Τρεις είναι οι τρόποι που λειτουργούν οι εθνικές επέτειοι. Πρώτον, συγκινούν και κινητοποιούν όταν ακόμα το ιστορικό γεγονός είναι έντονο στη μνήμη της κοινωνίας και των ηλικιών που το έζησαν. Δεύτερον, γραφειοκρατικοποιούνται, κομματικοποιούνται ή στρατιωτικοποιούνται όταν παρέλθει ο χρόνος, αλλάξει η εποχή, οπότε η κοινωνία τις περιμένει σαν μια επιθυμητή αργία. Τρίτον, ανακαλούνται στη συλλογική μνήμη και ανακτούν τον αγωνιστικό τους συμβολισμό όταν το έθνος ζει μια νέα περιπέτεια και χρειάζεται έμπνευση και ενθάρρυνση από το παρελθόν του, όπως στην Κατοχή η Αντίσταση ανακαλούσε το «1821», και ο ποιητής αργότερα αποθέωνε αυτή την ανάκληση: «και επειδή σίμωνε η μέρα που το Γένος είχε συνήθεια να γιορτάζει τον άλλο Σηκωμό τη μέρα πάλι εκείνη ορίσανε για την Έξοδο» (Ελύτης, Άξιον Εστί).
Οι «στρογγυλές» επέτειοι των πενήντα, των εκατό, των διακοσίων ετών μάλλον λειτουργούν σαν διαμεσολαβητές μεταξύ του δεύτερου και του τρίτου τρόπου. Αναρριπίζουν λίγο τον ρουτινιασμένο εορτασμό του ιστορικού γεγονότος, και κατά τούτο αναζωογονούν τη μνήμη του ώστε να μπορεί να ανακληθεί όταν - κακιά η ώρα - χρειαστεί. Τα πενήντα χρόνια από το Πολυτεχνείο επαναλαμβάνουν αυτή την τροπικότητα των εθνικών επετείων. «Αναρριπίζουν» ένα γεγονός που ο εορτασμός του γραφειοκρατικοποιήθηκε είτε από το Κράτος είτε από τα Κόμματα. Ας μην υποτιμούμε αυτή την εξέλιξη, ούτε την εορταστική ρουτίνα του Πολυτεχνείου που έχει επικρατήσει εδώ και πολλά χρόνια. Υπάρχει πάντα η θετική όψη, μια εθνική μαθητική γιορτή σε μια κανονική δημοκρατική χώρα, που την περιμένουν τα παιδιά για να γλιτώσουν το σχολείο, ακούγοντας όμως ταυτόχρονα πόσο πολύτιμη είναι η Ελευθερία. Σε κάθε περίπτωση με τα στρογγυλά πενήντα χρόνια οι «επανεπισκέψεις» του γεγονότος πολλαπλασιάστηκαν είτε αφορούν τους απλούς εορτασμούς, είτε τον ιστορικό αναστοχασμό, είτε την καλλιτεχνική δημιουργία. Εξού και το παρόν βιβλίο που ετοίμασε ΤΟ ΒΗΜΑ.
Μια άλλη κανονικότητα, είναι οι διαφορετικές «προσλήψεις» και ερμηνείες που δίνει στο Γεγονός κάθε εποχή και κάθε παράταξη, ανάλογα με τον «ορίζοντα των προσδοκιών τους». Το Πολυτεχνείο προσφέρθηκε σε πολλές και διαδοχικές αξιολογήσεις και ερμηνείες. Όλες όμως δομήθηκαν στο ίδιο μοτίβο: πριν – τώρα – μετά. Ή αλλιώς, ποιες διεργασίες κατέληξαν στο Πολυτεχνείο; Τι συνέβη το τριήμερο του Πολυτεχνείου; Τι ακολούθησε μετά το Πολυτεχνείο και πώς οι μετέπειτα εξελίξεις σχετίστηκαν με το Πολυτεχνείο; Δεν πρόκειται για μια τυπική χρονική ροή αφήγησης, αλλά για αλυσίδα γεγονότων, συγκρούσεων, αποφάσεων που καθόρισαν το Γεγονός-Πολυτεχνείο και τις εκ των υστέρων «προσλήψεις» του.
