Ο λόγος για διαπραγμάτευση και επαναδιαπραγμάτευση στην Ευρωπαϊκή Ενωση (ΕΕ) και πόσο μπορεί ή δεν μπορεί να προχωρήσει. Επειτα από κάποια χρόνια άμεσης εμπλοκής στις διαπραγματεύσεις της Ενωσης, η άποψή μου είναι ότι τα πάντα δυνητικώς είναι υπό διαπραγμάτευση στην Ευρωπαϊκή Ενωση. Η ΕΕ είναι ένα σύστημα καθημερινής, συνεχούς διαπραγμάτευσης για την επίτευξη λύσεων σε προβλήματα μέσω συμβιβασμών. Στην ατέρμονη αυτή διαπραγματευτική διαδικασία δεν υπάρχει απολύτως κανένα θέμα που να μην μπορεί να τεθεί στην ημερήσια διάταξη (agenda) όσο ακραίο και αν είναι. Το εάν θα οδηγήσει σε επιθυμητά αποτελέσματα και σε ποιο βαθμό, αυτό είναι βέβαια ένα άλλο θέμα. Αλλά η ΕΕ είναι κατά βάση ένα ανοιχτό, ευέλικτο σύστημα, που αναγνωρίζει τις νέες πραγματικότητες που δημιουργούνται στο περιβάλλον της και στις χώρες-μέλη της, τις νέες προκλήσεις που εμφανίζονται στον ορίζοντα, τα νέα προβλήματα και τις εντάσεις.
Η ιστορική εμπειρία δείχνει ότι κατά καιρούς χώρες-μέλη έθεσαν στη διαπραγματευτική διαδικασία τα πλέον αδιανόητα σε πρώτη θεώρηση θέματα, τα οποία τελικά έγιναν αποδεκτά και οδήγησαν σε λύσεις, μερικές φορές ακόμη και με συγκαλυμμένη ή μη παραβίαση των Συνθηκών της Ενωσης. Στις αρχές της δεκαετίας του 1980, όταν η πρωθυπουργός της Βρετανίας Μ. Θάτσερ έθεσε το ζήτημα των «επιστροφών» στη συνεισφορά (contribution) της χώρας της στον προϋπολογισμό της ΕΕ, σχεδόν οι πάντες θεωρούσαν ότι το αίτημα αυτό δεν μπορούσε να ικανοποιηθεί γιατί παραβίαζε όλους σχεδόν τους κανόνες και αρχές του «συστήματος προϋπολογισμού» της Ενωσης (τότε Κοινότητας). Και όμως το αίτημα έγινε αποδεκτό και οδήγησε το 1984 σε λύση (Ευρωπαϊκό Συμβούλιο του Φοντενεμπλό), μια λύση που, σημειωτέον, ακόμα μας ταλαιπωρεί. Υπάρχουν δεκάδες παρεμφερή παραδείγματα που επιβεβαιώνουν τον κανόνα αυτόν. Βεβαίως το πότε τίθεται ένα θέμα για διαπραγμάτευση (το περίφημο timing) έχει πολύ μεγάλη σημασία και θα πρέπει να επιλεγεί με ιδιαίτερη προσοχή και στάθμιση όλων των σχετικών παραγόντων. Και βεβαίως το αποτέλεσμα μιας διαπραγμάτευσης προσδιορίζεται από τους εκάστοτε πολιτικούς συσχετισμούς και ισορροπίες στα όργανα και κυρίως στο Ευρωπαϊκό Συμβούλιο της Ενωσης. Και οι πολιτικοί συσχετισμοί αλλάζουν ανάλογα με την έκβαση της πολιτικής διαδικασίας στις χώρες-μέλη που σήμερα αριθμούν 27. Τέλος, η αξιοπιστία της οποιασδήποτε χώρας παρουσιάζει ένα διαπραγματευτικό αίτημα είναι αυτονόητα κρίσιμης σημασίας.
Από εκεί και πέρα όμως υπάρχουν ορισμένοι εμπειρικοί κανόνες και προϋποθέσεις που μπορούν να προσδιορίσουν την τύχη και το αποτέλεσμα ενός διαπραγματευτικού αιτήματος. Θα μπορούσα να συνοψίσω αυτούς τους κανόνες/προϋποθέσεις στις ακόλουθες λέξεις: (α) πρόταση, (β) παρουσίαση, (γ) στρατηγική, (δ) συμμαχίες, (ε) διαπραγματευτική ομάδα.
