Πολιτικός πραγματισμός και κόμματα

Χρίστος Αλεξόπουλος 12 Ιουν 2016

Στις Ηνωμένες Πολιτείες Αμερικής έχουμε το φαινόμενο Donald Trump σε συνδυασμό με τον σκεπτικισμό, ο οποίος αναπτύσσεται σε σχέση με το κομματικό σύστημα, ενώ σε σημαντικό τμήμα της νέας γενιάς διαπιστώνεται κόπωση από την πορεία του καπιταλιστικού συστήματος.

Στην Ευρώπη, από το άλλο μέρος, καταγράφεται επίσης κόπωση σε σχέση με τα κόμματα, τα οποία σε μεγάλο βαθμό έχουν ακολουθήσει, στο πλαίσιο της «ρεαλιστικής» άσκησης κυβερνητικής εξουσίας, μια πορεία «σύγκλισης» σε σχέση με την διαφορετική ιδεολογική τους ταυτότητα.

Κοινός παρονομαστής των εξελίξεων τόσο στην Ευρώπη όσο και στις Ηνωμένες Πολιτείες Αμερικής είναι η κυριαρχία του πολιτικού πραγματισμού, ο οποίος υποκατέστησε κάθε έννοια διαφορετικής ιδεολογικής οπτικής και έκφρασης οραματικής πολιτικής με σημείο αναφοράς τον πολίτη με την «πάση θυσία» λειτουργικότητα και οικονομική απόδοση των κοινωνικών συστημάτων προς όφελος οικονομικών ελίτ.

Επιβαρυντικά σε αυτές τις συνθήκες λειτουργεί και το γεγονός, ότι οι σύγχρονες ανεπτυγμένες κοινωνίες είναι πολύπλοκες. Η παγκοσμιοποίηση αναιρεί σε σημαντικό βαθμό την εθνική αναφορά ως μέσου για την οικοδόμηση της απαραίτητης ταυτότητας στους απλούς πολίτες, οι οποίοι πολιτικά αποφασίζουν με σημείο αναφοράς την ζωή τους στην τοπική κοινωνία.

Τα κόμματα συμβάλλουν καθοριστικά στην διαμόρφωση αυτής της αντίφασης, διότι επικοινωνιακά διαχειρίζονται την πολιτική, ως εάν εξαντλούσε τα όρια της στο εθνικό επίπεδο, ενώ στην άσκηση της κινούνται με βάση την δυναμική, η οποία αναπτύσσεται σε υπερεθνικό επίπεδο στο πλαίσιο του παγκόσμιου καταμερισμού εργασίας και της ελεύθερης διακίνησης κεφαλαίων.

Για να γίνουν αντιληπτές αυτές οι συνθήκες και διαχειρίσιμες από τον απλό πολίτη τόσο νοητικά όσο και πολιτικά, είναι απαραίτητη η αξιοποίηση του ορθολογισμού και η διαμόρφωση των προϋποθέσεων για την συμμετοχή του σε πολιτικές διεργασίες, οι οποίες συμβάλλουν στην συνειδητοποίηση της πραγματικότητας.

Ειδάλλως κινείται με βάση φαντασιώσεις και την εξιδανίκευση του μέλλοντος σύμφωνα με τις στοχεύσεις αυτού, που του διοχετεύει τα ανάλογα ερεθίσματα.

 

Ο Donald Trump στις Ηνωμένες Πολιτείες προσπαθεί με αρκετή επιτυχία να κινηθεί σε αυτό το μήκος κύματος. Καλλιεργεί το πνεύμα του «πατριωτισμού» για να δίνει στους απλούς πολίτες ταυτότητα σε αντιδιαστολή με την «φιλελεύθερη παγκοσμιοποίηση», η οποία την καταργεί και τον πολιτικό πραγματισμό, που δεσπόζει στη λήψη πολιτικών αποφάσεων.

Στον αντίποδα τοποθετεί την πολύ «φιλελεύθερη» κυβέρνηση και την «πολύ σύνθετη και μοντέρνα» σύγχρονη κοινωνία. Ο ίδιος δε «αναλαμβάνει» να διαχειρισθεί αυτή την πολύπλοκη πραγματικότητα για λογαριασμό τους.

Φτάνει δε στο σημείο να αξιοποιεί το εργαλείο του χυδαίου λαϊκισμού (πολύ συχνά χρησιμοποιεί την λέξη fuck), για να προσφέρει την ευκαιρία στο ακροατήριο του να απολαμβάνει την αυτοϊκανοποίηση των συναισθημάτων του.

Οι πολίτες, που έχουν εμπιστοσύνη στον «πολιτικό» Trump, μπορούν να είναι ήσυχοι, ότι με αυτόν στην διακυβέρνηση των ΗΠΑ ο κόσμος και η καθημερινότητα τους θα είναι ελεγχόμενα μεγέθη. Εννοείται για το «καλό τους».

Μπορεί ένα τμήμα του αμερικανικού λαού να ανταποκρίνεται σε αυτού του επιπέδου τον λαϊκισμό, όπως είναι του Donald Trump, όμως υπάρχει και η άλλη πλευρά.