Ξέρουμε πλέον αρκετά για τα πριν - που ήταν άλλωστε η πιο «σκοτεινή» και κρυμμένη όψη των γεγονότων. Το Πολυτεχνείο προέκυψε στη διασταύρωση τριών πολιτικών εξελίξεων. Και οι τρεις δρομολογήθηκαν στη διετία 1972-74, που μπορεί να θεωρηθεί δεύτερη περίοδος της δικτατορίας.Στην πρώτη περίοδο 1967-1971η δικτατορία είχε σταθεροποιηθεί με την έννοια ότι στο εσωτερικό δεν υπήρχε δύναμη ικανή να το ανατρέψει. Την ίδια όμως στιγμή,
δεν είχε κερδίσει τη συναίνεση και την αποδοχή της κοινωνίας. Οι αντιστασιακές οργανώσεις που δρούσαν στην παρανομία είχαν λίγα μέλη, όταν συλλαμβάνονταν υφίσταντο αποτρόπαια βασανιστήρια και πολύχρονες ποινές φυλάκισης, όμως διατηρούσαν ζωντανή την αμφισβήτηση προς το καθεστώς. O πολιτικός κόσμος επίσης αρνήθηκε σχεδόν στο σύνολό του να συνεργαστεί με τη δικτατορία. Πράγματι, σε αντίθεση με άλλα παρόμοια καθεστώτα όπως της Χιλής όπου η στρατιωτική και η πολιτική Δεξιά συνεργάστηκαν, η ελληνική δικτατορία απομονώθηκε από την εγχώρια Δεξιά, χάνοντας βαθμιαία και τη λίγη συναίνεση που είχε βρει αρχικά σε εκείνο το ακροατήριο. Ακόμα περισσότερο απομονωμένη ήταν η δικτατορία στο εξωτερικό. Μπορεί να είχε τη στήριξη της αμερικανικής κυβέρνησης ιδίως μετά το 1970, όταν εξαιτίας της επικράτησης του Καντάφι στη Λιβύη τής έγιναν πιο απαραίτητες οι ελληνικές στρατιωτικές βάσεις, αλλά το Κογκρέσο πίεζε επανειλημμένα την αμερικανική κυβέρνηση να ενθαρρύνει την επάνοδο στη δημοκρατία. Πολύ πιο μαχητική ήταν η αποδοκιμασία του δικτατορικού καθεστώτος από τη δημοκρατική αντιφασιστική ευρωπαϊκή κοινή γνώμη, ιδίως στις σκανδιναβικές χώρες, την Ολλανδία και την Ιταλία. Η συμφωνία σύνδεσης με την ΕΟΚ είχε ανασταλεί, ενώ το Συμβούλιο της Ευρώπης καταδίκασε τη χώρα για τη συστηματική πρακτική των βασανιστηρίων. Προοπτικά, η συμμετοχή της Ελλάδας στο ευρωπαϊκό γίγνεσθαι διέτρεχε όλο και εμφανέστερο κίνδυνο γεγονός που ανησυχούσε ιδιαιτέρως τις επιχειρηματικές δυνάμεις. Κοντολογίς, περισσότερο από σταθερό, το καθεστώς ήταν ακινητοποιημένο, έπρεπε να αποφασίσει την εξέλιξή του και όπως συμβαίνει συνήθως στις δικτατορίες όταν βρεθούν σε ανάλογα διλήμματα, διχάζονται στο εσωτερικό τους μεταξύ των soft-liners και των hardliners – μεταξύ των «μετριοπαθών» και των «σκληρών». Έτσι συνέβη και με την ελληνική χούντα. Το πιο πολιτικοποιημένο τμήμα υπό τον Γ. Παπαδόπουλο επιχείρησε την ελεγχόμενη φιλελευθεροποίηση και το πιο στρατοκρατικό υπό τον Δ. Ιωαννίδη αντιτάχθηκε επιμένοντας στη διατήρηση της άκαμπτης δικτατορίας.Έτσι ξεκίνησε η απόπειρα «φιλελευθεροποίησης» της δικτατορίας και η συνακόλουθη ενδοχουντική αντιπαράθεση.Και αυτή ήταν η πρώτη πολιτική εξέλιξη στην τροχιά της οποίας προέκυψε το Πολυτεχνείο.