(α) Πρόταση: Η ύπαρξη συγκεκριμένης και καλά στοχοθετημένης πρότασης συνιστά την αφετηρία για να ανοίξει η διαπραγματευτική διαδικασία. Η πρόταση θα πρέπει να είναι σαφής, κατανοητή και καλά θεμελιωμένη. Αλλά σε καμία περίπτωση δεν θα πρέπει να είναι ένα μακροσκελές κείμενο. [Θυμάμαι ότι στις αρχές της δεκαετίας του 1990 είχαμε υποβάλει αίτημα στην ΕΕ για διαπραγμάτευση θέματος με κείμενο 26(!) σελίδων, το οποίο βεβαίως κανένας δεν διάβασε.] Θα πρέπει πάντοτε να έχουμε κατά νου ότι «ministers never turn a page» («οι υπουργοί ποτέ δεν γυρίζουν σελίδα») ή, τέλος πάντων, σπανίως γυρίζουν την πρώτη σελίδα ενός κειμένου και μόνο εφόσον το κείμενο είναι ενδιαφέρον και ελκυστικό.
(β) Παρουσίαση: Είναι εξίσου σημαντική με την ουσία του θέματος. Πολλοί ισχυρίζονται ότι στην ΕΕ αυτό που μετράει τις περισσότερες φορές είναι η παρουσίαση (presentation) και λιγότερο η ουσία. Μπορεί ένα θέμα να «παρουσιασθεί» με τρόπο που να οδηγεί στο έντονο ενδιαφέρον ή και να συμβεί ακριβώς το αντίθετο, στην πλήρη αδιαφορία. Η παρουσίαση (γλώσσα, ύφος, στυλ) παίζει καθοριστικό ρόλο. Τούτο ισχύει τόσο για τη γραπτή όσο και για την προφορική παρουσίαση ενός αιτήματος για διευθέτηση στην Ενωση.
(γ) Στρατηγική: Η παρουσίαση του αιτήματος θα πρέπει να στηρίζεται σε μια ενδελεχώς επεξεργασμένη στρατηγική για τη διαπραγματευτική προώθησή του. Η στρατηγική αυτή θα πρέπει να αποσαφηνίζει εάν π.χ. το αίτημα θα τεθεί πρωτίστως σε πολιτικό επίπεδο για προώθηση (π.χ. Ευρωπαϊκό Συμβούλιο) ή σε μάλλον τεχνοκρατικό (π.χ. θεματικό Συμβούλιο Υπουργών). Η εμπειρία διδάσκει ότι τις περισσότερες φορές η επιλογή πολιτικών οργάνων αποδεικνύεται επιτυχέστερη.
(δ) Συμμαχίες: Στην ΕΕ – ιδιαίτερα σήμερα των 27 κρατών-μελών και της πληθώρας των θεσμών/οργάνων – κανένα αίτημα δεν μπορεί να προχωρήσει διαπραγματευτικά χωρίς την προηγούμενη οικοδόμηση των κατάλληλων συμμαχιών (coalition-building). Οι συμμαχίες αυτές θα πρέπει να είναι σε επίπεδο τόσο κρατών-μελών όσο και θεσμών. Σε επίπεδο κρατών-μελών, καθώς είναι τελικά τα κράτη-μέλη που λαμβάνουν τις αποφάσεις, στα όργανα της Ενωσης – Ευρωπαϊκό Συμβούλιο, Συμβούλιο Υπουργών. Η συμμαχία με τους θεσμούς/όργανα της Ενωσης είναι επίσης απολύτως αναγκαία. Η υποστήριξη π.χ. της Ευρωπαϊκής Επιτροπής σε ένα διαπραγματευτικό αίτημα είναι αναγκαία προϋπόθεση για την επίτευξη αποτελέσματος. Η εμπειρία δείχνει ότι, εάν η Ευρωπαϊκή Επιτροπή είναι αντίθετη ιδιαίτερα σε αιτήματα μικρότερων κρατών-μελών, ελάχιστα μπορούν να γίνουν.
(ε) Διαπραγματευτική ομάδα: Αυτονόητη είναι, νομίζω, η σημασία της συγκρότησης της κατάλληλης, συνεκτικής διαπραγματευτικής ομάδας.
Κάτω από τις παραπάνω προϋποθέσεις μπορούμε να θέσουμε για επαναδιαπραγμάτευση πτυχές της δανειακής σύμβασης και η επαναδιαπραγμάτευση αυτή να πετύχει…
Ο Π.Κ. Ιωακειμίδης είναι καθηγητής του Πανεπιστημίου Αθηνών