Η χώρα διανύει τη μεγαλύτερη κρίση έχοντας ήδη απεμπολήσει βαθμούς ελευθερίας. Βρισκόμαστε στα πρόθυρα μιας κατάρρευσης που θα μας πισωγυρίσει σε άγνωστες αφετηρίες προς άγνωστους προορισμούς. Το εύρος της προσπάθειας για την αναστροφή αυτής της προοπτικής είναι αντιστρόφως ανάλογο με το διατιθέμενο χρόνο. Πρέπει να γίνουν ολοένα και περισσότερα σε ολοένα και λιγότερο χρόνο.
Σε αυτή τη μοναδικά κρίσιμη συγκυρία το πολιτικό σύστημα και οι πρωταγωνιστές του λειτουργούν ως πολλαπλασιαστές της κρίσης και ελάχιστα συμβάλλουν στην αντιμετώπιση της.
Μετά από σχεδόν πέντε χρόνια ύφεσης, καλπάζουσας ανεργίας και φτώχειας δεν έχει ολοκληρωθεί σχεδόν καμία μεγάλη μεταρρύθμιση, ενώ οι μόνες σημαντικές αλλαγές αφορούν στον περιορισμό του διαθέσιμου εισοδήματος των εργαζομένων και των συνταξιούχων μέσω των περιβόητων οριζόντιων μέτρων. Μετά από σχεδόν πέντε χρόνια κρίσης το όραμα της χώρας προσδιορίζεται από ένα μεσοπρόθεσμο σχέδιο που στο μεγαλύτερο μέρος του, θα έπρεπε να έχει εφαρμοστεί από δεκαετίες, ενώ αφήνει στο απυρόβλητο τις γενεσιουργές αιτίες της κρίσης.
Την ίδια στιγμή η κυριαρχία των ειδικών συμφερόντων εγκλωβίζουν τις πολιτικές εξελίξεις. Η τοπική αυτοδιοίκηση παραμένει ανεξέλεγκτη, συμπαθείς κοινωνικές ομάδες συνεχίζουν να απολαμβάνουν των ειδικών προνομίων τους, ο δημόσιος τομέας παραμένει αλώβητος ενώ η δομή της οικονομίας συνεχίζει να στηρίζεται σε αυθαιρετούντα ολιγοπώλια με πρώτο αυτό στο χρηματοπιστωτικό σύστημα. Η αδικία και η ανασφάλεια οδηγούν σε κοινωνικό ριζοσπαστισμό ενώ τα συμπαγή κρατικοδίαιτα συμφέροντα παρεισφρήουν στο δίκαιο κύμα οργής, αγωνιζόμενα ωστόσο για τη διατήρηση των προνομίων τους.
Μετά από δύο εκλογικές αναμετρήσεις η χώρα βρίσκεται με κυβέρνηση συνεργασίας που ακόμα και ο πιο αδαής θα μπορούσε να έχει σχηματίσει από μηνών ή και ετών, με βάση τους εκάστοτε κοινοβουλευτικούς συσχετισμούς, δίχως τις φθοροποιές και κοστοβόρες έκτακτες προεκλογικές διαδικασίες. Μετά από δύο εκλογικές αναμετρήσεις το κυβερνητικό πρόγραμμα συνεργασίας στοιχειοθετείται από μέτρα που καλύπτουν απαιτήσεις ετών, αποτελούν θέματα ευρείας αποδοχής, και αποτελούν βήματα κακέκτυπου εκσυγχρονισμού. Μετά από δύο εκλογικές αναμετρήσεις το κυβερνητικό σχήμα ουδόλως κατοπτρίζει τις προσδοκίες του εκλογικού σώματος για την ανανέωση και βελτιστοποίηση του πολιτικού προσωπικού. Και το ερώτημα που εγείρεται είναι γιατί τόσο αργά, τόσο λίγα, και από τόσο λίγους.
Πλέον, το πολιτικό φάσμα έχει εμπλουτισθεί με ακραίες εκφάνσεις, με πολιτικούς και πολιτισμικούς λαϊκισμούς, ενώ έχει εκκενωθεί από ουσιώδεις προσεγγίσεις και αντιπαραθέσεις επί των μεγάλων ενοτήτων που συγκροτούν το φάσμα της κρίσης του ελληνικού σχηματισμού. Οι εξαιρέσεις απλώς επιβεβαιώνουν τον κανόνα. Το νέο δίπολο κυριαρχείται από τη μια, τις δυνάμεις που θέλουν την αναπαραγωγή του συστήματος της κρίσης με πρόνοια για όλες αυτές τις βελτιωτικές αλλαγές που είναι αναγκαίες για την ισορροπημένη λειτουργία του. Από την άλλη, τις δυνάμεις ενός αγενή ριζοσπαστισμού και λαϊκιστικής αμφισβήτησης, που με φαντασιόπληκτη και παραληρηματική ανάλυση και την πλήρη αποδοχή κάθε «λαϊκής» διεκδίκησης, αναζητούν κάποιο επαναστατημένο δραχμικό χάος, κάποια νέα αρχή, σε ένα κόσμο διεθνούς απομόνωσης. Ωστόσο, τα γνωστά συνθήματα, οι μηχανισμοί και τα ειδικά συμφέροντα που εγκολπώνονται σε αυτό το αφυές ριζοσπαστικό μόρφωμα προδίδουν τις αντιμεταρρυθμιστικές προθέσεις του.