Η δεύτερη εξέλιξη ήταν επίσης απότοκο της «φιλελευθεροποίησης» αλλά αφορούσε την αντίθεση αυταρχική εξουσία-δημοκρατική αντίσταση. Γνώριμη και αυτή από τη διεθνή εμπειρία: όταν τα αυταρχικά καθεστώτα «χαλαρώνουν τα λουριά» ενισχύεται η αντίσταση με αποτέλεσμα η εξουσία να «ξανασφίγγει τα λουριά». Στη συγκεκριμένη περίπτωση, εμφανίζονται επίσης δύο βασικές αντιθετικές γραμμές αλλά τούτη τη φορά στο χώρο της αντίστασης. Η μία επιδιώκει τη συνεχή διεύρυνση των περιθωρίων δράσης αποφεύγοντας μια άκαιρη μετωπική σύγκρουση με τη δικτατορία που θα έκλεινε πρόωρα τις δυνατότητες του κινήματος. Η δεύτερη στοχεύει αυτή καθαυτή τη «φιλελευθεροποίηση» φοβούμενη ότι ο πολιτικός ελιγμός της δικτατορίας μειώνει τη μαχητικότητα των μαζών ενσωματώνοντάς τες στο καθεστώς. Όλες αυτές τις εμπειρίες έζησε ο νέος πρωταγωνιστής της αντίστασης, η νέα φοιτητική γενιά που άρχισε να κάνει αισθητή την παρουσία από τις αρχές του 1972 με ανοιχτέςκινητοποιήσεις, ολιγάριθμες στην αρχή αλλά όλο και πιο μαζικές στη συνέχεια. Πράγματι, τα γεγονότα που προκάλεσε τη διετία 1972-1974 η διαλεκτική χαλάρωμα- αντίσταση-νέα καταπίεση ήταν καταιγιστικά. Τον Νοέμβριο του 1972 στο πλαίσιο της «φιλελευθεροποίησης», η δικτατορία προκήρυξε εκλογές στους φοιτητικούς συλλόγους πιστεύοντας ότι θα νομιμοποιούσε τις εγκάθετες διοικήσεις τους. Το φοιτητικό αντιστασιακό κίνημα εκμεταλλεύεται το άνοιγμα πραγματοποιώντας μαζικές για την εποχή εκείνη διαδηλώσεις. Το καθεστώς απαντά εντείνοντας την καταπίεση, διακόπτει τις σπουδές καιεπιστρατεύειστα μέσα Φεβρουαρίου 1973 τους φοιτητές που είχαν πρωταγωνιστήσει. ‘Όμως τον Φεβρουάριο του 1973 θα γίνει η πρώτη κατάληψη της Νομικής Σχολήςκαι οι κινητοποιήσεις θα συνεχιστούν ώς τις αρχές του καλοκαιριού. Η δικτατορία θα απαντήσει με συλλήψεις και άγρια βασανιστήρια δεκάδων φοιτητών. ΤονΜάιο του 1973 η χούντα μόλις πρόλαβε την εκδήλωση του «κινήματος του ναυτικού» το οποίο προσέβλεπε στον Κ. Καραμανλή και τον Βασιλιά. Θα απαντήσει με συλλήψεις και κτηνώδη βασανιστήρια των αναμεμειγμένων αξιωματικών. Όμως το γεγονός ότι εκδηλώθηκε για πρώτη φορά αντίδραση μέσα από τις ίδιες τις ένοπλες δυνάμεις, δημιούργησε μια αίσθηση αστάθειας του καθεστώτος Παπαδόπουλου. Μέσα σε αυτή τη νέα πολιτική ατμόσφαιρα, το δικτατορικό καθεστώς και ο Γ. Παπαδόπουλος επιχείρησαν «φυγή προς τα εμπρός» το καλοκαίρι του 1973. Ελεγχόμενο δημοψήφισμα τον Ιούλιο του 1973 που καταργεί τη Βασιλεία, αυτοαναγόρευση του Γ. Παπαδόπουλου σε Πρόεδρο της Δημοκρατίας, εκτεταμένη αμνηστία στους πολιτικούς κρατούμενους. κατάργηση του στρατιωτικού νόμου, ανάθεση της κυβέρνησηςστον Σπύρο Μαρκεζίνη, παλαιό πολιτικό της συντηρητικής παράταξης, με στόχο να προχωρήσει σε εκλογές. Όλα αυτά τα ανοίγματα ενίσχυσαν αντί να αποδυναμώσουν τις μαζικές αντιδράσεις που ζητούσαν πλέον το τέλος της δικτατορίας με όλο και πιο μαχητικό τρόπο όπως είχε φανεί στη μαζική διαδήλωση με αφορμή το μνημόσυνο του Γεωργίου Παπανδρέου στις 4 Νοεμβρίου 1973, λίγες μέρες πριν το Πολυτεχνείο
Η τρίτη πολιτική εξέλιξη που συμπλέχτηκε με τα γεγονότα του Πολυτεχνείου αλλά και την μετέπειτα τραγωδία της Κύπρου ήταν πιο σκοτεινή. Οι «σκληροί» του καθεστώτος συσπειρωμένοι υπό τον Δ. Ιωαννίδη, αποφάσισαν όπως σήμερα ξέρουμε, ήδη από τον Σεπτέμβριο του 1973 να κινηθούν για να ανατρέψουν τον Παπαδόπουλο για να θέσουν τέρμα στη φιλελευθεροποίηση, αλλά και γιατί θεωρούσαν ότι η εξουσία του χαρακτηριζόταν όλο και περισσότερο από κρούσματα διαφθοράς και νεποτισμού, που πρόδιδαν τις αρχές της «Επανάστασης του 1967».Ταυτόχρονα ενεργοποιήθηκαν και στο κυπριακό πρόβλημα, γεγονός πολύ πιο επικίνδυνο όπως θα αποδειχτεί λίγους μήνες αργότερα. Ήδη στην Κύπρο διεξαγόταν ένας μικρός εμφύλιος, είχε συσταθεί η ακροδεξιά ΕΟΚΑ Β’ υπό τον Γ. Γρίβα που είχε επιστρέψει στα τέλη του 1971, με στόχο την ανατροπή του Μακάριου και την πραγματοποίηση της «ένωσης» - ιερό δισκοπότηρο των εθνικιστών της εποχής. Από την αρχή της η δικτατορία είχε φλερτάρει με την ιδέα και ήδη το 1967 είχε προσπαθήσει να κερδίσει τη συναίνεση της Τουρκίας σε μια ανταλλαγή της ένωσης έναντι κάποιων εδαφικών και θεσμικών παραχωρήσεων. Εγκατέλειψαν όμως γρήγορα το σχέδιο όταν διαπίστωσαν ότι ήταν ένα επικίνδυνο παιχνίδι που μπορούσε να καταλήξει σε πόλεμο με την Τουρκία – τόσο που λίγους μήνες αργότερα υποχρεώθηκαν να αποσύρουν την ελληνική μεραρχία από την Κύπρο καθώς είχε εμπλακεί σε φονικές επιχειρήσεις κατά Τουρκοκυπρίων. Σε κάθε περίπτωση, το 1973 είχε διαμορφωθεί ένα ενιαίο πεδίο όπου οι εξελίξεις στην Ελλάδα και την Κύπρο διαπλέχτηκαν αξεδιάλυτα και η αντιπαράθεση είχε αποκρυσταλλωθεί σε δύο δίδυμα: Μακάριου-Παπαδόπουλου από τη μια Ιωαννίδη-Γρίβα από την άλλη.
