα παραδείγματα μιας εποχής που θα μας σημαδέψει.
Σε όλα αυτά βλέπει κανείς πώς εκδηλώνεται η ευαισθησία των ανθρώπων.
Το να καταγγέλλεις τη σεξουαλική βία απέναντι σε συγκεκριμένα πρόσωπα που την έχουν υποστεί αλλά και γενικά, είναι σωστό αλλά και εύκολο. Είσαι πάνω στο κύμα. Είναι δημοφιλές. Είναι ανέξοδο.
Το να υπερασπίζεσαι τη συλλογική προστασία της υγείας και την ατομική συμμετοχή του καθενός σ? αυτό, είναι κι αυτό σχετικά εύκολο. Είσαι πάνω στο κύμα. Και μπορείς να μεταθέτεις τις (σωστές ή υπερβολικές) ενστάσεις σου στο πώς διασφαλίζεται, στο τι άλλο θα μπορούσε ή θα έπρεπε να γίνει.
Το να υπερασπίζεσαι την ελευθερία και τον σεβασμό της προσωπικότητας του οποιουδήποτε μέσα στο πανεπιστήμιο, εδώ είναι το αγκάθι. Κι εδώ κρίνεται, κατά τη γνώμη μου, το βάθος, η ειλικρίνεια και κυρίως το νόημα της ευαισθησίας απέναντι στην ανθρώπινη ύπαρξη. Όλες αυτές τις μέρες παρατηρώ τους ανθρώπους και τις αντιδράσεις τους. Φίλους, γνωστούς, απλούς «φίλους» στο fb, «φίλους» «φίλων», άρθρα στον ηλεκτρονικό τύπο, δεκάδες ερεθίσματα. Τα περισσότερα από ανθρώπους που νιώθουν ή δηλώνουν ευαίσθητοι στην ανθρώπινη ύπαρξη. Κι όμως η σαφής και καθαρή καταδίκη της βίας στα πανεπιστήμια και η απαίτηση για την καταπολέμησή της έρχεται από ελάχιστους. Ελάχιστοι μεμονωμένοι πανεπιστημιακοί, μετρημένοι στα δάκτυλα του ενός –άντε των δύο χεριών- έχουν μιλήσει καθαρά για την πλήρη αποτυχία, αν όχι την συνενοχή, της κάστας μας στην αντιμετώπιση αυτού του φαινομένου. Κάτι που θα ήταν μια ασφαλής αφετηρία για να συζητήσουμε τα παρακάτω. Ελάχιστοι ξεκινούν από το αδιαπραγμάτευτο της αξίας της ανθρώπινης ζωής και του σεβασμού της ελευθερίας της προσωπικής έκφρασης για να διακρίνουν το πραγματικό μέγεθος και την ποιότητα αυτού του φαινομένου. Η συντριπτική πλειοψηφία σιωπά και έμμεσα υποστηρίζει όσους ανοιχτά επιδιώκουν τη διαιώνισή του. Επίσης δεν βρέθηκε (σχεδόν) κανείς πανεπιστημιακός να βγει ατομικά ή συλλογικά να καταδικάσει με ευθύ λόγο και επιχειρήματα το κατάπτυστο πανό των υποστηρικτών του Κουφοντίνα στο πανεπιστήμιο του Πειραιά. Ηχηρή, εκκωφαντική σιωπή. Πού ήταν εδώ η ευαισθησία τους; Μήπως γιατί η ευαισθησία κοστίζει; Μήπως γιατί και η ατομική ευθύνη κοστίζει επίσης; Γίνεται πραγματική ειλικρινής ευαισθησία δίχως κόστος, δίχως ανοιχτά και δημόσια ανάληψη της ατομικής ευθύνης;