Σύμφωνα με έρευνα του Harvard University, η οποία πραγματοποιήθηκε από 18.3. έως 3.4.2016 σε αντιπροσωπευτικό δείγμα 3.000 ατόμων ηλικίας 18 έως 29 ετών, το 51% των ερωτηθέντων νεαρών ψηφοφόρων έχει αρνητική στάση απέναντι στο καπιταλιστικό σύστημα. Θετική έχει το 42%.

Ο καπιταλισμός θεωρείται συνώνυμο με το αδηφάγο χρηματοπιστωτικό σύστημα. Η συστημική κόπωση οδηγεί στην αποχή από εκλογικές διαδικασίες. Στις τελευταίες εκλογές ψήφισε μόνο το ένα πέμπτο των νέων ψηφοφόρων.

Στο πλαίσιο της διαδικασίας για την διεκδίκηση του χρίσματος της υποψηφιότητας του Δημοκρατικού Κόμματος για την Προεδρία μόνο ο Bernie Sanders μπόρεσε να προσεγγίσει τους νέους. Βασικό του εργαλείο ήταν η οραματική πολιτική προοπτική του δημοκρατικού σοσιαλισμού, σε αντιδιαστολή με την λογική του πολιτικού πραγματισμού.

Και πώς να μην διαμορφωθεί αυτή η στάση στους νέους, όταν σύμφωνα με στοιχεία του Pew Research Centers αναγκάζεται να ζει μαζί με τους γονείς του το ένα τρίτο των νέων ηλικίας 18 έως 34 ετών. Το 2.000 ,ήταν το ένα τέταρτο.

Επίσης η αλλαγή της χιλιετίας βρήκε παντρεμένους με οικογένεια το 43% των νέων αυτής της ηλικίας. Το 2014 το ποσοστό είναι 31%.

Στον ευρωπαϊκό χώρο είναι επίσης εμφανές, ότι οι πολίτες πολύ δύσκολα διαπιστώνουν διαφορές μεταξύ των κομμάτων, ενώ η φιλελεύθερη δημοκρατία έχει μετατραπεί σε τυπική διαδικασία χωρίς περιεχόμενο για αυτούς.

Βασικά αίτια για αυτή την εξέλιξη είναι από το ένα μέρος η ανικανότητα των κομμάτων να επικοινωνήσουν πολιτικά με βάση τον ορθολογισμό και από το άλλο να σχεδιάσουν πολιτικές, οι οποίες υπερβαίνουν την απλή διαχείριση της λειτουργικότητας των κοινωνικών συστημάτων (οικονομικό, υγείας, ασφαλιστικό κ.λ.π.) και θέτουν τα θεμέλια για μια πορεία, στο πλαίσιο της οποίας ο πολίτης, ως υποκείμενο, αποτελεί τον νομιμοποιητικό της παράγοντα.

Επίσης σε κάθε του βήμα βιώνει τις αντιφάσεις της ακολουθούμενης από τα κόμματα πολιτικής. Συνεχώς του τονίζουν σε επικοινωνιακό επίπεδο το εθνικό συμφέρον, ενώ στην πράξη λειτουργούν με βάση τους κανόνες της παγκοσμιοποιημένης οικονομικής πραγματικότητας, η οποία δεν ελέγχεται πολιτικά και λειτουργεί μόνο με την λογική της συσσώρευσης πλούτου στα ταμεία ολιγομελών ελίτ και του χρηματοπιστωτικού συστήματος.

Η Ελλάδα αποτελεί πολύ χαρακτηριστικό παράδειγμα ως χώρα, η οποία είναι περιφερειακή και αντιμετωπίζει πολυδιάστατη κρίση. Οι πολίτες έχουν χάσει πλέον την επαφή με το πολιτικό γίγνεσθαι. Η ταυτότητα των κομμάτων, ιδεολογική και προγραμματική, δεν έχει καμία σχέση με την πραγματικότητα, από την στιγμή που αναλαμβάνουν να διαχειρισθούν κυβερνητική εξουσία.

Ουσιαστικά, με κοινό παρονομαστή τον πολιτικό πραγματισμό, εναλλάσσουν ρόλους και προγραμματικές εξαγγελίες και εφαρμογές ανάλογα με την θέση τους, κυβερνητική ή αντιπολιτευτική. Αυτά, που λένε ως αντιπολίτευση τα αναιρούν ως κυβέρνηση και αντιστρόφως. Πάντα δε, σύμφωνα με τους ισχυρισμούς τους, το κάνουν στο όνομα του πολιτικού ρεαλισμού και έχει περιορισμένη διάρκεια.

Η ακολουθούμενη δε πολιτική δεν υπηρετεί το κοινωνικό συμφέρον, αλλά συμβάλλει στην μεγιστοποίηση των κοινωνικών ανισοτήτων και στη φτωχοποίηση ενός μεγάλου τμήματος της κοινωνίας.

