Πολιτικός και κοινωνικός παραλογισμός

Χρίστος Αλεξόπουλος 21 Σεπ 2012

Το ελληνικό πολιτικό σύστημα σχεδόν στο σύνολο του, με ελαφρές αποκλίσεις ως προς τον δείκτη κρισιμότητας, νοσεί βαθύτατα. Μετά από δύο αλλεπάλληλες εκλογικές αναμετρήσεις, οι οποίες επέτειναν την ήδη κακή κατάσταση της χώρας, τα ελληνικά πολιτικά κόμματα συνεχίζουν την τυφλή τους πορεία προς το μέλλον. Τυφλή, διότι αντιπαρατίθενται πολιτικά με λογική, η οποία είναι προσανατολισμένη στα ιδεολογήματα του χθες, ενώ παραλλήλως αδυνατούν να δουν την κοινωνική πραγματικότητα και τα αρνητικά δεδομένα, τα οποία χαρακτηρίζουν τον τόπο μας σε έναν κόσμο, ο οποίος κινείται με πολλαπλάσια ταχύτητα σε σύγκριση με την Ελλάδα.

.

Γι’ αυτά τα αρνητικά δεδομένα, μάλιστα, έχουν την κύρια ευθύνη. Και αυτό αφορά στο σύνολο των πολιτικών σχηματισμών, ανεξαρτήτως εάν διαχειρίστηκαν ή όχι κυβερνητική εξουσία. Ο βαθμός ευθύνης μόνο διαφέρει. Είναι εύκολο στα αντιπολιτευόμενα κόμματα να επιρρίπτουν ευθύνες στις εκάστοτε κυβερνήσεις μόνο. Όμως σε μεγάλο βαθμό, η τυφλή, ιδεολογηματικού χαρακτήρα αντιπολίτευση, η οποία συνεχώς απορρίπτει χωρίς να διαλέγεται και λαϊκίζει στο όνομα «των λαϊκών συμφερόντων», έχει επίσης ευθύνη.

.

Εξαίρεση σε αυτή την πρακτική, αποτελεί η Δημοκρατική Αριστερά. Από το χώρο των κομμάτων τα οποία κυβέρνησαν, το ΠΑΣΟΚ κινήθηκε με μεγαλύτερη ευελιξία σε ό,τι αφορά την επιδίωξη διαλόγου με το υπόλοιπο φάσμα των δημοκρατικών κομμάτων. Όμως, η προοπτική της σοσιαλδημοκρατικής παράταξης θα είναι βιώσιμη, εάν αποκτήσει επαφή με τη σύγχρονη δυναμική της εξέλιξης και την προσεγγίσει πολιτικά χωρίς τα ιδεολογήματα του παρελθόντος, ενώ ταυτοχρόνως θα αξιοποιήσει τις δυνατότητες της επιστήμης και της τεχνολογίας, ώστε να είναι σε θέση να κάνει στρατηγικό πολιτικό σχεδιασμό με βιώσιμα χαρακτηριστικά. Αυτό σημαίνει ότι αυτός ο πολιτικός χώρος, πρέπει να επαναπροσδιορίσει το αξιακό σύστημα αναφοράς του, το πολιτικό του περιεχόμενο και τη σχέση του με την κοινωνία. Και αυτό ίσως το πετύχουν, εάν συνεργασθούν το ΠΑΣΟΚ και η ΔΗΜΑΡ. Σε αυτήν την προσπάθεια δεν παίζουν ρόλο ούτε υπάρχουσες πολιτικές, δομές ούτε πρόσωπα. Και τα δύο έχουν χάσει την απαραίτητη πολιτική νομιμοποίηση από μία κοινωνία, η οποία έχει απολέσει σε μεγάλο βαθμό την επαφή της με την πλανητική πραγματικότητα.

.