Την ίδια στιγμή πολλοί από αυτούς, είτε πανεπιστημιακοί είτε όχι, δείχνουν την ευαισθησία τους απέναντι στην ανθρώπινη ύπαρξη μέσα από την τέχνη, ιδίως την ποίηση και την πεζογραφία. Τα παραδείγματα που βλέπω πάμπολλα. Δύο όψεις, δύο πρόσωπα. Όταν βλέπω τέτοιες αναρτήσεις, όταν διαβάζω ποιητικά ή πεζά κείμενα δικά τους ή άλλων, που με πολύ διεισδυτικό και αισθαντικό τρόπο τέμνουν τον πόνο, τον πόθο, την απελπισία, την προσμονή της ανθρώπινης ύπαρξης, αναρωτιέμαι τι σκέφτονται άραγε και τι νιώθουν για την ανθρώπινη ύπαρξη που καταρρακώνεται δίπλα τους μέσα στο πανεπιστήμιο ή έξω από αυτό; Ή μήπως δεν τη νιώθουν δίπλα τους; Ή μήπως αυτό είναι ένα άλλο θέμα από την απόλαυση και την ανακούφιση που προσφέρει η καταφυγή στην τέχνη; Και τι είναι η τέχνη τότε;
Μια διαφυγή από την πραγματική ζωή; Και πόσο αληθινή είναι η τέχνη ως διαφυγή;
Για να μιλήσω απλά και καθαρά. Ούτε ειδικός στα θέματα της τέχνης είμαι ούτε παράγω τέχνη. Είμαι ένας κοινός πολίτης που ζω μέσα στην τέχνη, όπως ζω μέσα στην επιστήμη, μέσα στην τεχνολογία, μέσα σε όλα όσα μας συμβαίνουν. Ποτέ δεν ένιωσα την τέχνη έξω από τη ζωή, έξω από την προσωπική μου ζωή. Έξω από τη ζωή έχανε κάθε νόημα και ουσία. Έξω από τον εαυτό μου, τη συνείδησή μου, τα συναισθήματά μου, τα νοήματά μου, ήταν κενή και μάταια. Αυτό ως προσωπική στάση και κυρίως ως προσωπική ανάγκη. Έξω από την αλήθεια του εαυτού και της ζωής, η τέχνη είναι ένα φτιασίδωμα με το οποίο επιδιώκουμε με ηχηρό τρόπο να σκεπάσουμε κάτι που δεν θέλουμε να φανερωθεί. Και βέβαια να μη θιγεί –προς θεού- ο τίτλος του «ευαίσθητου» που με τόση επιμέλεια φορέσαμε στον εαυτό μας. Πόσο ψευτίζει αυτή η «ευαισθησία» μέσα από την «απογείωση» του εαυτού στην τέχνη, την ώρα που έχεις εξοικειωθεί και αποδεχτεί «το τέρας» δίπλα σου και όλο και περισσότερο τείνεις να του μοιάσεις.
Με αγάπη για αρκετούς από αυτούς, αλλά και με απογοήτευση ταυτόχρονα, με απέχθεια για τους υπόλοιπους, χαρισμένο εξαιρετικά. Κάτι που ήταν πάντα καρφωμένο μέσα μου από τότε που το πρωτο-άκουσα.
Κλείνει τώρα ο κύκλος κι είναι ο θάνατος πολύς,
θάνατος στη μέση της ζωής
και πονώ για σένα που ήρθε η ώρα να το δεις
δόξα είν᾿ η ευθύνη της δικής μας αλλαγής.
(Δ. Σαββόπουλος, «Μην πετάξεις τίποτα»)
Και το προσωπικό συναίσθημα που με κατακλύζει μεταφέροντας την εικόνα του Αναγνωστάκη στα καθ? ημάς
«[…]Α, ρε Λαυρέντη, εγώ που μόνο το ?ξερα τί κάθαρμα ήσουν,
Τί κάλπικος παράς, μια ολόκληρη ζωή μέσα στο ψέμα
Κοιμού εν ειρήνη, δεν θα ?ρθώ την ησυχία σου να ταράξω.
(Εγώ, μια ολόκληρη ζωή μες στη σιωπή θα την εξαγοράσω
Πολύ ακριβά κι όχι με τίμημα το θλιβερό σου το σαρκίο).
Κοιμού εν ειρήνη. Ως ήσουν πάντα στη ζωή: ο καλός,
Ο λαμπρός άνθρωπος, ο οικογενειάρχης, ο πατριώτης.
Δε θα ?σαι ο πρώτος ούτε δα κι ο τελευταίος.»
Μ. Αναγνωστάκης, Επιτύμβιον