Στο «μένουμε Ευρώπη» όντως αρκεί η τελεία και παύλα, δεν χρειάζεται το ερωτηματικό. Μόνο σαν αναδρομική ειρωνεία προς το μέρος εκείνο της κοινωνίας που κατεξοχήν κράτησε την Ελλάδα στην Ευρώπη, θα μπορούσε να ληφθεί. Ναι, μείναμε Ευρώπη σε πείσμα όλων εκείνων που αναζητούσαν «άλλα λιμάνια», όλων εκείνων που εξευτέλιζαν το Σύνταγμα με ένα απερίγραπτο δημοψήφισμα, και αργότερα με καθεστωτικές απόπειρες ελέγχου των ΜΜΕ και πρωτοφανείς διώξεις δέκα ηγετών της αντιπολίτευσης. Για τούτο δεν είναι και πολύ πειστικές οι όψιμες ανησυχίες τους για την τύχη του Συντάγματος.
Δεδομένου τούτου, η υπόθεση των υποκλοπών δηλητηριάζει και σκοτεινιάζει την πολιτική ζωή σε μια περίοδο που χρειάζεται διαύγεια και στρατηγική ματιά από τις βασικές πολιτικές δυνάμεις. Από τη μια η άγαρμπη διαχείριση και η προσπάθεια συσκότισης, από την άλλη, η ασύστολη κομματικοποίηση και η υποκριτική διαχείριση του θέματος. Σε αυτό το κλίμα, ήδη μετράμε τις ζημιές. Όλοι ξέραμε τα προβλήματα μιας ξεπερασμένης, αναποτελεσματικής και διάτρητης ΕΥΠ, με τα μαγαζιά και τα παραμάγαζα στο εσωτερικό της, την αδιαφανή αξιοποίηση των «ευρημάτων» της πότε για πολιτικούς, πότε για κομματικούς και πότε για ιδιωτικούς εμπορικούς σκοπούς. Τώρα, παρά τα βήματα που επιχειρήθηκαν, η προσπάθεια καλύτερης θεσμικής ρύθμισης του υπερευαίσθητου πεδίου των παρακολουθήσεων και των μυστικών υπηρεσιών έχει υπονομευτεί, οι τομές που χρειάζονται δύσκολα γίνονται στο σημερινό τοξικό κλίμα. Ακόμα χειρότερα, δηλητηριάζεται και ο περιβάλλων «χώρος» - οι σχετιζόμενοι με αυτό το ζήτημα θεσμοί και άνθρωποι. Ο θεσμός «Ανεξάρτητη Αρχή» χάνει ραγδαία το κύρος του και διαψεύδει τις ελπίδες ότι θα ήταν ικανοποιητικό θεσμικό αντίβαρο, η Δικαστική εξουσία και οι λειτουργοί της εμπλέκονται σε μια αμοιβαία απαξιωτική διελκυστίνδα, οι πανεπιστημιακοί νομικοί μετατρέπονται σε ακτιβιστές και κομματικούς προπαγανδιστές.
