Τα κόμματα ως φορείς συλλογικής δράσης δεν είναι αποκομμένα από την κοινωνία ούτε μένουν ανεπηρέαστα από τις κοινωνικές ανακατατάξεις και δυναμικές. Ο Γκράμσι έγραφε σχετικά ότι «η ιστορία ενός κόμματος δεν μπορεί παρά να είναι η ιστορία μιας καθορισμένης κοινωνικής ομάδας» ή με μια άλλη διατύπωση του ιταλού στοχαστή «κάθε κόμμα δεν είναι παρά μια ταξική ονοματοθεσία».
Με δεδομένες αυτές τις παρατηρήσεις είναι εύλογο να συναγάγουμε το συμπέρασμα ότι η κρίση (από το 2010 μέχρι και σήμερα) έχει αναμορφώσει τις κοινωνικές τάξεις και συνακόλουθα τις κομματικές τους ταυτίσεις. Αξίζει να θυμηθούμε τις «χρυσές» εποχές των αρχών της δεκαετίας του 2000, οπόταν το ΠαΣοΚ και η ΝΔ συναγωνίζονταν για το ποιος εκφράζει πιο πειστικά το «κέντρο». Η κεντρώα εκλογική πλειοψηφία της –πολιτικά και ποσοτικά- κυρίαρχης μεσαίας τάξης ήταν ο ρυθμιστής των εκλογικών αναμετρήσεων και είχε καταστήσει τόσο το ΠαΣοΚ όσο και τη ΝΔ σε πολυσυλλεκτικά κόμματα, αμβλύνοντας τις ιδεολογικές διαφορές.
Με την έλευση όμως της κρίσης παρατηρήθηκαν, όπως είναι λογικό, ευρείς κοινωνικοί μετασχηματισμοί. Η περίφημη μεσαία τάξη συρρικνώθηκε, λόγω των περικοπών στο δημόσιο και το κλείσιμο χιλιάδων μικρών επιχειρήσεων. Η ανεργία, ταυτόχρονα, δημιούργησε μια μεγάλη κοινωνική κατηγορία νέων κατά βάση ανθρώπων, δίχως ορατή προοπτική στον τόπο τους. Αυτές οι εξελίξεις οδήγησαν το ΠαΣοΚ σε καθίζηση, καθώς ήταν ο κύριος εκφραστής της κοινωνικής κινητικότητας η οποία όμως διαψεύστηκε, στην εποχή των μνημονίων και του αναγκαστικού δανεισμού. Σε μικρότερο βαθμό και η ΝΔ ακολούθησε στον επιμερισμό της κοινωνικής αποδοκιμασίας, όμως η κοινωνική της βάση (μεσαία και ανώτερα αστικά στρώματα), αν και μικρότερη σε σχέση με αυτή του ΠαΣοΚ είναι πιο σταθερή και με μεγαλύτερη ενότητα συμφερόντων.
Στην εποχή λοιπόν της κρίσης, ο ΣυΡιΖΑ εξελίχθηκε στον κύριο υποδοχέα των μικροαστικών στρωμάτων –κυρίως του δημοσίου τομέα– που επιζητούν παλινόρθωση του παλαιού status quo. Περισσότερο από κάθε άλλες εκλογές, οι πρόσφατες είχαν το εντονότερο ταξικό κριτήριο στην επιλογή κόμματος. Οι πιο λαϊκές περιοχές ψήφισαν καταρχήν ΣυΡιΖΑ και έπειτα Χ.Α, ΚΚΕ, ΠαΣοΚ, ενώ οι πιο πλούσιες επέλεξαν ΝΔ και Ποτάμι. Σε ό,τι αφορά τα ανώτερα στρώματα, στις εκλογές του Ιανουαρίου, μπορεί να έδειξαν ίσως κάποια ανοχή στο «νέο» και να επένδυσαν κάποιες από τις ελπίδες τους στο ΣυΡιΖΑ, πλην όμως η αμφισβητούμενης αποτελεσματικότητας εφτάμηνη διαπραγμάτευση διέψευσε τις όποιες ελπίδες για σταθεροποίηση του οικονομικού κλίματος και προσέλκυση επενδύσεων. Το βασικό όμως στοιχείο που συντέλεσε σε αυτή τη διάψευση ήταν τα capital control, τα οποία περιόρισαν ουσιαστικά, τον πυρήνα των ατομικών δικαιωμάτων των αστικών στρωμάτων, που είναι τα οικονομικά-ιδιοκτησιακά δικαιώματα. Σε συμβολικό επίπεδο, περισσότερο και από τις πρακτικές δυσκολίες που τους δημιούργησαν, τα capital controls εμφανίστηκαν ως ανασταλτικοί παράγοντες της ελευθερίας που θέλει να απολαμβάνει, παραδοσιακά, αυτή η κοινωνική κατηγορία.