Το Πολυτεχνείο προέκυψε στη διασταύρωση των τριών αυτών εξελίξεων. Το χρονικό έχει ειπωθεί και γραφτεί έκτοτε αλλεπάλληλες φορές, οι πρωταγωνιστές έχουν καταθέσει τη μαρτυρία τους, οι δημοσιογράφοι και οι ερευνητές έχουν φωτίσει όλα τα περιστατικά, όχι μόνο για την Αθήνα, αλλά και τη Θεσσαλονίκη, τα Ιωάννινα και την Πάτρα. Για όσους και όσες συμμετείχαν τότε, άλλοι περισσότερο άλλοι λιγότερο, το Πολυτεχνείο και ευρύτερα η αντιδικτατορική δράση, αποτέλεσε βίωμα ανεξίτηλο στη ζωή τους.Ήταν από εκείνες τις ατομικές εμπειρίες όπου το θάρρος και ο φόβος, η γιορτή και το άγχος, η ευφρόσυνη εξέγερση και η αίσθηση ευθύνης, συμπλέκονται κατά τρόπο μοναδικό στη διάρκεια του βίουενός ανθρώπου. Ήταν επίσης από τις ιστορικές στιγμές που διαμορφώνουν μια «γενιά» - δεμένημε αόρατους δεσμούς που αντέχουν τις τότε αντιθέσεις και τα διαφορετικά μονοπάτια της ζωής που περπάτησε αργότερα ο καθείς και η καθεμία. Γενιά που ονοματοδότησε μια πολιτική κουλτούρα όχι τόσο γιατί την παρήγαγε η ίδια, αλλά γιατί της την φόρτωσε αργότερα ο Μύθος του Πολυτεχνείου είτε για να την επαινέσει είτε για να την καταδικάσει.Το τριήμερο του Πολυτεχνείου υπήρξε ένα «έργο σε εξέλιξη». Ξεκίνησε σαν άλλη μία πανεπιστημιακή κατάληψη για να εξελιχθεί σε ένα μαζικό ξέσπασμα, ξεσηκωμό ή εξέγερση – αν και ο τελευταίος όρος φαντάζει υπερβολικός. Ήταν ένα «έργο» που στη διάρκειά του επινοούσε συνεχώς τον εαυτό του μέσα από μια εντυπωσιακή διαλεκτική αυθόρμητης διαθεσιμότηταςκαι πολιτικής καθοδήγησης, αυτοοργάνωσης και αυτοπειθαρχίας που βασίστηκαν στην ενστικτώδη κατανόηση της ευθύνης και όχι στην ιεραρχία. Το «έργο» εξελίχθηκε από τοπικό-φοιτητικό, σε μείζον εθνικό πολιτικό γεγονός. Σε όλη αυτή την τροχιά διατήρησε την πολυχρωμία των αντιλήψεων και των ιδεών για να τις συνθέσει όμως βαθμιαία στην επίκληση της ελευθερίας και της δημοκρατίας, κοντολογίς στο αίτημα της ανατροπής της δικτατορίας. Η αναζήτηση κάποιου «ευρύτερου μηνύματος ή περιεχομένου του Πολυτεχνείου» θα ήταν ενασχόληση στελεχών και των πολιτικών οργανώσεων αργότερα,στους καλύτερους καιρούς που ακολούθησαν – στη Μεταπολίτευση δηλαδή.