Από το άλλο μέρος, η κοινωνία αδυνατεί να αποκτήσει μια σύγχρονη δυναμική, η οποία θα της προσδώσει χαρακτηριστικά βιώσιμης ανάπτυξης. Οι κοινωνικές και οικονομικές δομές έχουν χάσει τη λειτουργικότητά τους σε συνθήκες παγκοσμιοποίησης και αντίστοιχου καταμερισμού εργασίας.

.

Η κατάσταση δε, επιβαρύνεται ακόμη περισσότερο από την έλλειψη κανόνων δεσμευτικών για όλες τις κοινωνικές ομάδες, ώστε να διασφαλίζεται η κοινωνική δικαιοσύνη και να ελαχιστοποιούνται οι δυνατότητες ανάπτυξης της διαφθοράς. Αντιθέτως, στην Ελλάδα, η συντριπτική πλειοψηφία των συναλλακτικών διαδικασιών διαπερνάται από τη λογική της διαφθοράς. Αρκεί να ληφθούν υπόψη τα στοιχεία τα οποία έδωσε στην δημοσιότητα ο Raymond Baker, οικονομολόγος και επικεφαλής της Μη Κυβερνητικής Οργάνωσης “Global Financial Integrity” σε συνέντευξή του στο γερμανικό περιοδικό Spiegel, τεύχος 36/3.9.2012.:

.

.

– Σε έρευνα, η οποία έγινε σε 25 χώρες στο πλαίσιο του ΟΟΣΑ, διαπιστώθηκε ότι η Ελλάδα έχει τη δεύτερη σε μέγεθος παραοικονομία. Την πρώτη θέση κατέχει το Μεξικό.

.

– Από το 2003 έως το 2011, έγινε εξαγωγή 261 δις. δολαρίων από την Ελλάδα σε διάφορους φορολογικούς παραδείσους αυτού του πλανήτη. Τα χρήματα αυτά, σημειώνεται ότι είναι προϊόν εγκληματικών δραστηριοτήτων, διαφθοράς και φοροδιαφυγής.

.

– Τέλος, στην Ελλάδα, γίνεται μαζικά ξέπλυμα μαύρου χρήματος. Το 2010 το ποσό ανήλθε στα 90 δις. δολάρια και το 2011 στα 109 δις. δολάρια.

.

.

Πέρα όμως από αυτά τα στοιχεία, τα οποία προκαλούν θλίψη, η ελληνική κοινωνία, βολεμένη στην πελατειακή και συντεχνιακή λογική, βαυκαλίζεται με τις γενικόλογες λαϊκίστικες διακηρύξεις των περισσοτέρων κομμάτων και περιμένει την έλευση του από μηχανής θεού, ο οποίος θα λύσει όλα τα προβλήματα, χωρίς να ανοίξει μύτη. Το θυμικό και όχι ο ορθολογισμός, κυριαρχεί σε αυτή την ονειροφαντασία, την οποία καλλιεργούν οι διάφοροι πατριώτες και εμφορούμενοι με εθνικό οίστρο πολιτικοί. Ο χαρακτηρισμός «Πατέρες του έθνους», είναι και πάλι επίκαιρος. Η κατάσταση είναι προβληματική και αποκτά υπαρξιακή διάσταση, εάν συνυπολογίσουμε και την οικονομική κρίση χρέους και τη μη ανταγωνιστική οικονομία.

.

