Πόλωση για την πόλωση;

Παναγιώτης Παναγιώτου 07 Ιαν 2013

Η σύγχυση μεταξύ πολιτικών και ποινικών ευθυνών δημιουργεί συνθήκες υπονόμευσης ενός ήδη εξαιρετικά ασταθούς πολιτικού συστήματος. Μια ανεξέλεγκτη και χωρίς συντεταγμένες εναλλακτικές λύσεις κατάρρευσή του μπορεί να οδηγήσει τη χώρα σε καταστροφή ή σε αντίθετες από τις οποιεσδήποτε υποτιθέμενες προοδευτικές, με εισαγωγικά ή μη, εξελίξεις…

Υπ’ αυτή την έννοια, η τακτική επιλογή μιας ευρύτερης «πολιτικής πόλωσης» από τον ΣΥΡΙΖΑ με αφορμή τη συγκρότηση προκαταρκτικής επιτροπής για τη διερεύνηση ποινικών ευθυνών στην υπόθεση της «λίστας Λαγκάρντ» θα έπρεπε να προβληματίσει περισσότερο την ηγεσία του. Ιδίως όταν υπάρχει το ιστορικό προηγούμενο του ’89, τηρουμένων βέβαια των αναλογιών. Ο κίνδυνος πολιτικών αποπροσανατολισμών που ελλοχεύει όταν υιοθετούνται τέτοιες τακτικές είναι τεράστιος.

Τα δεδομένα είναι σαφή: Η πολιτική ευθύνη των πολιτικών προσώπων που διαχειρίστηκαν τη «λίστα Λαγκάρντ» είναι δεδομένη και αυταπόδεικτη, καθώς πλεονάζουν τα λάθη και οι παραλείψεις. Υπάρχει όμως και κάτι χειρότερο: Η πρακτική που ακολουθήθηκε «εγγράφεται» στη λογική ενός συστήματος που ευθύνεται για τη σημερινή κατάντια της χώρας και πρέπει να εγκαταλείψουμε τάχιστα. Αλλο όμως αυτό και άλλο η ποινική ευθύνη, που η θεμελίωσή της γίνεται με πολύ συγκεκριμένους κανόνες, προϋποθέσεις και διαδικασίες. Μια τεχνητή διερεύνηση ποινικών ευθυνών, που συγχέει ποινικές με πολιτικές ευθύνες, αποδυναμώνει (και κάποιες φορές συγκαλύπτει) και τις μεν και τις δε.

Πολιτικά μπορεί να έχουν ευθύνες ο Καραμανλής, ο Παπανδρέου, ο Παπαδήμος κι όποιος άλλος θέλει ο ΣΥΡΙΖΑ.

Μόνο που η… γενική ποινικοποίηση δεν είναι πολιτικά συμβατή ως «εργαλείο πολιτικής» με ένα δημοκρατικό πλαίσιο, δηλαδή με μια δημοκρατία που λειτουργεί.

Τις πολιτικές ευθύνες τις «δικάζουν» οι πολίτες με την ψήφο τους, έστω κι αν καμιά φορά σφάλλουν. Είναι το τίμημα της δημοκρατίας. Προς το παρόν, ενδείξεις ποινικής ευθύνης, σύμφωνα με το εισαγγελικό παραπεμπτικό, υπάρχουν μόνο για τον κ. Παπακωνσταντίνου. Αν και, έτσι κι αλλιώς, η διερεύνηση θα αφορά όλους τους εμπλεκομένους με οποιαδήποτε σχέση με την υπόθεση.

Η «γενίκευση» είναι λάθος από πολλές πλευρές. Ιδίως σε μια συγκυρία που η ελληνική πολιτεία και η δικαιοσύνη δείχνουν εμπράκτως διάθεση να θέσουν τέλος στην ασυλία «επωνύμων» και στην ατιμωρησία ισχυρών οικονομικών παραγόντων ή πολιτικών προσώπων. Οι ενδείξεις δεν δικαιολογούν προς το παρόν επιφυλάξεις για «προσχηματικές ή επικοινωνιακές πρακτικές». Δείχνουν ότι κινείται μια ουσιαστική διάθεση ελέγχου και απόδοσης ευθυνών. Με καθυστερήσεις ενδεχομένως και αστοχίες, αλλά δεν μπορεί να την αμφισβητήσει κανείς. Μένει βέβαια να επιβεβαιωθεί στον ευρύτερο χρόνο…

Οι μανιχαϊστικές προσεγγίσεις, οι καλοί από δω, οι κακοί από κει, δεν βοηθούν τη χώρα, ιδίως σε συνθήκες κοινωνικής πόλωσης. Οπως επίσης ενώ είναι αλήθεια ότι ένα σπίτι δεν χτίζεται με παλαιά υλικά, άλλο τόσο αλήθεια είναι ότι δεν το κατεδαφίζεις πριν υπάρξουν οι προϋποθέσεις να φτιάξεις ένα άλλο. Στη μεταμνημονιακή εποχή, είναι η στιγμή να υπερβούμε τις απλοϊκές προσεγγίσεις και να αναζητήσουμε νέους δρόμους για ένα μέλλον της Ελλάδας στην Ευρώπη, με όρους ισοτιμίας.

Σε τελευταία ανάλυση, οι βαθύτερες αιτίες της κρίσης που βιώνει η χώρα είναι περισσότερο πολιτικές παρά οικονομικές. Οι πολίτες, έστω και καθυστερημένα, το συνειδητοποιούν. Η αλλαγή του πολιτικού συστήματος βρίσκεται ήδη σε εξέλιξη. Δεν έγινε βίαια, κι αυτό είναι καλό. Γίνεται με δημοκρατικό τρόπο, αλλά ως εκ τούτου με ισχυρές ακόμα «πολιτικές επιβιώσεις» του παρελθόντος. Το ζητούμενο είναι μια «τομή στη συνέχεια» που για να είναι επιτυχής για τη χώρα χρειάζεται σωστά πολιτικά ανακλαστικά απ’ όλους. Και την κυβέρνηση και την αντιπολίτευση.