Το Πολυτεχνείο έληξε τις πρώτες ώρες του Σαββάτου με την εισβολή του τεθωρακισμένου, το γκρέμισμα της πύλης, τις εκατοντάδες συλλήψεις, τη μαζική βία, και την κήρυξιν στρατιωτικού νόμου καθ’ άπασα την Επικράτειαν. Η υπόθεση όμως είχε συνέχεια. Λίγες μέρες αργότερα, στις 25 Νοεμβρίου 1973, η σκληροπυρηνική πτέρυγα του Ιωαννίδη θα ανατρέψει με νέο πραξικόπημα τον Παπαδόπουλο και την κυβέρνηση Μαρκεζίνη. Στη Μεταπολίτευση διατυπώθηκε η εικασία ότι οι ιωαννιδικοί «είχαν υποθάλψει» τον ξεσηκωμό του Πολυτεχνείου ώστε με αφορμή την έκρυθμη κατάσταση να ανατρέψουν τον Παπαδόπουλο. Με τα στοιχεία που σήμερα πλέον διαθέτουμε, η υπόθεση διαψεύδεται, με την έννοια ότι η απόφαση και η αποφασιστικότητα των «σκληρών» να επέμβουν είχε αποκρυσταλλωθεί αρκετό καιρό πριν. Επίσης αστήρικτη είναι η υπόθεση ότι οι «Αμερικανοί» ενορχήστρωσαν την ανατροπή των Παπαδόπουλου-Μαρκεζίνη γιατί αρνήθηκαν να εξυπηρετήσουν τις στρατιωτικές ανάγκες τους κατά τη διάρκεια του Πολέμου του Γιομ Κιπούρ μεταξύ Ισραήλ και Αράβων που ξέσπασε στις αρχές Οκτωβρίου 1973. Σε κάθε περίπτωση ξεκίνησε η σκοτεινότερη φάση της δικτατορίας. Η συνοχή της Δικτατορίας αλλά και γενικότερα των ενόπλων δυνάμεων είχε πλέον διαρραγεί από εσωτερικές συγκρούσεις και αμοιβαία δυσπιστία, η στρατιωτική ιεραρχίαείχε κλονιστεί καθώς οι κατώτεροι αξιωματικοί είχαν κερδίσει πολλούς πόντους στο σύστημα εξουσίας. Επρόκειτο πλέον για ένα καθεστώς χωρίς συναίνεση και δικαίως καταγράφτηκε σαν «κράτος της ΕΣΑ» καθώς ο βάρβαρος μηχανισμός της Ελληνικής Στρατιωτικής Αστυνομίας (ΕΣΑ) που ελεγχόταν από τον Ιωαννίδη είχε αναδειχθεί στον βασικό πυλώνα του καθεστώτος. Η κυβέρνηση ήταν ένα ασήμαντο συνοθύλευμα υποτακτικών του δικτάτορα. Την ίδια περίοδο είχε αρχίσει να επιδεινώνεται και η οικονομική κατάσταση, καθώς γίνονταν αισθητές οι επιπτώσεις της πετρελαϊκής κρίσης του 1973. Το καθεστώς του Ιωαννίδη προσπάθησε να αναπληρώσει την απουσία συναίνεσης στο εσωτερικό με έναν εθνικό «θρίαμβο»: την ένωση της Κύπρου με την Ελλάδα. Δεν ήταν μια έμπνευση της στιγμής, αλλά μια σταθερή επιδίωξη των εθνικιστικών κύκλων της Δικτατορίας οι οποίοι όπως είδαμε, δρούσαν σε συνεννόηση με τις αντίστοιχες δυνάμεις στην Κύπρο. Πράγματι, το καθεστώς Ιωαννίδη σε συνεργασία με την συνωμοτική ακροδεξιά αντιμακαριακή οργάνωση ΕΟΚΑ Β’ στην Κύπρο και μετά από σκοτεινές παροτρύνσεις αμερικανικών μυστικών υπηρεσιών, επιχείρησε το πραξικόπημα κατά της νόμιμης κυβέρνησης του αρχιεπισκόπου Μακαρίου στις 15 Ιουλίου 1974. Από τις μελέτες που διαθέτουμε φαίνεται ότι ο Ιωαννίδης πίστευε ή παραπλανήθηκε από τους συνδέσμους του με τη CIA ότι οι «Αμερικανοί» θα περιόριζαν την επέμβαση της Τουρκίας σε ένα μικρό εδαφικό χώρο εφαρμόζοντας πρακτικά το σχέδιο για τη «διπλή ένωση». Το αποτέλεσμα όμως ήταν καταστροφικό καθώς έδωσε την ευκαιρία στην Τουρκία να εισβάλλει και να καταλάβει σε δύο φάσεις το 40% της νήσου, με το επιχείρημα ότι ως εγγυήτρια δύναμη είχε την υποχρέωση να προστατέψει το τουρκικό στοιχείο. Η χούντα σε κατάσταση διάλυσης πλέον, δεν ήταν ικανή να αντιμετωπίσει την εμπόλεμη κατάσταση που είχε δημιουργηθεί. Κατέρρευσε υπό το βάρος της κυπριακής τραγωδίας την οποία η ίδια είχε προκαλέσει και της βουβής εθνικής αγανάκτησης. Οικτρό τέλος της πιο δραματικής περιόδου της μετεμφυλιακής ιστορίας μας. Στις 24 Ιουλίου 1974 ήρθε η ώρα τη δημοκρατικής Μεταπολίτευσης.
