Πολλές φορές λάθος είναι η ερμηνεία των δημοσκοπήσεων

Θωμάς Γεράκης 19 Σεπ 2015

Οι δημοσκοπήσεις της τελευταίας προεκλογικής εβδομάδας έδειχναν τη διαφορά μεταξύ του ΣΥΡΙΖΑ και της ΝΔ να κυμαίνεται στα όρια του στατιστικού σφάλματος και παράλληλα όλες κατέγραφαν υψηλό το ποσοστό της αδιευκρίνιστης ψήφου. Εως και τις κρίσιμες τελευταίες ημέρες δεν διαφαινόταν η διαμόρφωση ενός εκλογικού ρεύματος προς τη μία ή την άλλη κατεύθυνση τόσο ισχυρού ώστε να υπάρξουν ακράδαντες βεβαιότητες για τον νικητή των εκλογών. Ανάλογη εικόνα είχε παρατηρηθεί και στις εκλογές του 2000, γεγονός που επιβεβαιώθηκε και στις κάλπες. Η περίπτωση όμως του 2015 είναι διαφορετική. Σήμερα, μετά τον κατακερματισμό του πολιτικού συστήματος, δεν υφίστανται οι σταθερές του παρελθόντος. Το εκλογικό τοπίο είναι πιο σύνθετο, υπάρχουν περισσότερα κόμματα, η κομματική πιστότητα έχει αμβλυνθεί, οι διαχωριστικές γραμμές έχουν ατονήσει και ο πολιτικός λόγος έχει απολέσει την αρχική του ισχύ.

Οι προεκλογικές δημοσκοπήσεις του Ιανουαρίου προέβλεπαν καθαρή νίκη του ΣΥΡΙΖΑ και εστίαζαν το ενδιαφέρον στο αν θα έχει ή όχι αυτοδυναμία. Σύμφωνα με τις δημοσκοπήσεις της περασμένης εβδομάδας, το ερώτημα για το σημερινό βράδυ φαίνεται να είναι ποιο κόμμα θα κερδίσει τις εκλογές. Ωστόσο, αυτό δεν σημαίνει πως οδηγούμαστε σε μια βραδιά απόλυτου ντέρμπι των ελαχίστων διαφορών. Ενα οριακό αποτέλεσμα υπέρ του ενός ή του άλλου αποτελεί μια ισχυρή πιθανότητα μεταξύ άλλων πιθανοτήτων εξίσου ισχυρών. Εξίσου ισχυρή είναι και η πιθανότητα μιας μεγαλύτερης διαφοράς. Πώς προκύπτει αυτός ο ισχυρισμός; Λαμβάνοντας υπόψη πως το αποδεκτό περιθώριο σφάλματος σε αντιπροσωπευτικό δείγμα 1.000 ατόμων είναι συν ή πλην 3%, το συμπέρασμα (σύμφωνα με τους κανόνες της στατιστικής, τους νόμους των πιθανοτήτων και τη θεωρία των μεγάλων αριθμών) είναι το εξής: Εάν η διαφορά δύο κομμάτων καταγράφεται οριακή, υπάρχουν 95% πιθανότητες, με την παραδοχή ότι οι αναποφάσιστοι θα συμπεριφερθούν όπως και οι αποφασισμένοι, η διαφορά των δύο κομμάτων να είναι μικρότερη από 6 ποσοστιαίες μονάδες.

Ισως να μη μας κάνει πιο σοφούς αλλά σίγουρα πιο προσεκτικούς στην ερμηνεία των δημοσκοπήσεων και τη μελέτη των πιθανοτήτων, ιδιαίτερα όταν αναφέρονται σε ασταθείς προθέσεις και όχι σε γεγονότα η πράξεις που έχουν τελεστεί. Οτιδήποτε άλλο είναι ερμηνεία, εκτίμηση, προσπάθεια υποκειμενικής πρόβλεψης κατόπιν διαφόρων παραδοχών, που τις περισσότερες φορές αποδεικνύονται σωστές και άλλες -ευτυχώς ελάχιστες- λάθος. Μήπως λοιπόν δεν φταίνε πάντα οι δημοσκοπήσεις αλλά ο τρόπος που ερμηνεύουμε τα ευρήματά τους; Οι δημοσκοπήσεις δεν προβλέπουν αποτελέσματα. Δεν έχουν σχεδιαστεί ως προβλεπτικά εργαλεία. Θα πείτε, τον Ιανουάριο οι προεκλογικές δημοσκοπήσεις αποδείχθηκε πως ήταν πολύ κοντά στο εκλογικό αποτέλεσμα. Θα πω ναι. Αλλά δεν θα ισχυριστώ πως το προέβλεψαν. Απλά οι αναποφάσιστοι μοιράστηκαν τελικά αναλογικά. Θα συμβεί και αυτή τη φορά το ίδιο;