Αναδύονται δε έντονα ερωτήματα, εάν ένα τέτοιο συλλογικό μόρφωμα, όπως είναι η ελληνική κοινωνία, είναι σε θέση να ανατρέψει όλα αυτά τα αρνητικά δεδομένα και να οικοδομήσει την Ελλάδα της νέας εποχής. Και τούτο, διότι η κοινωνική πραγματικότητα η οποία έρχεται από το παρελθόν, βιώνεται ως αυτονόητη από τα μέλη της, χωρίς να συνειδητοποιείται η συστημική της σκοπιμότητα, διότι οι κανόνες, που τη διέπουν έχουν αποκτήσει δομικό χαρακτήρα για τις κοινωνικές σχέσεις και συναλλαγές. Κι αυτό, ανεξαρτήτως του γεγονότος ότι η διαμόρφωση της κοινωνικής πραγματικότητας είναι αποτέλεσμα επιλογών και αποφάσεων στο παρελθόν, οι οποίες είναι εναλλάξιμες. Για την πλειοψηφία των μελών μιας κοινωνίας, το αποτέλεσμα αυτών των επιλογών και αποφάσεων αποτελεί διαρθρωτικό στοιχείο κοινωνικών στάσεων και συμπεριφορών. Γι’ αυτό το λόγο είναι πιο δύσκολο να αποκτήσει πιο μεγάλη ταχύτητα η ροή του χρόνου, τόσο σε πολιτικό, όσο και σε κοινωνικό επίπεδο, σε κοινωνίες οι οποίες κινούνται χωρίς την αξιοποίηση του ορθολογισμού και της γνώσης στην πορεία τους προς το μέλλον. Η όποια δυναμική έχουν, βασίζεται περισσότερο στη λογική της αδράνειας. Γι’ αυτό συνεχίζει να ακμάζει στην Ελλάδα η πελατειακή και συντεχνιακή λογική. Ούτε το πολιτικό σύστημα μέχρι το ξέσπασμα της οικονομικής κρίσης, ούτε και οι κοινωνικές δομές αντιμετώπισαν αυτή τη στατική και αδρανή κατάσταση της χώρας. Τόσο σε οικονομικό, όσο και σε κοινωνικό επίπεδο, οδηγήθηκε ο τόπος στο χείλος της καταστροφής και ακόμη δεν μπορεί να συνειδητοποιήσει τις συνέπειες αυτής της πορείας, εάν δεν κινηθεί παράλληλα με τη δυναμική του ανεπτυγμένου κόσμου και δεν αξιοποιήσει τον ορθολογισμό και τη γνώση (θεωρητική και εφαρμοσμένη).

.

 

.

Η εσωστρεφής λειτουργία

.

Ο προσανατολισμός σε μια εσωστρεφή λογική με απόληξη τον εθνικισμό ως σανίδα σωτηρίας, όχι μόνο δεν συμβάλλει στην αντιμετώπιση των επιπτώσεων της κρίσης χρέους και της μη παραγωγικής, ανταγωνιστικής οικονομίας, αλλά θα οδηγήσει τη χώρα και την ελληνική κοινωνία στην πλήρη αναίρεση της πολιτισμικής της ταυτότητας και την διάλυση του κοινωνικού ιστού. Στη σύγχρονη παγκοσμιοποιημένη πραγματικότητα, καμία χώρα δεν μπορεί να επιβιώσει με υψηλό δείκτη ποιότητας ζωής, εάν απομονωθεί. Ιδιαιτέρως μάλιστα όταν είναι μια γηράσκουσα κοινωνία. Η εξαθλίωση θα την ισοπεδώσει και δεν θα αφήσει καμία προοπτική ανάκαμψης και εξόδου από το τέλμα.  Όταν μάλιστα μια χώρα είναι μέλος σε ένα υπερεθνικό μόρφωμα, όπως η Ευρωπαϊκή Ένωση, οι επιπτώσεις θα είναι καταλυτικές όχι μόνο για την ίδια, αλλά και για τους εταίρους της.

.

Δεν αποτελούν επίσης διέξοδο οι όποιες ιδεολογικές αφετηρίες για την έξοδο από την κρίση, εάν δεν λαμβάνουν υπόψη την ευρωπαϊκή και πλανητική πολιτική και οικονομική πραγματικότητα. Είναι δε ακόμη πιο επικίνδυνο, εάν αυτές οι ιδεολογικές αφετηρίες συνοδεύονται και από τη λογική της βίας και του ρατσισμού, ενώ στο βάθος προσβλέπουν στην εγκαθίδρυση ολοκληρωτικών, αυταρχικών καθεστώτων. Η ανθρωπότητα γνώρισε για τα καλά στην ιστορική της διαδρομή μέχρι τώρα, τι σημαίνει ολοκληρωτισμός και καθαρότητα της φυλής. Το τίμημα ήταν πολύ ακριβό και σε ανθρώπινες ζωές και σε κάθετη πτώση του βιοτικού επιπέδου.

