Πώς φθάσαμε στο διάλογο;

Παναγιώτης Ιωακειμίδης 21 Σεπ 2020

Η εβδομάδα αυτή θα είναι κρίσιμη για τις σχέσεις Ελλάδας – Τουρκίας αλλά και Ευρωπαϊκής Ένωσης – Τουρκίας. Εάν κάτι δεν πάει εντελώς στραβά, όλα δείχνουν ότι ο διερευνητικός διάλογος μεταξύ των δύο χωρών τελικά θα αρχίσει. Και έτσι το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο της Πέμπτης – Παρασκευής (24-25/9) θα έχει μια στρατηγικού τύπου συζήτηση για την Τουρκία αλλά μάλλον  χωρίς την υιοθέτηση  κυρώσεων( αν και ορισμένοι εμφανώς  θα προτιμούσαν να πάμε στο Ευρωπαικό Συμβούλιο με ενταση και κυρώσεις  παρά με εκτόνωση !) . Έχουμε φθάσει δηλαδή σ ένα καλό σημείο. Αλλά πώς φθάσαμε εδώ και ποιά διδάγματα προκύπτουν από την πολύμηνη κρίση; Καταγράφω ορισμένα :

          1. Η Ευρωπαϊκή Ένωση (ΕΕ) εμφανίστηκε ως  η πλέον αποτελεσματική δύναμη επιρροής πάνω στην Τουρκία από τη στιγμή μάλιστα που οι ΗΠΑ έχουν ελαχιστοποιήσει την παρουσία τους στην περιοχή. Η Ένωση έχει και το μαστίγιο (κυρώσεις) αλλά και το καρότο (οικονομική στήριξη) απέναντι στην Τουρκία και επομένως μπορεί να ασκήσει επιρροή πάνω στην Άγκυρα. Από την άλλη μεριά, ούτε η Τουρκία/ Ερντογάν θέλει να έλθει σε πλήρη ρήξη με την Ευρώπη. Ο ένας χρειάζεται τον άλλο.

2. Παρά την ισχυρή αυτή θέση αλληλεξάρτησης, η Ένωση εμφανίζεται να μη διαθέτει τα ενδεδειγμένα θεσμικά μέσα για να προωθήσει την πολιτική και επιρροή της. Κατά ευτυχή συγκυρία αυτή την περίοδο στην προεδρία του Συμβουλίου Υπουργών της Ένωσης βρέθηκε η Γερμανία και αυτό επέτρεψε  στην Άγκελα Μέρκελ να διαδραματίσει ενεργό  διαμεσολαβητικό ρόλο με την Αγκυρα. Το επόμενο εξάμηνο με την προεδρία να περνά στην Πορτογαλία η διαμεσολάβηση θα είναι σαφώς πιο δύσκολη. Ο Ύπατος Εκπρόσωπος για την εξωτερική πολιτική που θα μπορούσε να είναι ο κύριος διαμεσολαβητής δυσκολεύεται στο έργο  αυτό από την ανάγκη έκφρασης της βούλησης και των εικοσι-επτά κρατών μελών και συνήθως η βούληση αυτή είναι στον  χαμηλότερο παρονομαστή. Η ρεαλιστική αναγνώριση των προβλημάτων αυτών οδηγεί στη διαπίστωση ότι αυτό που χρειάζεται η Ένωση είναι ένα  Ευρωπαϊκό Συμβούλιο Ασφαλείας (Security Council), κάτι ανάλογο αν και ταυτόχρονα διαφορετικό απ αυτό του ΟΗΕ.

3. Για μια ακόμη φορά στην ιστορία της Ένωσης επιβεβαιώνεται ότι μια αξιόπιστη απειλή κυρώσεων μπορεί να αποδώσει περισσότερα απ ότι οι κυρώσεις αυτές καθ εαυτές εάν επιβληθούν άκαιρα ή βεβιασμένα. Ο Ερντογάν προχώρησε προς την κατεύθυνση της αποκλιμάκωσης καθώς, μεταξύ άλλων, ήθελε να αποφύγει τις σκληρές κυρώσεις από την Ένωση. Εάν είχαν επιβληθεί και εφαρμοσθεί οι κυρώσεις βεβιασμένα, μάλλον θα είχαμε τα αντίθετα αποτελέσματα: ούε αποκλιμάκωση ούτε διάλογο. Θα είχαν δημιουργήσει ένα “τετελεσμένο”. Και η απειλή των κυρώσεων αποδίδει ακόμη περισσότερο εάν συνοδεύεται και από το καρότο. Και στη συγκεκριμένη περίπτωση το καρότο ήταν η υπόσχεση της Ένωσης ότι θα στηρίξει την Τουρκία στο προσφυγικό – μεταναστευτικό και την οικονομία.

          4. Οι υπέρμαχοι της “δυναμικής λύσης” απέναντι στην Τουρκία – ευτυχώς – δεν επεκράτησαν. Η διπλωματία νίκησε. Και οι δύο χώρες κάπως φάνηκε να συνειδητοποιούν τους τεράστιους κινδύνους και τα όρια τους . Η Ελλάδα προχώρησε σε μαζική κινητοποίηση στρατιωτικών δυνάμεων αλλά μέχρις εκεί, δεν προχώρησε σε κάποια άλλη περισσότερο δυναμική κίνηση.  Αλλά και η Τουρκία δεν προέβη σε κάποια πιό επικίνδυνη στρατιωτική δράση. Επεκράτησε στο βάθος ο ορθός λόγος: ο διάλογος.

          5. Και έτσι  όλοι όσοι μέχρι την προηγούμενη εβδομάδα επιχειρηματολογούσαν ότι η Τουρκία δεν θέλει το διάλογο αλλά “θέλει να ταπεινώσει την Ελλάδα”, (μας) λένε τώρα ότι η Τουρκία πάντοτε ήθελε το διάλογο αλλά για να τη σύρει στη... συνθηκολόγηση! Λες και η Ελλάδα είναι εντελώς ανήμπορη να προστατεύσει τα συμφέροντά της και να αποφύγει τη... συνθηκολόγηση...

Πηγή: www.tanea.gr