Μήπως όμως κινδυνεύει η Δημοκρατία; Μήπως κινδυνεύει ο ευρωπαϊκός χαρακτήρας της Ελλάδας; Ας συγκρατηθούμε. Ας αφήσουμε την τρέλα στους τρελαμένους που βλέπουν τη Στάζι να έχει μετακομίσει στην Ελλάδα. Η μεταπολιτευτική .Δημοκρατία άντεξε την περασμένη δεκαετία το καταθλιπτικό βάρος της χρεοκοπίας, την εμφάνιση προβληματικών κομματικών σχηματισμών, τις ασχήμιες αντιδημοκρατικών και αντιθεσμικών κυβερνητικών μεθοδεύσεων. Η Δημοκρατία λοιπόν δεν κινδυνεύει. Άλλο είναι το πρόβλημα. Κινδυνεύει το πολιτικό κλίμα, και επομένως η ικανότητα ανασύνταξης της χώρας μετά τη δραματική οικονομική κρίση. Γιατί είναι φανερό ότι το ζήτημα των υποκλοπών χρησιμοποιήθηκε με τρόπο υπερβολικό και απροκάλυπτο, σαν πολιτικό εργαλείο για την ανατροπή του πολιτικού σκηνικού, των κομματικών συσχετισμών και των παραταξιακών συμμαχιών. Συνηθίζεται βέβαια στην πολιτική αρένα ένα κόμμα να αναζητά το αδύναμο σημείο του αντιπάλου και να συγκεντρώνει σε αυτό την πολεμική του. Και οι υποκλοπές στάθηκαν η αχίλλειος πτέρνα μιας κυβέρνησης που γενικά διαχειρίστηκε επιτυχώς πολύ δύσκολες καταστάσεις – πόσω μάλλον που συγκρινόταν με το πρόσφατο παρελθόν μιας απολύτως αποτυχημένης διακυβέρνησης. Στην περίπτωσή μας όμως η πολιτική επίθεση της αντιπολίτευσης έχει γίνει μονοθεματική. Το ενθάρρυνε στην αρχή ο Ν. Ανδρουλάκης που ήταν και το πρώτο θύμα της υπόθεσης, αλλά όπως είχε προειδοποιηθεί, μόνο πρόσκαιρο θα ήταν το όφελος γιατί ο Τσίπρας θα τού έπαιρνε γρήγορα το παιχνίδι από τα χέρια. Και πράγματι, ο ΣΥΡΙΖΑ έριξε όλα του τα όπλα στο θέμα για ποικίλους λόγους. Κάλυπτε το προγραμματικό και πολιτικό του έλλειμμα πίσω από μια μονοθεματική ατζέντα σε ένα ζήτημα που τον ευνοούσε, επανέφερε έναν πολεμοχαρή λόγο που φαίνεται ότι του έχει γίνει ταυτοτικό στοιχείο, και τέλος πόλωνε κάθετα τη σύγκρουση «μπετονάροντας» όσο μπορούσε την παράταξή του. Η πόλωση δεν δυσαρεστούσε τον Μητσοτάκη, αλλά στρίμωχνε ακόμα περισσότερο το ΠΑΣΟΚ του Ανδρουλάκη.
Αυτές πάντως είναι υποθέσεις για τις εκλογικές τακτικές των βασικών κομμάτων, το κρίσιμο όμως ζήτημα είναι άλλο. Όλη αυτή η μονοθεματική πόλωση δεν ακουμπά τόσο στο αίσθημα και στην αντίληψη της κοινωνίας, όσο ο πολωτικός λόγος νομίζει. Κάτι τέτοιο έχει δείξει η εντυπωσιακή σταθερότητα των δημοσκοπήσεων. Κακώς ερμηνεύεται ότι «ο κοσμάκης δεν ενδιαφέρεται για τη δημοκρατία και το κράτος δικαίου». Απλώς έχει μια πιο σύνθετη, πιο πραγματική και πιο πραγματιστική αντίληψη για τα προβλήματα της χώρας σε συνδυασμό με τα δικά του ιδιωτικά συμφέροντα. Αντιλαμβάνεται τις έξαλλες κραυγές σαν στρέβλωση των δικών του προτεραιοτήτων και ανησυχιών. Αντιλαμβάνεται τον εργαλειακό χαρακτήρα που έχει προσλάβει η αντιπαράθεση «των εκεί πάνω» σαν παραποίηση της ίδιας της λειτουργίας αντιπροσώπευσης την οποία πρέπει να διαπεραιώνει η Πολιτική. Έτσι δημιουργείται ένα χάσμα μεταξύ κοινωνίας και πολιτικού συστήματος. Κυοφορείται όμως και κάτι πιο επικίνδυνο: να γίνει πάλι το πολιτικό σύστημα και ο πολωτικός κομματικός ανταγωνισμός αυτοτελής παράγοντας κρίσης και εκτροχιασμού της χώρας. Αυτό δεν είναι ελιτίστικη ανησυχία ή διανοουμενίστικη ενασχόληση. Αντιθέτως ακουμπά τόσο στην παλαιά ιστορική εμπειρία όσο και στην πρόσφατη των μνημονίων. Μια σύγκριση αξίζει χίλια λόγια. Η Ιρλανδία και η Πορτογαλία που μπήκαν περίπου την ίδια χρονιά με εμάς σε μνημόνιο βγήκαν το 2013 και το 2014, ενώ εμείς κάτσαμε ώς το 2018. Διέφεραν οι οικονομικές συνθήκες, αλλά η κύρια διαφορά ήταν πολιτική. Πληρώσαμε ακριβά τις φαντασιώσεις και τις δημαγωγίες του αντιμνημόνιου, την πόλωση και την κομματική τύφλωση.
