Δεν είναι η πρώτη φορά που συμβαίνει και δεν θα είναι η τελευταία. Η επανάληψη δεν καθιστά, όμως, ανεκτή την δια «πολυνομοσχεδίων» νομοθέτηση. Αντίθετα, τραυματίζει, κάθε φορά και περισσότερο, τη δημοκρατία.
Το σενάριο είναι γνωστό: η κυβέρνηση διαπραγματεύεται με την τρόικα ως την τελευταία στιγμή και μετά η δόση εξαρτάται από την άμεση θέση σε εφαρμογή των συμφωνηθέντων, που ήταν σχεδόν πάντα αυτά που ζητούσε η τρόικα από την πρώτη στιγμή. Επειδή έτσι δεν μένει χρόνος για μια «κανονική» νομοθετική διαδικασία, η κυβέρνηση αναγκάζεται να περιλάβει σε νομοσχέδια-παλίμψηστα πλήθος ασύνδετων μεταξύ τους διατάξεων, που μόνο κοινό στοιχείο έχουν το επείγον να ψηφιστούν. Ένα επείγον που δεν ήταν εγγενώς, αλλά κατέστη, αναπόφευκτο, από τη στιγμή που η κυβέρνηση δεν είναι μεν, από τον τρόπο εφαρμογής του Μνημονίου, κυρίαρχη των πρωτοβουλιών της, έχει όμως, επιπλέον, επιλέξει να παρακολουθεί –και ενίοτε να κοντράρει- την τρόικα και όχι να προσαρμόζει τις επιταγές του Μνημονίου στις δικές της επιλογές και στις ανάγκες της χώρας. Αποτέλεσμα: νομοθέτηση αδιαφανής, υπό συνθήκες πίεσης, χωρίς ουσιαστική επεξεργασία και συζήτηση και με πλήθος προβλήματα διαδικασίας και ουσίας.
Ας πάρουμε, μετά από τόσα άλλα παραδείγματα, το κείμενο που θα ψηφιστεί σήμερα. Περιλαμβάνει διατάξεις περί φορολογίας, περί διοίκησης και τοπικής αυτοδιοίκησης (αλλάζοντας δομικά τη μεταξύ τους σχέση), παιδείας και υγείας, περιβάλλοντος, ιπποδρομιών και πάει λέγοντας. Μέχρι την τελευταία στιγμή, όπως κάθε φορά, επέρχονται αλλαγές και διορθώσεις. Οι βουλευτές έχουν στη διάθεση τους ελάχιστο χρόνο και έναν τεράστιο και μεταλλασσόμενο όγκο υλικού προς ψήφιση. Η ουσία ξεφεύγει (στη συγκεκριμένη περίπτωση, χάνεται η ευκρίνεια της «μεγάλης φορολογικής μεταρρύθμισης» που πολλές φορές είχε αναγγείλει η κυβέρνηση και είναι τόσο κρίσιμη για την οικονομία μας), λάθη και παραλείψεις εμφιλοχωρούν φυσιολογικά, συνολική πολιτική συζήτηση είναι αδύνατο να λάβει χώρα. Το Σύνταγμα (θεματική νομοθέτηση, ικανός χρόνος συζήτησης, όχι άσχετες διατάξεις) και ο Κανονισμός της Βουλής (τρόπος συζήτησης και ψήφισης) υποτάσσονται στις «ανάγκες της συγκυρίας». Πρόσθετο πρόβλημα σε τέτοια τεράστια κείμενα: ο τρόπος που «αποφασίζεται» η συνταγματικότητα διατάξεων, μετά από εισήγηση της Επιστημονικής Υπηρεσίας της Βουλής που κανείς βουλευτής δεν είχε τη δυνατότητα να μελετήσει, επί διατάξεων που δεν είχε προλάβει να αντιληφθεί, οδηγεί σε μηχανικές απορρίψεις από την πλειοψηφία, που κάθε άλλο παρά υπηρετούν, και αυτές, το κράτος δικαίου.
Κι έτσι καταλήγουμε σε κείμενα – ποταμούς, αλλά ποταμούς χωρίς ζωή και έξω από τη ζωή. Οι βουλευτές δεν προλαβαίνουν να σκεφτούν τι ψηφίζουν και οι πολίτες δυσκολεύονται να καταλάβουν πώς κάποιοι αποφάσισαν ότι θα είναι πια η ζωή τους. Ένα παράδειγμα από το σημερινό πολυνομοσχέδιο: έχει σκεφτεί ποτέ κανείς τι θα πει «κατάργηση ειδικότητας» για εκπαιδευτικούς μέσω μιας διοικητικής απόφασης, τι σημαίνει αυτό για την αξιοπρέπειά τους (κατάργηση μιας ιδιότητας που απέκτησαν μέσα από μελέτη και εμπειρία, που την έκαναν δουλειά ζωής και που τους προσδιορίζει) και για τα παιδιά τα οποία ως χτες δίδασκαν και που από αύριο θα μείνουν μετέωρα; Έχουμε άραγε συναίσθηση, και πρώτοι οι βουλευτές που τραμπαλίζονται από «ψήφισε» σε «ψήφισε», τι καφκικό βήμα συνιστά να αποφασίζει το κράτος για το ποιοι είμαστε και ποιοι επιτρέπεται να είμαστε;
Ασφαλώς οι καιροί είναι δύσκολοι. Ασφαλώς απαιτούνται μέτρα πέρα από τα συνήθη. Ασφαλώς και η νομοθετική διαδικασία πρέπει να προσαρμοστεί στο «δίκαιο της ανάγκης» και στην «εποχή του μονίμως επείγοντος». Ασφαλώς και είναι πιο δύσκολο να προετοιμάσεις, να προβλέψεις, να πείσεις, από το να περάσεις κάτι με τη δύναμη των συσχετισμών και την πίεση των γεγονότων. Με τα συνεχή πολυνομοσχέδια, όμως, δένουμε τα χέρια μας, αντί να ετοιμάζουμε μια διαφορετική πολιτική σελίδα. Συνηθίζουμε τη δημοκρατία μας στην άρνηση, ή έστω την υποτίμηση, της ουσίας της –και οι αντοχές της δημοκρατίας μας δεν είναι πια αυτές που ήταν.