Παράλληλα βλάπτει και την βιωσιμότητα των λειτουργικών ισορροπιών στη φύση, διότι τροφοδοτεί ακόμη περισσότερο την ρύπανση. Αρκεί να αναφερθεί η επιμονή των κυβερνήσεων όλων των αποχρώσεων στην μη προώθηση της παραγωγής καθαρής ενέργειας, αν και η Ελλάδα έχει υψηλό ηλιακό δυναμικό για παραγωγή ηλιακής ενέργειας. Το ίδιο ισχύει και με την αιολική ενέργεια. Οι δε αντίστοιχες τεχνολογίες (π.χ. ηλιοθερμικές) τώρα είναι οικονομικά ανταγωνιστικές.

Εύλογα αναρωτιέται ο απλός πολίτης για τον ρόλο του πολιτικού συστήματος.

Ανάλογα φαινόμενα παρατηρούνται και σε άλλες ευρωπαϊκές χώρες, οι οποίες μάλιστα κινούνται στον πυρήνα του πολιτικού γίγνεσθαι, όπως είναι η Γερμανία και η Γαλλία.

Για παράδειγμα στην Γερμανία, σύμφωνα με έρευνα της TNS Emnid το 1990 περίπου 60% των πολιτών θεωρούσε, ότι υπάρχει διαφορά, εάν στην διακυβέρνηση της χώρας είναι το Σοσιαλδημοκρατικό Κόμμα ή το Χριστιανοδημοκρατικό. Το 2012 το ποσοστό είχε κατέβει στο μισό (30%). Σήμερα ίσως είναι ακόμη χαμηλότερο.

Γίνεται εμφανές, ότι το κοινοβούλιο, όπου υποτίθεται, ότι αντιπαρατίθενται ιδεολογίες και πολιτικές προτάσεις, δεν είναι πεδίο δημόσιας διαμόρφωσης της ελεύθερης βούλησης και στάσης του πολίτη. Περισσότερο λειτουργεί ως μηχανισμός αποπροσανατολισμού. Δεν κατατίθενται πλέον αντικειμενικά, ουσιαστικά επιχειρήματα. Με αυτό τον τρόπο όμως αρχίζει η αποξένωση των πολιτών από την πολιτική.

Στη θέση της εμφανίζεται ο εθνικιστικός λαϊκισμός σαν εναλλακτική πρόταση. Δεν είναι τυχαία η επικίνδυνη άνοδος κομμάτων, όπως είναι το Front National της Marine Le Pen στη Γαλλία, το Alternative fuer Deutschland στη Γερμανία ή η Χρυσή Αυγή στην Ελλάδα.

Ακόμη πιο επικίνδυνη είναι η προωθούμενη από αυτά εθνική περιχαράκωση ως ασπίδα σε οτιδήποτε «αρνητικό», ως εάν το «αρνητικό» έρχεται «εξ ουρανού», χωρίς «ιδία συμμετοχή». Τα παραδείγματα της κλιματικής αλλαγής και του προσφυγικού-μεταναστευτικού προβλήματος είναι πολύ χαρακτηριστικά, διότι όλες οι χώρες έχουν συμμετοχή στη ρύπανση του περιβάλλοντος και στην υπερθέρμανση του πλανήτη με αποτέλεσμα την κλιματική αλλαγή.

Το ίδιο συμβαίνει και με τις μαζικές μετακινήσεις πληθυσμών. Οι πιο ισχυρές χώρες έχουν την μεγαλύτερη ευθύνη, διότι έχουν την μεγαλύτερη συμμετοχή στην εκμετάλλευση των φυσικών πόρων των χωρών προέλευσης των μετακινούμενων πληθυσμών.

Εάν συνεχισθεί η κυριαρχία του πολιτικού πραγματισμού στον τρόπο σκέψης και λειτουργίας των κομμάτων, τόσο ο πολιτικός διάλογος όσο και η ακολουθούμενη από τα κόμματα πολιτική θα αποδυναμώσουν την φιλελεύθερη δημοκρατία και θα οδηγήσουν τους πολίτες στην αμφισβήτηση της δυνατότητας της πολιτικής να εκφράσει το κοινωνικό συμφέρον στο πλαίσιο δημοκρατικών διαδικασιών.

Αυτό βεβαίως θα ενίσχυε τον εθνικιστικό λαϊκισμό ως μοχλό διεξόδου από τα όποια δύσκολα και αρνητικά φαινόμενα, όπως είναι τα προαναφερθέντα για την κλιματική αλλαγή και τις μαζικές μετακινήσεις πληθυσμών, αλλά και άλλα με πολύ επικίνδυνες επιπτώσεις στην κοινωνική συνοχή, όπως είναι η φτωχοποίηση των κοινωνιών.

Ήδη οι προοπτικές για το ασφαλιστικό σύστημα είναι δυσοίωνες και αυτό αφορά στο σύνολο τους τις χώρες της Ευρώπης. Με πολιτικό πραγματισμό, ο οποίος εξαντλείται στην οικονομική λειτουργικότητα του ασφαλιστικού συστήματος, δεν καλύπτονται ακόμη και απλές ανθρώπινες ανάγκες.