Τελικά, μείναμε Ευρώπη. Και ασφαλώς «μένουμε Ευρώπη» χωρίς ερωτηματικό. Αλλά το «πώς μένουμε Ευρώπη» χρειάζεται ένα ανησυχητικό ερωτηματικό. Η «Ευρώπη» υπήρξε και εξακολουθεί να είναι βασικός προωθητικός παράγοντας για τον εκσυγχρονισμό της Ελλάδας, αλλά και μια ιεραρχία κρατών και εθνικών οικονομιών. Η χρεοκοπημένη Ελλάδα της προηγούμενης δεκαετίας έμεινε μεν Ευρώπη, αλλά στριμώχτηκε σε μια θέση κοντά στον πάτο. Τώρα αρχίζει και ανεβαίνει και η άνοδος δεν πρέπει να ανακοπεί εξαιτίας των γνώριμων παθογενειών του πολιτικού-κομματικού συστήματος. Και αυτό είναι ευθύνη όλων των πολιτικών δυνάμεων. Πόσω μάλλον που στην εποχή των πολυκρίσεων αναμορφώνεται η Ευρώπη και η Δύση, γεγονός που προσφέρει νέες ευκαιρίες στη χώρα μας πρωτίστως σε ό,τι αφορά τη Γεωπολιτική και την Οικονομία. Πράγματι, το ευρωπαϊκό πλαίσιο θα συνεχίσει να λειτουργεί προωθητικά για την εμβάθυνση του ελληνικού κράτους δικαίου και τον εμπλουτισμό των ατομικών ελευθεριών. Η Ελλάδα όμως δεν υστερεί πλέον σε αυτό το πεδίο αισθητά. Αντιθέτως, θα πρέπει να ανησυχήσουμε περισσότερο για το αν είμαστε ικανοί να αξιοποιήσουμε τις ευκαιρίες που προσφέρει η αναδιάταξη της Ευρώπης/Δύσης ως προς τη γεωπολιτική ασφάλεια της Ελλάδας και την παραγωγική της ανασυγκρότηση. Ως μεθοριακή δυτική χώρα στην ευρύτερη περιοχή της ΝΑ Ευρώπης και της Ανατολικής Μεσογείου - που σημαίνει να αφήσουμε πίσω τον συντηρητικό εθνικισμό μας και τον παρωχημένο αντιμπεριαλισμό μας. Ως εθνική οικονομία που συμμετέχει ενεργά στην νέα πράσινη βιομηχανική πολιτική και στην εξελισσόμενη αναδιάρθρωση των παραγωγικών αλυσίδων που επιχειρεί η Ευρώπη.
Για να το πούμε εμφατικά, πρόκειται για το τρίτο ιστορικό ραντεβού της Ελλάδας με την Ευρώπη, μετά την αρχική είσοδο, και μετά την ΟΝΕ. Όμως τέτοιες αναπροσαρμογές δεν γίνονται με κωλοτούμπες, αλλά με συνεκτικές εθνικές στρατηγικές.
Πηγή: www.tanea.gr