Αναρωτιέμαι ποια τύχη μπορεί να έχει μια χώρα, ποιο μέλλον και ποια προοπτική, όταν στο δημόσιο λόγο το κυρίαρχο πια θέμα είναι οι συντάξεις.
Όχι πως υποτιμώ το πρόβλημα, κάθε άλλο μάλιστα. Είναι όμως δυνατόν, όταν η οικονομία κυριολεκτικά βυθίζεται, όταν βαθαίνει η ύφεση και όταν καταστρέφονται καθημερινά θέσεις εργασίας, να μη συζητάμε για το πώς θα παραχθεί νέος πλούτος, πώς θα ενθαρρύνουμε και θα προσελκύσουμε νέες επενδύσεις, πώς θα δημιουργήσουμε νέες θέσεις εργασίας, πώς θα παρακολουθήσουμε κι εμείς τους θετικούς ρυθμούς στους οποίους έχει περάσει πια η οικονομία της Ευρώπης; Είναι δυνατό να μη συζητάμε για την καινοτομία, τη γνώση, την εξωστρέφεια, την επιχειρηματικότητα, τον ανασχεδιασμό του κοινωνικού κράτους, την ανασυγκρότηση των θεσμών, το σύγχρονο κράτος δικαίου; Όταν μάλιστα όλα αυτά, στο τέλος-τέλος, αποτελούν προϋπόθεση και για την αντιμετώπιση του ασφαλιστικού.
Δυστυχώς, όλα δείχνουν μια χώρα, μια κοινωνία και ένα πολιτικό σύστημα σε πορεία παρακμής, χωρίς όραμα, χωρίς συλλογική φιλοδοξία, χωρίς ελπίδα, χωρίς σχέδιο για το παρόν και το μέλλον.
Παρακολουθώ τις τελευταίες μέρες πολλές αναλύσεις που εναποθέτουν τα πάντα στον Τσίπρα και στην απάντηση που τελικά θα δώσει στο μεγάλο, το ιστορικό δίλημμα που έχει μπροστά του. Όσο μελαγχολικές σκέψεις κι αν προκαλούνται από τις αναλύσεις αυτές, φαίνεται πως δεν απέχουν από την πραγματικότητα. Δεν υπάρχει άλλωστε αμφιβολία πως το μείζον αυτή τη στιγμή είναι μια αποδεκτή συμφωνία, που θα διασφαλίζει τη θέση της Ελλάδας στη ζώνη του ευρώ.
Μέχρις εκεί, όμως. Η επόμενη μέρα, η ανάκαμψη δηλαδή της χώρας και η ουσιαστική ενσωμάτωσή της σε μια ευημερούσα και ανεπτυγμένη Ευρώπη, προϋποθέτει τη χειραφέτηση της κοινωνίας και τη ριζική ανασύνθεση του πολιτικού χάρτη.