.

Βεβαίως, αυτό δεν σημαίνει ότι μια κοινωνία έχει a priori συνείδηση αυτών των δεδομένων και αντιδρά με σύνεση και λειτουργικότητα σε περιόδους κρίσης. Τα κοινωνικά αντανακλαστικά ριζοσπαστικοποιούνται και εύκολα μπορεί να υπάρξουν φαινόμενα μαζικής χειραγώγησης. Σε αυτήν την περίπτωση, ενεργοποιούνται από διεκδικητές της εξουσίας και διαμορφωτές της κοινής γνώμης ο λαϊκισμός και η εξιδανικευτική λογική, τα οποία λειτουργούν ιδεοληπτικά στις συνειδήσεις και ενεργοποιούν ταυτοχρόνως το θυμικό. Οπότε είναι εύκολη η δημιουργία προσδοκιών στις μάζες από τον όποιο «προικισμένο μεσσία», ο οποίος θα σώσει το «Έθνος» ή το «Λαό».

.

Οι συνθήκες φόβου και ανασφάλειας σε περιόδους οικονομικής κρίσης και εξαθλίωσης, ενισχύουν την απήχηση τέτοιων απόψεων και πρακτικών. Το δημοκρατικό πολίτευμα και η ελεύθερη βούληση των πολιτών παύουν να ισχύουν.

.

 

.

Τέτοια φαινόμενα ριζοσπαστικοποίησης της κοινωνίας προς ολοκληρωτικές θέσεις και απόψεις ή εσωστρεφούς λειτουργίας, παρατηρούνται και στην Ελλάδα. Η εσωστρέφεια αυτή, μάλιστα, όχι μόνο στην Ελλάδα αλλά σε πολλές ευρωπαϊκές χώρες, οδηγεί και στην έξαρση του ευρωσκεπτικισμού. Και αυτό εκφράζεται τόσο σε κοινωνικό, όσο και σε πολιτικό επίπεδο.

.

Και ενώ αυτά συμβαίνουν, το πολιτικό σύστημα παρακολουθεί και αντιπαρατίθεται σε αυτά τα φαινόμενα με αμηχανία, διότι από το ένα μέρος δεν διαθέτει εκείνους τους μηχανισμούς που θα του επιτρέψουν να αναλύσει την κοινωνική πραγματικότητα και να σχεδιάσει μακροπρόθεσμες πολιτικές εξόδου από την κρίση και από το άλλο, η κοινωνία στερείται δυναμικών δομών, οι οποίες θα της επιτρέψουν να διαμορφώνει και να εκφράζει το κοινωνικό συμφέρον απαλλαγμένο από πελατειακή και συντεχνιακή λογική.

.

Ούτε λόγος να γίνεται βεβαίως για κόμματα, τα οποία εντάσσουν στον όποιο πολιτικό σχεδιασμό και την ευρωπαϊκή και ευρύτερα διεθνή παράμετρο. Απλώς, όταν κερδίζουν τις εκλογές, διαχειρίζονται την κυβερνητική εξουσία. Γι’ αυτό και διαμορφώνουν συνθήκες διακινδύνευσης τόσο σε συλλογικό-εθνικό, όσο και σε ατομικό επίπεδο.

.

 

.

Αναγκαίες τομές

.

