Πώς κάνετε έτσι, είναι μόνο ένα ντιμπέιτ

Πόπη Διαμαντάκου 12 Ιαν 2015

Εχει στοιχειώσει τις προεκλογικές περιόδους. Προκαλεί σπασμούς στο πολιτικό σύστημα. Για άλλες χώρες αυτονόητη η προεκλογική τηλεοπτική συνάντηση αρχηγών κομμάτων, για τη χώρα μας εξακολουθεί το περίφημο debate να αποτελεί μείζον ζήτημα. Αντιδρούμε υπερβολικά και εντέλει αποθεώνουμε αυτό, το οποίο δεν αποτελεί παρά φαντασμαγορικό μεν, πλην τυπικό προεκλογικό τελετουργικό.

Εντέλει, σε αυτή μας τη στάση αντανακλάται η στρεβλή σχέση μας με την τηλεόραση. Παραμένουμε φοβικοί, προσδίδοντας στο τηλεοπτικό μέσο ιδιότητες τις οποίες δεν διαθέτει, να εξυψώσει δηλαδή ή να κατακρημνίσει έναν πολιτικό στο παρά πέντε. Οι έρευνες έχουν αποδείξει ότι ελάχιστα επηρεάζει το εκλογικό αποτέλεσμα. Η μοναδική ίσως περίπτωση που συνέβη κάτι τέτοιο ήταν στο περίφημο ντιμπέιτ Νίξον – Κένεντι, και αυτό γιατί η διαφορά μεταξύ τους ήταν ελάχιστη, αλλά και γιατί ο Κένεντι ήταν χαρισματικός στον τηλεοπτικό φακό, μοναδικό φαινόμενο έκτοτε πολιτικού, του οποίου η εικόνα είχε τέτοια δύναμη. Είναι γεγονός, βέβαια, ότι εκείνη η τηλεοπτική επιτυχία έδωσε ώθηση σε μια αληθινή βιομηχανία της επικοινωνίας, η οποία έχει εξελιχθεί σε τέτοιο βαθμό ώστε δύσκολα μιλάμε για διάλογο πολιτικών αρχηγών στην τηλεόραση, αλλά μάλλον για αναμέτρηση ρόλων. Αυτά πάντως σε άλλες χώρες, στη δική μας, που δεν θα λέγαμε ότι φημίζεται για την κουλτούρα του διαλόγου –και ας βαυκαλιζόμαστε ότι ζούμε στον τόπο όπου γεννήθηκαν η ρητορική και ο διάλογος– τα ντιμπέιτ όποτε έγιναν υπήρξαν άκρως απογοητευτικά.

Η αλήθεια είναι ότι η εικόνα δύο ή και περισσότερων πολιτικών αρχηγών που κάθονται ο εις δίπλα στον άλλο και απαντούν σε προκαθορισμένες ερωτήσεις δημοσιογράφων εντός προκαθορισμένου χρόνου, χωρίς να απευθύνει τον λόγο ο εις στον άλλο, αλλά ούτε καν να τον κοιτάει, κάθε άλλο παρά ως διάλογος πολιτικών μπορεί να εκληφθεί, ούτε καν ως στιγμιαία έστω απεικόνιση της δημοκρατικής βεντάλιας του τόπου. Οι κανόνες των προεκλογικών ντιμπέιτ, όσων έγιναν, κάθε φορά διαμορφώνονταν διαφορετικοί, εξίσου άκαμπτοι και αντιτηλεοπτικοί, πάντα αποτέλεσμα ομηρικών συζητήσεων μεταξύ των κομματικών επιτελείων, τα οποία πρέπει να συμφωνήσουν ακόμη και για το όνομα του συντονιστή δημοσιογράφου.

Αντί να διοργανώνεται με βάση κανόνες πάγιους και συμφωνημένους και να συζητούμε τις απαντήσεις των πολιτικών αρχηγών την επομένη, τα λάθη και τις παραλείψεις τους, συζητούμε σαν να πρόκειται για μείζον πολιτικό ζήτημα το αν θα γίνει η όχι, με την άρνηση της διεξαγωγής του να προστίθεται στο οπλοστάσιο των προεκλογικών επιχειρημάτων υπέρ ή εναντίον εκείνου που αρνήθηκε. Κατά έναν τρόπο εξελίσσεται η υπόθεση του προεκλογικού ντιμπέιτ σε ένα παράπλευρο προεκλογικό επικοινωνιακό πεδίο, όπου αναμασώνται διάφορα συναισθηματικού τύπου επιχειρήματα και θριαμβεύει, εμμέσως πλην σαφώς, η άρνηση των κανόνων λειτουργίας μιας σύγχρονης δημοκρατίας.

