Τις τελευταίες εβδομάδες συνέβησαν δύο σημαντικά γεγονότα, τα οποία ελάχιστα απασχόλησαν την προεκλογική συζήτηση.
Το πρώτο είναι η προσφυγική έξοδος, η πρώτη μεγάλη προσφυγική έξοδος μετά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο, μεγαλύτερη ακόμη και από αυτήν των αρχών της δεκαετίας του ’90 από την Ανατολική Ευρώπη, αλλά και αποκορύφωση ενός ρεύματος προσφυγικού από το Νότο που διογκώνεται συνεχώς κατά τις δύο τελευταίες δεκαετίες. Γινόμαστε μάρτυρες ενός παγκόσμιου φαινομένου μετακίνησης πληθυσμών. Στη Βόρεια Αμερική, στη Νότια Αφρική, στη Νοτιοανατολική Ασία, όπως και στην Ευρώπη, ανθρώπινα ρεύματα προσπαθούν να διασχίσουν σύνορα και θάλασσες. Είναι νομικά κατοχυρωμένη από τον ΟΗΕ η διάκριση ανάμεσα σε πρόσφυγες και μετανάστες, αλλά ιστορικά τα όρια είναι δυσδιάκριτα, καθώς η αναγκαστική μετανάστευση, ως στρατηγική επιβίωσης, προκαλείται από πολέμους και καταστροφές, όπως στην Αφρική. Τι το καινούργιο συνέβη τώρα; Νομίζω, δύο πράγματα. Το πρώτο είναι ότι οι μετακινούμενοι πληθυσμοί, καθώς μαζικοποιήθηκαν, έγιναν δρώντα υποκείμενα, απέκτησαν agency. Ο συνήθως σιωπηλός μετανάστης που ακολουθούσε το «λάθε βιώσας» τώρα διεκδικεί ενεργά το δικαίωμα της μετακίνησης, αντιστέκεται σε αυτό το ιδιότυπο παγκόσμιο απαρτχάιντ που έχει επιβληθεί τα τελευταία χρόνια. Ο «λαθρομετανάστης» γίνεται πολιτικό υποκείμενο, διεκδικεί, διαδηλώνει, σπάει συλλογικά τα σύνορα, ανατρέπει ή αναστέλλει συνθήκες, όπως της Λισσαβώνα ΙΙ ή, και κατά περιπτώσεις, τη συνθήκη Σένγκεν. Το δεύτερο είναι η απόφαση της Γερμανίας να εγκαταστήσει στο έδαφός της ένα εκατομμύριο περίπου πρόσφυγες, επικαλούμενη, ως κύριο λόγο, τη γήρανση του γερμανικού πληθυσμού, και την ανανέωσή του με πληθυσμούς μικρότερων ηλικιών και υψηλότερης γεννητικότητας. Αν σκεφτεί κανείς ότι η καγκελάριος Μέρκελ, πριν από μερικούς μήνες, έκανε ένα μεταναστάκι να κλαίει λέγοντάς του πως το ίδιο και η οικογένειά του, αν δεν πληρούν τους νόμιμους όρους, πρέπει να επαναπατριστούν, τότε καταλαβαίνει κανείς το μέγεθος της αλλαγής. Το επόμενο βήμα είναι να γίνει η εγκατάσταση και ο σχεδιασμός της νέας ζωής των μετεγκατεστημένων, με τη δική τους συμμετοχή, η αναγνώριση δικαιωμάτων και υποχρεώσεων. Αυτή είναι μια πολύ μεγάλη μεταστροφή της ευρωπαϊκής πολιτικής έως τώρα, δεν είναι ακόμη πλήρης, θα διαιρέσει την Ευρώπη και γεωγραφικά αλλά και πολιτικά στο εσωτερικό της, θα είναι μια νέα σελίδα στην ευρωπαϊκή ατζέντα. Πρόκειται για μια αλλαγή η οποία δεν ήταν σχεδιασμένη, αλλά γίνεται σε αλληλεπίδραση με τη μαζικότητα και την αποφασιστικότητα των προσφυγικών ρευμάτων.