Όπως φαίνεται από την ανασκόπηση, η αλληλουχία των γεγονότων στη διετία 1973-74 ήταν καταιγιστική, η συμπύκνωση του πολιτικού-ιστορικού χρόνου εξαιρετική. Αυτό επέδρασε καθοριστικά στις αξιολογήσεις και τις ερμηνείες του Πολυτεχνείου που ακολούθησαν. Αν ρωτούσες ποιες ήταν οι επιπτώσεις του Πολυτεχνείου για παράδειγμα τον Μάρτιο του 1974, η απάντηση θα ήταν ότι εκμηδένισε τις δυνατότητες ανοιχτής μαζικής αντίστασης του φοιτητικού κινήματος. Ήταν πράγματι ένα καταθλιπτικό εξάμηνο όπου όλα «τα σκέπαζε η φοβέρα και τα πλάκωνε η σκλαβιά»: τα στελέχη του κινήματος είχαν περάσει στην παρανομία, βασικές αντιστασιακές οργανώσεις εξαρθρώνονταν από τη Ασφάλεια, οι συλλήψεις και τα βασανιστήρια βρίσκονταν στην ημερήσια διάταξη. Οι μαρτυρίες και οι αναμνήσεις των στελεχών του τότε φοιτητικού κινήματος περιγράφουν αυτή την κατάσταση. Αν έκανες την ίδια ερώτηση στις 16 Ιουλίου 1974 ο απολογισμός θα ήταν ακόμα βαρύτερος γιατί θα είχε προστεθεί η τραγωδία της Κύπρου. Λίγους μήνες όμως αργότερα, π.χ. στις 24 Νοεμβρίου 1974 όταν μια γιγάντια πορεία τίμησε την πρώτη επέτειο του Πολυτεχνείου. Η αποτίμηση είχε αλλάξει πλήρως: το Πολυτεχνείο 1973 είχε γίνει πλέον ο καταστατικός μύθος της δημοκρατικής Μεταπολίτευσης. Πολυτεχνείο – Κύπρος - Μεταπολίτευση: αυτή η συμπύκνωση του πολιτικού χρόνου οδήγησε πολλές μετέπειτα αναλύσεις να μετατρέψουν τη χρονική εγγύτητα σε αιτιακές σχέσεις και παρήγαγε αρκετές «ιστορίες του εάν». Το Πολυτεχνείο έριξε τη δικτατορία; Όχι βέβαια: η τραγωδία της Κύπρου έριξε τη δικτατορία και καθόρισε την ταχύτητα και τη ριζικότητα της μετάβασης στη δημοκρατία. Εάν δεν είχε γίνει το Πολυτεχνείου θα γλύτωνε η Κύπρος; Καθόλου βέβαιο: η «ένωση» ήταν συγκροτησιακή ιδεολογία των εθνικιστών δικτατόρων που ενθαρρύνθηκε από αμερικανικού κύκλους και ο τυχοδιωκτισμός θα μπορούσε να γίνει έτσι κι αλλιώς. Εάν δεν γινόταν το Πολυτεχνείο θα συνεχιζόταν η «φιλελευθεροποίηση» και θα αποτρεπόταν η έλευση των ιωαννιδικών; Καθόλου βέβαιο: ο διχασμός στο εσωτερικό της χούντας είχε οξυνθεί τόσο που η σύγκρουση θα μπορούσε να γίνει με άλλη ευκαιρία.Το Πολυτεχνείο απέτρεψε μια μετάβαση «α λα τούρκα» σε μια περιορισμένη δημοκρατία όπου ο Στρατός θα έλεγχε την πολιτική εξουσία; Η «α λα τούρκα» εκδοχή μάλλον θα ήταν η λιγότερο πιθανή, για μια χώρα της Νότιας Ευρώπης. Όπως συνέβη στην Ισπανία και την Πορτογαλία, η «κανονική» ευρωπαϊκή δημοκρατία περιθωριοποίησε γρήγορα τα δυναμικά στηρίγματα του παλαιού καθεστώτος.
Όλα αυτά και άλλα πολλά ήταν «εάν», ερωτήματα και ερμηνείες που απασχόλησαν, αν δεν συνεχίζουν να απασχολούν, τους πρωταγωνιστές, τα πολιτικά στελέχη και τη Γενιά που έζησε από κοντά τα γεγονότα.Τελικά όμως, το Γεγονός κέρδισε τις περιστάσεις και τις πολιτικές αντιθέσεις που το παρήγαγαν. Αναδύθηκε σαν σύμβολο αντίστασης και ως τέτοιο πήρε τη θέση του δίπλα στα άλλα εθνικά σύμβολα για να λειτουργεί σαν παρακαταθήκη.
