Η πραγματική εικόνα της ελληνικής οικονομίας είναι τελικά πολύ πιο σύνθετη και περίπλοκη, τόσο από τα σενάρια αισιοδοξίας της κυβέρνησης, όσο και από τις καταστροφικές προσεγγίσεις ενός τμήματος της αντιπολίτευσης. Είναι σαφές ότι έχουμε μια αποκλιμάκωση της ύφεσης και σύμφωνα με τις οικονομικές αναλύσεις των περισσότερων εκθέσεων και τις εκτιμήσεις, αναμένουμε στο τέλος του 2014 μια μικρή ανάκαμψη, που θα κυμαίνεται γύρω από μια αύξηση της τάξης του 0,5% του ΑΕΠ. Δηλαδή αναμένουμε μια ασθενή ανάκαμψη, ύστερα από πέντε χρόνια πολύ μεγάλης ύφεσης. Είναι μια θετική πρόβλεψη, που κάθε άλλο παρά για «πέταμα» είναι… Βέβαια, χρειαζόμαστε υψηλότερους ρυθμούς μεγέθυνσης, για να αντιμετωπιστεί η ανεργία που «τρώει τα σωθικά της κοινωνίας». Μια μείωση της ανεργίας μίας περίπου μονάδας, που σημαίνει σταθεροποίηση με μικρή αναστροφή, όσο θετική και να είναι, δεν δημιουργεί νέο περιβάλλον.
Ομως υπάρχει αναμφισβήτητα μια βελτίωση για πρώτη φορά κάποιων οικονομικών δεικτών, που παραπέμπουν σε μια μορφή σχετικής σταθεροποίησης, με αρκετές βέβαια αβεβαιότητες. Το πιο σημαντικό όμως είναι ότι αυτού του τύπου οι μεταβολές δεν «περνούν» και δεν γίνονται εύκολα αντιληπτές, σε επίπεδο κοινωνίας. Γίνονται αντιληπτές εάν αποκτήσουν συνέχεια και διάρκεια ετεροχρονισμένα…
Υπάρχουν βέβαια μια σειρά από «αδύνατα σημεία». Στις τράπεζες λ.χ. παρά τις ανακεφαλαιοποιήσεις, τα μη εξυπηρετούμενα δάνεια (77 δισ. συνολικά) είναι ως ποσοστό εξαιρετικά υψηλό και επηρεάζουν τη δανειοδοτική ικανότητα των τραπεζών. Δηλαδή την κρίσιμη για την ανάπτυξη ρευστότητα. Ιδίως σε συνδυασμό με τα νέα ευρωπαϊκά «κρας τεστ», για τους «υπολογισμούς» των οποίων υπάρχουν αρκετά αδιευκρίνιστα στοιχεία, που κάνουν τις τράπεζες ακόμα πιο επιφυλακτικές. Ενα άλλο «αδύνατο σημείο» για τους δανειστές μας είναι η «υστέρηση των μεταρρυθμίσεων», που επηρεάζει κατά τις εκτιμήσεις τους αρνητικά το πρόγραμμα προσαρμογής.
Στους υπολογισμούς τους βλέπουν και πιθανότητα δημοσιονομικού κενού (δικαστικές αποφάσεις κλπ.), ενώ τις χρηματοδοτικές ανάγκες μας τις υπολογίζουν για το 2014-2015 στα 15 περίπου δισ. Κάτω από αυτό το πρίσμα, η αντιμετώπιση του προβλήματος με απευθείας δανεισμό από τις αγορές δεν είναι εύκολη υπόθεση. Εάν προσφύγουμε στον ΕΜΣ για δανεισμό, τότε θα υπάρξει οπωσδήποτε «νέο πρόγραμμα προσαρμογής», με δεσμεύσεις και εποπτεία (ούτως ή άλλως).
Κοινός παρονομαστής όλων είναι η διευθέτηση του χρέους, καθώς είναι το «κλειδί» για την ανάπτυξη. Οσο η Ευρώπη καθυστερεί ή είναι ανέτοιμη για μια οριστική -και όχι πρόχειρη ή μεταβατική- λύση δημιουργούνται συνθήκες επιφυλακτικότητας, σε σοβαρούς επενδυτές με μακροχρόνιους σχεδιασμούς, καθώς η δυναμική του δεν είναι απολύτως ελέγξιμη. Προβληματισμούς επίσης δημιουργούν μια σειρά άλλα στοιχεία. Οπως λ.χ., παρά την αντίθετη εντύπωση, η υποχώρηση των επενδύσεων.
Η «εξαγωγική άπνοια», παρά τη μείωση του εργασιακού κόστους, που υποδηλώνει τις δυσκολίες μιας διατηρήσιμης ανάπτυξης, καθώς μεγαλύτερη αξία έχουν το κόστος ενέργειας, η υψηλή φορολογία και το γραφειοκρατικό κόστος. Η εξάντληση της φοροδοτικής ικανότητας των πολιτών (67 δισ. οι ληξιπρόθεσμες οφειλές προς το Δημόσιο). Ο κίνδυνος κατάρρευσης του ασφαλιστικού κλπ. Είναι χαρακτηριστικές οι ουσιαστικές αντιδράσεις στο τελευταίο «πολυνομοσχέδιο», που και ως διαδικασία είναι «οριακή» από πολλές πλευρές. Αυτά όλα, που βρίσκονται σε εξέλιξη, κάνουν το ερχόμενο φθινόπωρο μια εξαιρετικά δύσκολη και κρίσιμη για τη χώρα περίοδο.
Εάν προσθέσουμε την έλλειψη μιας ελάχιστης πολιτικής συναίνεσης, την ευάλωτη οικονομία μας και από εξωτερικές διαταραχές, την κατάσταση των κομμάτων, καθώς και το ενδεχόμενο πρόωρων εκλογών, το συμπέρασμα βγαίνει αβίαστα: Προχωράμε έχοντας αποφύγει μια «αιφνίδια καταστροφή» σ? ένα όμως περιβάλλον με μεγάλες αβεβαιότητες…