Αυτές οι συνθήκες επιβάλλουν άμεσο επαναπροσδιορισμό της μέχρι τώρα ακολουθούμενης κοντοπρόθεσμης στρατηγικής των κομμάτων, τα οποία προσβλέπουν σε μια βιώσιμη πορεία της χώρας στο πλαίσιο του δημοκρατικού πολιτεύματος και της ευρωπαϊκής της ταυτότητας.

.

Άμεσα πρέπει να γίνουν βαθιές τομές στον τομέα της πολιτικής επικοινωνίας και αντιπαράθεσης των κομμάτων. Η απλουστευτική λογική των γενικεύσεων και των χαρακτηρισμών ως προς την φερεγγυότητα και ικανότητα του αντιπάλου, χωρίς να κατατίθεται τεκμηριωμένη και μακροπρόθεσμη πρόταση, πρέπει να σταματήσει. Το μόνο που επιτυγχάνεται με τη συνέχιση αυτής της πρακτικής, είναι η συνεχής άμβλυνση της αξιοπιστίας φορέων και πολιτικού προσωπικού στη συνείδηση των πολιτών. Ταυτοχρόνως, γίνεται οδυνηρά εμφανής η έλλειψη ενός αξιακού συστήματος στον πολιτικό λόγο, παρά τον ιδεολογικό μανδύα της υποτιθέμενης τεκμηρίωσης. Και αυτό αποδυναμώνει το δημοκρατικό πολίτευμα, ενώ διευκολύνει την κατάθεση επικίνδυνων ακραίων απόψεων και προτάσεων, οι οποίες, με ιδεαλιστικό περιτύλιγμα και εθνικιστική λογική, βρίσκουν πρόσφορο έδαφος σε κοινωνικές ομάδες που απειλούνται με εξαθλίωση ή βασίζουν την κρίση τους στο θυμικό.

.

Απέναντι σε αυτόν τον κίνδυνο, τόσο το πολιτικό σύστημα, όσο και η κοινωνία, πρέπει άμεσα να αρχίσουν να διαλέγονται. Ιδιαιτέρως το πολιτικό σύστημα, επιβάλλεται να συνειδητοποιήσει ότι ο διάλογος οφείλει να γίνεται τόσο στο εσωτερικό του, όσο και με την κοινωνία. Οι κομματικοί σχηματισμοί δεν είναι «εχθρικοί στρατοί» στις δημοκρατίες, αλλά εκπροσωπούν συστήματα ιδεών και μοντέλων κοινωνικής και οικονομικής οργάνωσης, τα οποία εκφράζονται με τη μορφή προγραμματικών προτάσεων. Αυτές οι προτάσεις βεβαίως πρέπει να βασίζονται σε ένα στρατηγικό σχεδιασμό, ο οποίος λαμβάνει υπόψη την Ευρωπαϊκή Ένωση και τις πλανητικές συνθήκες και έχει μακροπρόθεσμες στοχεύσεις.

.

Στο μέτρο που οι πολιτικοί σχηματισμοί διαλέγονται πάνω σε αυτή τη βάση, τότε είναι εφικτές και συναινέσεις, ανάλογα με τις ανάγκες της χρονικής συγκυρίας, τόσο σε σχέση με τα όρια ανοχής και αντοχής της κοινωνίας, όσο και σε σχέση με τον ευρωπαϊκό και διεθνή παράγοντα. Ιδιαιτέρως σε σχέση με την Ευρώπη, πρέπει ο στρατηγικός σχεδιασμός να στοχεύει στην ευρωπαϊκή ενοποίηση και την υπέρβαση των αστοχιών στην οικοδόμηση της Ενωμένης Ευρώπης. Αυτό σημαίνει ότι είναι αδήριτη ανάγκη η δημιουργία ευρωπαϊκής κοινής γνώμης. Ο πολιτικός διάλογος σε εθνικό επίπεδο, επιβάλλεται να έχει ευρωπαϊκές διαστάσεις, ώστε να καταπολεμάται ο ευρωκεπτικισμός και ο πάσης μορφής εθνικισμός. Η εσωστρεφής πολιτική λειτουργία οδηγεί στην απομόνωση και αυτό καμία χώρα και ιδίως περιφερειακή, όπως η Ελλάδα, δεν μπορεί να το αντέξει.