Έτσι, στη Μεταπολιτευτική περίοδο το Πολυτεχνείο ως Μύθος και ως Σύμβολο πλέον πήρε τον δικό του δρόμο. Κατασκευάστηκαν πολλά «Πολυτεχνεία» που συνυπήρξαν αλλά και συγκρούστηκαν μέσα στη ροή της γενικότερης πολιτικής αντιπαράθεσης.Υπήρξε καταρχάς το Πολυτεχνείο ως εθνικό-παλλαϊκό σύμβολο, ως ηθική-πολιτική νομιμοποίηση μιας αντιφασιστικής δημοκρατίας -που δεν ήταν αυτομάτως και αντιολοκληρωτικής. Γιορτή που «δικαίωνε» τη σιωπηλή αντίθεση στη δικτατορία μεγάλης μερίδας της κοινωνίας,αλλά που επίσης σιωπηλά, αναπλήρωνε ψυχολογικά τις όποιες ενοχές για την μαζική αντίσταση που δεν έγινε. Οι επιδράσεις όμως της παλλαϊκής αναγνώρισης του Πολυτεχνείου δεν περιορίστηκαν μόνο στο συμβολικό επίπεδο. Επέβαλε π,χ, πολιτικές και κοινωνικές συμπεριφορές, προς το καλό και το κακό, όπως τον χαρακτήρα των μαζικών κινητοποιήσεων, ιδίως στους πανεπιστημιακούς χώρους. Διαμόρφωσε διαδικασίες λήψης αποφάσεων συνελευσιακού τύπου που έγιναν υποχρεωτικό πρότυπο στους διάφορους μαζικούς και συνδικαλιστικούς χώρους. Άλλαξε τις οικογενειακές σχέσεις μακροπρόθεσμα, δίνοντας κύρος στη «νεότητα», τον «φοιτητή» αλλά και την «φοιτήτρια», μεταβάλλοντας σταθερά και ριζικά τη σχέση των γενεών μέσα στην οικογένεια και τις αντιλήψεις για την αγωγή των παιδιών.
Η μεταπολιτευτική Ελλάδα ήταν όπως ξέρουμε μια κομματική δημοκρατία, και έτσι το Πολυτεχνείο «νοηματοδοτήθηκε» διαφορετικά από κάθε παράταξη. Τα δύο κομμουνιστικά κόμματα, οι νεολαιίστικες οργανώσεις τους ΚΝΕ και Ρήγας Φεραίος, όπως και η εξωκοινοβουλευτική αριστερά, εύκολα ενέταξαν το Πολυτεχνείο στις δικές τους αγωνιστικές παραδόσεις και τελετουργίες. Άλλωστε οι νεαροί κομμουνιστές και οι νεαρές κομμουνίστριες είχαν πρωταγωνιστικό ρόλο στην αντιδικτατορική πάλη και στο Πολυτεχνείο, και στη όταν ήρθε η Μεταπολίτευση, στελέχωσαν τα αντίστοιχα κόμματα.
Αντιθέτως, το ΠΑΣΟΚ. κατασκεύασε τη δική του ιστορική γενεαλογία πηγαίνοντας ανάποδα στον χρόνο: Πολυτεχνείο – Αντίσταση / ΕΑΜ – Βενιζέλος. Ανέμειξε ιστορικά αντίπαλες δυνάμεις που στη διαδρομή αυτή είχαν συγκρουστεί, και επιχείρησε να ενσωματώσει την αριστερή παράδοση παρακάμπτοντας τη σφραγίδα του ΚΚΕ. Εξήρε τον αυθορμητισμό της εξέγερσης γιατί συγγένευε με τον κινηματικό χαρακτήρα του νέου φορέα, αλλά και γιατί μείωνε την αίγλη και τον ρόλο της κομμουνιστικής Αριστεράς στον αντιδικτατορικό αγώνα. Έτσι το Πολυτεχνείο έγινε ουσιαστικό και πολυσήμαντο σύμβολο-εργαλείο για τη συγκρότηση της πολυσυλλεκτικότητας, του αντιδεξιού και αντιαμερικανικού παπανδρεϊκού λόγου που χαρακτήρισαν το ΠΑΣΟΚ της πρώτης μεταπολιτευτικής περιόδου.
Την ίδια περίοδο, το Πολυτεχνείο για τη ΝΔ ήταν μια «καυτή πατάτα» που τής πέταξε η μετεμφυλιακή ιστορία, μια διαρκής υπόμνηση της συνέχειας των ευθυνών του «κράτους της Δεξιάς» για τη δικτατορία, την ίδια ώρα που ο Κ. Καραμανλής οικοδομούσε τη νέα φυσιογνωμία τής συντηρητικής παράταξης. Σήμερα ξέρουμε ότι στην πρώτη μεταπολιτευτική περίοδο, η ΝΔ έβαλε τη σφραγίδα της στους θεσμούς, ενώ στο ιδεολογικό επίπεδο ηγεμόνευσαν το ΠΑΣΟΚ και η κομμουνιστική Αριστερά. Η αμηχανία της αντιμετωπίστηκε από τη μια με τη σιωπή ως προς την πρόσφατη ιστορία και από την άλλη με την άμεση θεσμοθέτηση του γεγονότος. Όταν ο Κ. Καραμανλής προκήρυξε της πρώτες ελεύθερες εκλογές στις 17 Νοεμβρίου 1974, οι αντίπαλοί του το θεώρησαν κάτι σαν ιεροσυλία, σήμερα μπορεί να ιδωθεί σαν επικύρωση του Πολυτεχνείου ως καταστατικού μύθου της Μεταπολίτευσης.
