«Ζούμε μια νέα κατοχή από την οποία θα μας απελευθερώσει η Ζωή», έγραψε ένας. Βροχή τα like. «Αν και γυναίκα, φοράς παντελόνι». Δεύτερη βροχή. Να προσθέσουμε σ’ αυτά – και όχι μόνο – τα χειροκροτήματα κάποιων παρισταμένων όταν η Κωνσταντοπούλου επιχείρησε να εμποδίσει τον Γερμανό πρέσβη να καταθέσει στεφάνι, να σημειώσουμε ότι την λογική της, την υιοθετούν πολλοί ακόμα από άλλους πολιτικούς χώρους, να συμπληρώσουμε ότι το κόμμα της συγκεντρώνει 3% και 4% στις μετρήσεις και θα βγάλουμε ένα ενδιαφέρον συμπέρασμα.
Και αυτό συμπυκνώνεται με λίγες μόνο λέξεις: Οι Ζωές είναι πολλές. Και σίγουρα περισσότερες απ όσες-όσους φανταζόμαστε. Αυτές οι λογικές που θέλουν να βιώνουμε μια νέα κατοχή συνέχεια της προηγούμενης, με συνεργάτες των κατακτητών Έλληνες Γερμανοτσολιάδες και νενέκους, που εκφράζεται από έναν πολιτικό λόγο που αγγίζει τα όρια του φασισμού (υιοθετώντας την συλλογική ευθύνη), που επιχειρεί να διαγείρει ταπεινά ένστικτα και να εκφράσει μια ιδεολογική καθαρότητα και την μοναδική αλήθεια και που αναγάγει τον εθνολαικισμό ως μοναδικό εργαλείο πολιτικής ανάλυσης και αντιπαράθεσης, κυριαρχούν σ ένα μεγάλο κομμάτι της κοινωνίας.
Η μεγάλη πλειονότητα των Μέσων Ενημέρωσης στάθηκαν επικριτικά απέναντι στην Κωνσταντοπούλου και το σόου που έκανε στο Δίστομο. Αυτό δημιουργεί την αίσθηση ότι υπάρχει μια γενικευμένη αποδοκιμασία από το σύνολο της κοινωνίας. Λάθος. Τον λόγο που εκφράζει η Κωνσταντοπούλου με μικρές ή μεγάλες παραλλαγές, τον συναντάει κάποιος σε μεγάλο μέρος στην καθημερινή έκφραση και τις συμπεριφορές και όχι μόνο από κυβερνητικά στελέχη. Ο εθνικολαικιστικος λόγος μίσους ,εμπλουτισμένος με χυδαιότητα και εντυπωσιασμό και ο οποίος δεν απευθύνεται στην λογική αλλά στο συναίσθημα ιδιαίτερα ανθρώπων που έχουν ερμηνεύσει την κρίση καθοδηγούμενοι από την δημαγωγία με λάθος όρους, έχει αφήσει ισχυρά αποτυπώματα.
Αντικειμενικά, η λογική αυτή δεν διαφέρει από εκείνη που ένα μεγάλο μέρος του ΣΥΡΙΖΑ (και όχι μόνο) ακολουθούσε μέχρι σχετικά πρόσφατα. Πιο έντονα τα χρόνια που προσπαθούσε να κερδίσει την εξουσία, λιγότερο τα επόμενα. Η Κωνσταντοπούλου είναι χαρακτηριστικό προϊόν της. Ο ΣΥΡΙΖΑ υποκατέστησε την αριστερή πρόταση με μια συνθηματολογική πρόταση συνδυασμό μίσους, οργής και ανορθολογισμού. Ουσιαστικά με μια πολιτική συμπεριφορά που στηρίζεται στο θυμικό και απευθύνεται σε μεγάλες αριθμητικά ομάδες που έχουν πληγεί ιδιαίτερα από την κρίση. Αδυνατώντας να βρουν πολιτική απάντηση για την δραματική και βίαιη μείωση του βιοτικού τους επιπέδου και η οποία θα στηρίζεται σε επιχειρήματα πολιτικά με σαφείς ιδεολογικού χαρακτήρα διαχωρισμούς, καταφεύγουν σ αυτό το εύκολο αφήγημα που κινείται στην αντιπαράθεση του καλού με το κακό.
Ο καλός, είναι ο ταπεινωμένος από αδίστακτους δανειστές που επιβουλεύονται τον πιο έξυπνο λαό του κόσμου, που δεν αρκούνται στην επιβολή σκληρών μνημονίων για να δώσουν τα χρήματά τους, αλλά μας παίρνουν τις περιουσίες – δημόσιες και ιδιωτικές – λεηλατούν τον δημόσιο πλούτο, έχουν επιβάλει μια νέα κατοχή μπροστά στην οποία η προηγούμενη-αυτή του Β παγκοσμίου πολέμου-ωχριά. Στο γεμάτο παραλογισμό αυτό αφήγημα, δεν χρειάζονται δεύτερες σκέψεις, είναι απλοϊκό, εύπεπτο και έτοιμο για κατανάλωση.
Το αφήγημα αυτό μοιάζει πολιτικό αλλά δεν είναι. Θα ήταν αν είχε μια ιδεολογική βάση, αν δηλαδή απέναντι στην κυριαρχία της ελεύθερης αγοράς, υπήρχε μια πολιτική πρόταση με εμφανή ιδεολογικά χαρακτηριστικά που θα αποτελούσε την εναλλακτική απάντηση. Το αφήγημα μοιάζει λογικό, αλλά δεν είναι. Αγνοεί βασικές παραμέτρους, όπως ότι η χώρα πτώχευσε με ευθύνη συγκεκριμένων πολιτικών με τις οποίες υπερδανείστηκε, δημιουργήθηκαν πολιτικά και οικονομικά σκάνδαλα και στο τέλος χρεοκόπησε. Το αφήγημα φαίνεται να κάνει ιδεολογικούς διαχωρισμούς με συνθήματα τύπου: «τους τελειώνουμε ή μας τελειώνουν», αλλά δεν πρόκειται για τέτοιους, αλλά απλά για συνθήματα μισαλλοδοξίας.
Με τον λόγο αυτό, έχει μπολιαστεί ένα μεγάλο κομμάτι της κοινωνίας, το οποίο ακόμα και σήμερα ερμηνεύει με τους ίδιους όρους – ακόμα και με παράλογα επιχειρήματα – όσα μας συμβαίνουν. Το αποτέλεσμα θα αποτυπωθεί και στις επόμενες εκλογές…