Το δεύτερο δυναμικό γεγονός είναι η εκλογή του Τζέρεμυ Κόρμπυν στην ηγεσία του Εργατικού Κόμματος στη Βρετανία. Αυτή η ριζοσπαστική στροφή δεν συμβαίνει σε ένα μικρό σοσιαλιστικό κόμμα, ούτε σε μια μικρή χώρα. Ένα από τα μεγαλύτερα και παραδοσιακότερα κόμματα της ευρωπαϊκής σοσιαλιστικής οικογένειας αποκτά μια ριζοσπαστική ηγεσία. Είχαμε δει τον κοινωνικό ριζοσπαστισμό να κοχλάζει στο δημοψήφισμα για την ανεξαρτησία της Σκωτίας, τώρα τον βλέπουμε στην καρδιά του παραδοσιακού βρετανικού δικομματισμού. Δεν θα σχολιάσω εδώ τη σιωπή των εγχώριων αυτοαποκαλούμενων σοσιαλδημοκρατών, ίσως θεωρούν τον Κόρμπυν λαθρεπιβάτη του φανταστικού Ροσινάντε τους. Ο Κόρμπυν είναι μια πολύ καλή απόδειξη πώς αλλάζει ο ιδεολογικός χάρτης της Ευρώπης. Έχει διαμορφωθεί μια κατάσταση στην οποία οι αποφάσεις που αφορούν τις ζωές των πολιτών δεν εξαρτάται από τη βούληση των ίδιων των πολιτών, αλλά από ένα πλέγμα τεχνοκρατών, επαγγελματιών πολιτικών, διευθυντών τραπεζών και οικονομικών παραγόντων. Η σκληρή εμπειρία της νεοεκλεγμένης ελληνικής κυβέρνησης, από τον Ιανουάριο, είναι μάρτυρας αυτού του νέου καθεστώτος, που έχει διαμορφωθεί εδώ και δεκαετίες, επιβάλλοντας τρόπους διακυβέρνησης, αλλά και δεοντολογίες ατομικής συμπεριφοράς, συντονισμένες με αυτές τις νέες μορφές διακυβέρνησης. Οι αντιστάσεις δεν είναι εύκολο να αναπτυχθούν και να καρποφορήσουν. Ωστόσο, ο πολλαπλασιασμός των εστιών αντίστασης είναι γεγονός. Μετά τον Σύριζα οι Ποδέμος, μετά τους Ποδέμος το σκωτσέζικο δημοψήφισμα, ύστερα από αυτό η στροφή του Εργατικού Κόμματος. Η φωνή των Βρετανών εργατικών στο ευρωπαϊκό κοινοβούλιο θα ενισχύσει την κριτική, και τα ερωτήματα για την πορεία της Ευρώπης θα ακουστούν πιο δυνατά. Το ζήτημα είναι αν το προηγούμενο Κόρμπυν θα επηρεάσει τα άλλα μεγάλα σοσιαλιστικά κόμματα, και θα ενισχύσει τα ρήγματα με τους συντηρητικούς. Πιστεύω πως ναι. Η σύγχρονη ευρωπαϊκή κεντροαριστερά διαμορφώθηκε εν πολλοίς στη δεκαετία του ’90, μέσα από την προσαρμογή της μεταπολεμικής σοσιαλδημοκρατίας στις νέες ανάγκες της παγκοσμιοποίησης. Η προσαρμογή αυτή δεν μπόρεσε τότε να οδηγήσει σε ένα εναλλακτικό μοντέλο πολιτικής, αλλά στη σύγκλιση σε μια ενιαία πολιτική με τους συντηρητικούς. Αν ήταν οι Νέοι Εργατικοί με τον Τόνυ Μπλερ που επιχείρησαν πρώτοι αυτή την προσαρμογή, τώρα, μετά την κρίση, είναι πάλι στην Αγγλία που επιχειρείται η ριζοσπαστική στροφή.
Όλα αυτά, και τα δύο παραδείγματα, δείχνουν ότι αργά, βασανιστικά, με αντιφάσεις, η Ευρώπη δεν μπορεί να μείνει αυτό που ήταν, αλλάζει. Σε αυτή την αλλαγή το ζήτημα είναι να είσαι παρών, αλλά και να μην προσαρμόζεσαι στο κυρίαρχο πνεύμα, όσο και αν έχεις κάνει τους απαραίτητους συμβιβασμούς για να επιβιώσεις. Να είσαι με τις δυνάμεις της αλλαγής, να συντονίζεσαι μαζί τους. Το περασμένο επτάμηνο, φέρνοντας το ελληνικό πρόβλημα στο προσκήνιο, έδειξε τα δομικά προβλήματα των ακολουθούμενων ευρωπαϊκών πολιτικών. Ήταν, πράγματι, η «ελληνική στιγμή της Ευρώπης», και έδειξε ότι ο Σύριζα, παρά τις αδυναμίες του, ήταν μια από τις δυνάμεις που συγκλίνουν στο να αλλάξει η Ευρώπη. Δεν πρέπει να χάσει τη ριζοσπαστική του ψυχή, αλλά και να επιταχύνει αποφασιστικά την πολιτική του ικανότητα διακυβέρνησης.