Το αδιέξοδο της ελληνικής κοινωνίας είναι πασιφανές όσο και το πολιτικό κενό ενός ειλικρινούς, ρεαλιστικού, προοδευτικού, μεταρρυθμιστικού φιλοευρωπαϊκού κινήματος.
Ενός κινήματος των πολιτών με απόλυτη προτεραιότητα την παραμονή της χώρας στην ευρωζώνη και αδιαμφισβήτητη την ευρωπαϊκή ολοκλήρωση της, που:
• Να διεκδικήσει τη σύνταξη ενός ολοκληρωμένου σχεδίου εθνικής ανάπλασης με τις απαραίτητες αλλαγές σε οικονομικό κοινωνικό και πολιτικό επίπεδο. Χωρίς να αρκείται στον κακέκτυπο εκσυγχρονισμό και την ευσταθή αναπαραγωγή του συστήματος που δημιούργησε την κρίση. Εντάσσοντας τα μερικά συμφέροντα στο στον εθνικό σχεδιασμό, το ειδικό στο γενικό.
• Να μιλήσει ειλικρινά για τις απαραίτητες θυσίες και αλλαγές και να αναγορεύσει σε απόλυτο κριτήριο την δίκαιη και ισότιμη κατανομή των βαρών με πρόνοια για τον ελάχιστο κοινωνικό μισθό για κάθε πολίτη σε μια κοινωνία πραγματικά ίσων ευκαιριών .
• Να αναδιοργανώσει την οικονομία στη βάση της εύρυθμης λειτουργίας των ελεύθερων προσβάσιμων και ανταγωνιστικών αγορών, με εποπτεία και ρύθμιση σε αντικατάσταση της ανάπτυξης τους γύρω από κατοχυρωμένα και κρατικοδίαιτα ολιγοπωλιακά και ειδικά συμφέροντα
• Να αναζητήσει και να επιβάλλει το νέο ρόλο του χρηματοπιστωτικού συστήματος στη διάρθρωση και λειτουργία της οικονομικής και κοινωνικής ανάπτυξης με μέριμνα τη φτηνή χρηματοδότηση σε ένα πραγματικά ασφαλές και εποπτευόμενο τραπεζικό σύστημα.
• Να επιβάλλει την ισόρροπη και περιβαλλοντικά βιώσιμη ανάπτυξη, με έμφαση στη γνώση, τις νέες τεχνολογίες, την καινοτομία, την επιχειρηματικότητα.
• Να ανασχεδιάσει τη δημοκρατία με κατοχύρωση 2 θητειών για κάθε εκλόγιμη θέση, την πλήρη διαφάνεια του πολιτικού συστήματος και τη λογοδοσία του πολιτικού προσωπικού. Με τη θέσπιση εξουσιών με αντίρροπές αρμοδιότητες που θα διασφαλίζουν τον διασταυρούμενο έλεγχο και την εύρυθμη λειτουργία του δημοσίου αλλά και την συστημική περιφρούρηση του συλλογικού συμφέροντος και των συνταγματικών αρχών.
Η κρίση είναι ένας ζωντανός οργανισμός που αναπαράγεται και παράγεται από τις καθεστηκυίες δομές, τους αναχρονιστικούς θεσμούς, τις ξεπερασμένες νοοτροπίες. Η αντιπαράθεση με το καρκίνωμα της κρίσης και η υπέρβαση του απαιτεί την αλλαγή σε κάθε επίπεδο αλλά και την κυριαρχία των δυνάμεων της παραγωγικής Ελλάδας έναντι της παρασιτικής. Σε αυτό το πλαίσιο μπορεί η χώρα – ως φερέγγυος εταίρος – να εφαρμόζει μεταρρυθμίσεις που θα απελευθερώνουν νέες δυνάμεις ενισχύοντας τη δυναμική περαιτέρω προσαρμογών και βελτιώσεων με πράξεις, με σχέδιο, με όραμα.
Στη βάση των ως άνω προτεραιοτήτων η κοινωνία των πολιτών προσδοκά και απαιτεί την αναμόρφωση και ανασύνταξη του ευρύτερου χώρου της κεντροαριστεράς. Με νέες ιδέες, νέα πρόσωπα, νέες πρακτικές, γνώση και μέτρο.