Η τελευταία φορά, πάντως, που διεξήχθη ντιμπέιτ με αποδοχή των σύγχρονων τηλεοπτικών κανόνων για την καλύτερη κατανόηση από την πλευρά των θεατών, ήταν το 2009, το ντιμπέιτ Καραμανλή – Παπανδρέου, όταν όρθιοι οι δυο τους σε πόντιουμ απαντούσαν στις ερωτήσεις της Μαρίας Χούκλη. Πρωτοφανής καινοτομία τότε για τα εγχώρια δεδομένα αυτή η απόπειρα να επιδείξουν εικόνα σύγχρονη οι πολιτικοί αρχηγοί. Εμεινε και η μοναδική.

Η αλήθεια είναι ότι το ντιμπέιτ διευκολύνει κυρίως τα δικομματικά συστήματα, ότι οι πολλοί αρχηγοί κομμάτων δυσκολεύουν τα πράγματα, αλλά ακόμη κι έτσι, όσες φορές έγινε και μάλιστα με το δικαίωμα ο καθένας εκ των συμμετεχόντων να μπορεί να απευθύνει μία ερώτηση σε όποιον επιλέξει εκ των αντιπάλων του, απέπνεε τουλάχιστον την εικόνα ενός πολιτικού πολιτισμού σπάνιου για τα εγχώρια τηλεοπτικά δεδομένα.

Ουδείς αρνείται ότι τα ντιμπέιτ είναι περισσότερο τηλεόραση παρά πολιτική, αλλά όπως κι αν έχει, αντανακλούν το επίπεδο της κουλτούρας διαλόγου ενός τόπου. Και όσο για την τελευταία, δύσκολα μπορούμε να παινευτούμε ότι τη διαθέτουμε. Κραυγές, παρομοιώσεις και μεταφορές από πικρά χρόνια εθνικού διχασμού τον τελευταίο καιρό, εντός και εκτός Βουλής, είναι η απόδειξη ότι ολισθαίνει ο δημόσιος λόγος και εξ αυτού η αντίληψη του κόσμου σε περιόδους μιζέριας και απομόνωσης του τόπου. Ουδείς αρνείται επίσης ότι στα προεκλογικά ντιμπέιτ πολιτικών αρχηγών αυτό που κυριαρχεί δεν είναι ακριβώς η αντιπαράθεση διαφορετικών πολιτικών προγραμμάτων για την κοινωνία ή την οικονομία, όσο η αντιπαράθεση σεναρίων, ρόλων, ενίοτε δυστυχώς και μέχρι γελοιογραφίας – όπως συνέβη με το απίθανο προεκλογικό ντιμπέιτ των Σεγκολέν Ρουαγιάλ – Νικολά Σαρκοζί, που έμεινε στην ιστορία για το ριάλιτι περιεχόμενό του.

Οπως κι αν έχει, κάθε φορά στα ντιμπέιτ δεν αναμετριούνται μόνον υποψήφιοι, αλλά αναδεικνύεται πολύ περισσότερο το επίπεδο της τηλεόρασης, της αισθητικής, της κουλτούρας ενός τόπου τη συγκεκριμένη στιγμή. Η μεγάλη συζήτηση για παράδειγμα σχετικά με τον δημοσιογράφο-συντονιστή του ντιμπέιτ αντανακλά στη χώρα μας την έμφαση στον ρόλο του ως τηλεπερσόνα να διαμορφώνει αντιλήψεις, ενώ ουδέποτε πήραν μέρος δημοσιογράφοι εφημερίδων. Εκείνες οι εποχές έχουν παρέλθει μεν, αλλά παραμένει αμφίβολο αν άφησαν πίσω τους τη στοιχειώδη ωριμότητα στην αντιμετώπιση του τηλεοπτικού μέσου.