.

Στο επίπεδο της κοινωνίας, ο διάλογος μπορεί να αναπτυχθεί μόνο εάν λειτουργούν με κοινωνική αποδοχή οι δομές της κοινωνίας πολιτών. Εάν ο ρόλος τους είναι θεσμικά κατοχυρωμένος, χωρίς παρεμβατισμούς από το κράτος και το πολιτικό σύστημα, τότε μπορούν και τον διάλογο στην κοινωνία να οργανώσουν και να διεκπεραιώσουν και το κοινωνικό συμφέρον να εκφράσουν.

.

Πολύ σημαντικός παράγων για την επιτυχία αυτού του εγχειρήματος, είναι η εμπλοκή και της διανόησης. Ο ρόλος της θα είναι καθοριστικός για την κατανόηση της σύγχρονης πολύπλοκης πραγματικότητας και των προτάσεων οι οποίες κατατίθενται από τους πολιτικούς σχηματισμούς, σε σχέση με το μοντέλο κοινωνικής και οικονομικής οργάνωσης. Δεν περιορίζεται όμως μόνο σε αυτό το ρόλο. Μπορεί να συμβάλλει και στη συνειδητοποίηση από τον απλό πολίτη, του κοινωνικού συμφέροντος. Παραλλήλως, θα μπορούσε να παράσχει σημαντική βοήθεια στην ωρίμανση συνθηκών λογοδοσίας του πολιτικού συστήματος στην κοινωνία πολιτών, καθώς και στην αντιμετώπιση του με γνώση του αντικειμένου της επικοινωνίας. Ειδάλλως θα συνεχίσει να υφίσταται η εικονική χειραγώγηση των ηλεκτρονικών μέσων μαζικής επικοινωνίας, τα οποία παρουσιάζουν αποσπασματικά την πραγματικότητα και συμβάλλουν στην παραγωγή καταναλωτών της πολιτικής και όχι πολιτών με κριτική σκέψη. Αυτό οφείλεται στην κυριαρχία της εικόνας, του θεάματος στην παρουσίαση της πραγματικότητας και όχι του λόγου. Αυτόν αναλαμβάνουν να τον εκφέρουν οι κάθε είδους σχολιαστές, ακόμη και για λογαριασμό του τηλεθεατή, στον οποίο δεν απομένει τίποτε άλλο παρά η ταύτισή του ή μη, με την επιχειρηματολογία του σχολιαστή. Έτσι, μαθαίνει με τον καλύτερο τρόπο να καταναλώνει και όχι να κρίνει. Εξάλλου, ο τηλεοπτικός χρόνος είναι πολύ πυκνός και δυσκολεύει πολύ την ανάπτυξη κριτικής σκέψης στις σύγχρονες μαζικές κοινωνίες, διότι δεν τίθενται από τον τηλεθεατή ερωτήματα ως προς την εσωτερική λογική ακολουθία των επιχειρημάτων, τα οποία κατατίθενται σε σύντομο τηλεοπτικό χρόνο είτε από πολιτικά πρόσωπα, είτε από σχολιαστές.

.

Τέλος, το πολιτικό σύστημα, τόσο σε εθνικό, όσο και σε ευρωπαϊκό επίπεδο, πρέπει να δημιουργήσει τις προϋποθέσεις, θεσμικές και τρόπου σκέψης, ώστε να διαμορφωθούν λειτουργικές ισορροπίες με το παγκοσμιοποιημένο πλέον οικονομικό σύστημα. Με αυτόν τον τρόπο θα μπορέσει να λειτουργήσει ρυθμιστικά σε σχέση με την πλανητική διακίνηση του κεφαλαίου και της εργασίας. Μόνο σε αυτήν την περίπτωση θα διασφαλισθούν τα συμφέροντα τον κοινωνιών και τα ανθρώπινα δικαιώματα γενικότερα.