Από την άλλη, οι πιο φτωχές ομάδες της κοινωνίας, στήριξαν μαζικά και πάλι τον ΣυΡιΖΑ παρά τις δυσοίωνες προβλέψεις για το οικονομικό μέλλον τους. Παρόλα αυτά, αφενός δεν έχουν ακόμα υποστεί το σύνολο των φορολογικών επιβαρύνσεων και αφετέρου διατηρούν ακόμα μια ελπίδα στο πρόσωπο του Αλέξη Τσίπρα για «επανόρθωση των αδικιών». Επίσης, οι άνεργοι, στους οποίους κανείς δεν αναφέρεται συγκεκριμένα (εξάλλου είναι ευκολότερο να αποτρέψεις την περικοπή των εισοδημάτων παρά να δημιουργήσεις νέα) «βολοδέρνουν» εκλογικά ανάμεσα στην αποχή, έπειτα στον ΣυΡιΖΑ και μετά στη Χ.Α και μερικά περιθωριακά κόμματα.
Η κοινωνική βάση όμως του ΣυΡιΖΑ, παρασυρμένη από το διάχυτο λαϊκισμό, τη νεφελώδη άγνοια για τα μέτρα του τρίτου μνημονίου και την πραγματική οικονομική –μη– προοπτική της χώρας και κυρίως τη δομική κοινωνική τους θέση (έμμεσα ή άμεσα εξαρτημένοι από μισθούς, επιδόματα, συντάξεις του δημοσίου) τροφοδοτεί το κόμμα αυτό με αιτήματα, τα οποία δεν είναι φύσει ριζοσπαστικά. Αυτό φάνηκε από την κατάληξη των επτάμηνων διαπραγματεύσεων, καθώς κινήθηκαν μεταξύ ενός – ασχεδίαστου και αφελούς– «ριζοσπατισμού» και ενός –δομικού– συντηρητισμού που τροφοδοτούνταν από τα αιτήματα για την απλή διατήρηση των χρόνιων παθογενειών στο κράτος και την κοινωνία από ομάδες συμφερόντων με καλύτερη πρόσβαση στον κρατικό μηχανισμό και υψηλότερο κίνητρο για πολιτική συμμετοχή. Η αιώρηση αυτή έφερε άλλωστε τα γνωστά αποτελέσματα.
Η υλοποίηση βέβαια του τρίτου μνημονίου, αργά ή γρήγορα, θα θέσει τις πιο αδύναμες κοινωνικές ομάδες, πάλι σε δοκιμασία, την οποία δεν βίωσαν με την επίσπευση των εκλογών. Οι κοινωνικές ζυμώσεις δεν έχουν ακόμα κατασταλάξει, διότι όσο υπάρχουν μνημόνια και εσωτερική αδράνεια από το εγχώριο πολιτικό σύστημα τόσο μεγαλύτερη ζημιά θα υφίστανται οι μικρομεσαίοι και κυρίως θα διευρύνεται η κοινωνική κατηγορία των ανέργων. Η ρευστή κοινωνική δομή θα τροφοδοτεί διαρκώς το κομματικό σύστημα με ανακατατάξεις. Οι εκλογές της 20ης του Σεπτέμβρη είναι, απλώς, ένας σταθμός στα όσα θα ακολουθήσουν μέχρι τον τερματισμό. Σε αυτόν τον μετασχηματισμό, η τεράστια αποχή, που σημαίνει αντίστοιχη αποστροφή στα κόμματα και στην λειτουργία της δημοκρατίας, μπορεί να δημιουργήσει συνθήκες για ραγδαία άνοδο της Χ.Α ή έστω για πολιτική ρευστότητα εις το διηνεκές… Η αποτροπή αυτής της εξέλιξης είναι στοίχημα για τη σοσιαλδημοκρατία συνολικά, διότι απαιτούνται ενωτικές προσπάθειες, με ριζοσπαστικό λόγο και πρόγραμμα που θα προέρχονται φυσικά, από μια νέα ανάγνωση των κοινωνικών φαινομένων, πέρα από τους κυρίαρχους ιδεολογικούς αυτοματισμούς.