Πέρα όμως από τις πολιτικές-παραταξιακές ερμηνείες, το Πολυτεχνείο προανήγγελλε κοινωνικούς και πολιτισμικούς μετασχηματισμούς που βρίσκοντας σε εξέλιξη παράλληλα στην Δύση και στον Κόσμο. Ήταν μια εθνική και αργοπορημένη εκδοχή του «κινήματος 1968» με όλες τις αλλαγές στις νοοτροπίες, στις συμπεριφορές και στα ήθη της κοινωνίας που επέφερε. Ήταν επίσης από τα πρώτα ελληνικά mediaevent, προάγγελος της κοινωνίας του θεάματος που αναδυόταν. Η φωτογραφία του τεθωρακισμένου μπροστά από την πύλη πέρασε στην παγκόσμια εικονογραφία, όπως η φωτογραφία του ηρωικούΧιλιανού προέδρου Σαλβατόρε Αλλιέντε, λίγο πριν δολοφονηθεί από τους πραξικοπηματίες του Πινοσέτ τον Σεπτέμβριο 1973.
Ίσως όμως οι πολυεπίπεδοι αυτοί μετασχηματισμοί αποτυπώθηκαν καθαρότερα σε αυτό που ονομάστηκε «γενιά του Πολυτεχνείου», ακριβώς γιατί υπήρξε πολλαπλά μεταιχμιακή, ιστορικά, ιδεολογικά, κοινωνικά, ψυχολογικά, όπως και η περίοδος μέσα στην οποία διαμορφώθηκε. Τελευταία γενιά των καταστάσεων εκτάκτου ανάγκης στην Ελλάδα του 20ου αιώνα, πρώτη γενιά της δημοκρατικής εξομάλυνσης και της κανονικότητας. Τελευταία γενιά της ανέχειας και του αγώνα της επιβίωσης, πρώτη γενιά της κοινωνίας της ευημερίας. Γενιά που ζυμώθηκε με την εθνική πραγματικότητα, πρώτη γενιά της διεθνοποίησης και της παγκόσμιας μαζικής κουλτούρας.
Το Πολυτεχνείο καταστατικός μύθος της Μεταπολίτευσης ήταν φυσικό να ενσωματωθεί στην πολιτική ζωή και στις κομματικές διελκυστίνδες του τόπου. Στο μέτρο αυτό υφίστατο το κλίμα, την κριτική ή την απογοήτευσηπου κατά καιρούς ένοιωθαν ευρέα τμήματα της κοινής γνώμης προς την πολιτική και τους πολιτικούς. Επιπλέον, η κομματική εκμετάλλευση της μνήμης και των επετειακών εκδηλώσεων, η επαναλαμβανόμενη βία των «μπάχαλων» κατά την ετήσια πορεία, απομάκρυνε τους απλούς πολίτες συντομότερα ίσως από όσο ο χρόνος και η απόσταση από το γεγονός δικαιολογούσαν. Θα ήταν λάθος όμως να μιλήσουμε για απομυθοποίηση, καθώς ποτέ δεν αμφισβητήθηκε η συμβολή του και ο συμβολισμός του ως κορυφαία πράξη του μαζικού αντιστασιακού κινήματος. Και όπως συμβαίνει με τους εθνικούς μύθους, πήρε τη θέση του στο πάνθεο της σύγχρονης Ελλάδας, όλο και πιο απομακρυσμένο στο χρόνο, διαθέσιμο για όσους θέλουν να το τιμούν, ανυπεράσπιστο σε όσους θέλουν να το εκμεταλλευτούν, ευφρόσυνο σαν γιορτή και σαν αργία για μικρούς και μεγάλους - όπως η 25η Μαρτίου, όπως η 28η Οκτωβρίου, όπως οι άλλες σημαδιακές ημερομηνίες της εθνικής μας πορείας.
Το κείμενο αυτό γράφτηκε για το αφιέρωμα του ΒΗΜΑΤΟΣ ΤΗΣ ΚΥΡΙΑΚΗΣ, «Πολυτεχνείο 1973.
50 χρόνια μετά, μία νέα ματιά στα γεγονότα που διαμόρφωσαν τη Μεταπολίτευση.
Οι άγνωστες πτυχές της φοιτητικής εξέγερσης,
το δραματικό τριήμερο και όσα αποκαλύπτουν οι πρωταγωνιστές»
Πηγή: www.tovima.gr