.

Την ίδια πορεία είναι υποχρεωμένες από τη δυναμική της εξέλιξης να ακολουθήσουν και οι κοινωνίες, σε σχέση με τον τρόπο σκέψης τόσο των δομών της κοινωνίας των πολιτών, όσο και των μεμονωμένων πολιτών. Δεν μπορούν πλέον οι επιμέρους κοινωνίες να σκέπτονται και να αποφασίζουν με εθνικά κριτήρια. Στο επίπεδο του τρόπου ζωής, ήδη έχει αρχίσει η σύγκλιση. Αυτό προς το παρόν συντελείται με αργούς ρυθμούς. Η τεχνολογία, όμως, όσο προχωρούμε προς το μέλλον, θα επιταχύνει αυτήν τη διαδικασία. Αυτή η προοπτική, ιδιαιτέρως για περιφερειακές χώρες όπως η Ελλάδα, θα είναι ισοπεδωτική για την πολιτισμική τους ταυτότητα, εάν δεν ενεργοποιηθούν δυναμικά οι κοινωνίες αυτές με στόχο τη συμμετοχή τους στη συνδιαμόρφωση της νέας πραγματικότητας.

.

Η ανθρωπότητα έχει εισέλθει σε μια μεταβατική εποχή, η οποία θα χαρακτηρίζεται από μεγάλη ρευστότητα και υψηλό βαθμό διακινδύνευσης. Στις ανεπτυγμένες χώρες του Βορρά και στην Ευρώπη ειδικότερα, θα επιδράσει αρνητικά σε αυτήν την πορεία το γεγονός ότι αποτελούνται από γηράσκουσες κοινωνίες. Συνολικά όμως, σε αυτή τη μεταβατική εποχή πρέπει να δοθούν απαντήσεις και λύσεις σε πλανητικής εμβέλειας προβλήματα, όπως είναι η κλιματική αλλαγή, η σταδιακή μείωση των παραδοσιακών φυσικών πόρων, οι μετακινήσεις πληθυσμών, η πείνα, η φτώχια και η συνεχώς αυξανόμενη πολυπλοκότητα της πραγματικότητας σε σχέση με τα όρια κατανόησής της από το μεμονωμένο άτομο. Σε αυτά τα προβλήματα, πρέπει να προστεθεί και η πολύ ρευστή κατάσταση η οποία διαμορφώνεται στις επιμέρους κοινωνίες από την κατάρρευση των κοινωνικών αξιών, σε συνδυασμό με την υπερεθνική διάσταση των νέων πολιτισμικών δεδομένων.

.

Η ευθύνη για το μέλλον βαρύνει τόσο τα επιμέρους κοινωνικά συστήματα (πολιτικό, οικονομικό κ.λπ.), όσο και τα μεμονωμένα άτομα. Αυτό σημαίνει ότι είναι σημαντική παράμετρος επιτυχίας η συμμετοχή όλων στη διαδικασία μετάβασης με σεβασμό στα ανθρώπινα δικαιώματα και την αδήριτη ανάγκη διασφάλισης της κοινωνικής δικαιοσύνης. Ειδάλλως οι εξελίξεις θα είναι μη ελεγχόμενες.

.

Ήρθε πλέον η ώρα απαγκίστρωσης από τον πολιτικό και κοινωνικό παραλογισμό, ο οποίος λειτουργεί παραλυτικά σε σχέση με την αναγκαία δυναμική υπέρβασης των προβλημάτων. Τόσο στην Ευρώπη, όσο και στην Ελλάδα, μπορούμε με αλληλεγγύη και τις βαθιές τομές που χρειάζονται, να ανοίξουμε την προοπτική του μέλλοντος με βάση τον κοινωνικό ανθρωπισμό.

.