Η κοινωνική και η πολιτική πραγματικότητα στην Ελλάδα έχουν έντονα κωμικοτραγικά χαρακτηριστικά. Τα κωμικά σχετίζονται περισσότερο με το πολιτικό σύστημα και τα τραγικά με την κοινωνία.
Κοινός παρονομαστής και στις δύο περιπτώσεις είναι ο εκφυλισμός, ο οποίος διαπιστώνεται στην λειτουργία τους τόσο σε ατομικό όσο και σε συλλογικό επίπεδο. Αλλοιώνονται η ουσία και τα φυσικά ποιοτικά στοιχεία, που συνθέτουν την ατομική ή συλλογική δραστηριότητα, με αποτέλεσμα την εξασθένηση της όποιας προοπτικής υπάρχει για την ανάπτυξη δημιουργικής δυναμικής.
Εκείνο, που απομένει, είναι η διαφθορά και η απουσία κοινωνικών αξιών, οι οποίες θα διαπερνώνται από το κοινωνικό συμφέρον και θα υπηρετούν έναν ανθρωπισμό, που βασίζεται στην ενσυναίσθηση (ο κάθε πολίτης να μπορεί να μπει στη θέση του άλλου, να τον κατανοήσει και να τον στηρίξει μέσα από τους θεσμούς, π.χ. κοινωνικό κράτος) και στην κάλυψη των βασικών ανθρώπινων αναγκών σε συνθήκες κοινωνικής δικαιοσύνης.
Αντ’ αυτών η σύγχρονη πραγματικότητα τόσο σε πολιτικό όσο και σε κοινωνικό επίπεδο κινείται σε διαμετρικά αντίθετο μήκος κύματος. Τα πολιτικά κόμματα και κυρίως αυτά, που διεκδικούν την διαχείριση της κυβερνητικής εξουσίας, ανάλογα με τον ρόλο (κυβερνητικό ή αντιπολιτευτικό) ακολουθούν την ίδια τακτική με κοινό παρονομαστή την ακραία πόλωση και την έλλειψη ουσιαστικού διαλόγου.
Αυτό βέβαια είναι φυσιολογικό, με την έννοια του ερμηνεύσιμου, διότι οι προτάσεις τους προς τους πολίτες για το μέλλον της χώρας δεν στηρίζονται στην μελέτη όλων των παραμέτρων της πραγματικότητας στην δυναμική προβολή τους σε βάθος χρόνου, ούτε και στη γνώση των συνθηκών λειτουργίας και εξέλιξης των διαφόρων συστημάτων (οικονομικό, πολιτικό κ.λ.π.) σε παγκόσμιο επίπεδο.
Παρά ταύτα διεκδικούν την ανάληψη της διαχείρισης της κυβερνητικής εξουσίας και το επιτυγχάνουν, διότι δεν βασίζουν την πολιτική τους δραστηριοποίηση και επικοινωνία με τους πολίτες στον διάλογο και στην ορθολογική πολιτική λειτουργία των ενδεχόμενων ψηφοφόρων τους.
Έχουν πολύ πιο αποδοτικά εργαλεία για να «πείσουν» τους πολίτες, τα οποία διαπιστώνονται ήδη στην διαδρομή της ελληνικής κοινωνίας από το παρελθόν και αποτελούν δομικά της στοιχεία.
Συγκεκριμένα από το ένα μέρος εξιδανικεύουν στον πολιτικό τους λόγο το περιεχόμενο των εννοιών «λαός» ή «έθνος», ως περιτύλιγμα της «προσπάθειας» τους να εκφράσουν και να πραγματώσουν το κοινωνικό συμφέρον και από το άλλο αξιοποιούν τις δομικές παθογένειες της ελληνικής κοινωνίας, όπως είναι το πελατειακό κράτος και άλλες, για να «κλείσουν το μάτι» στον ψηφοφόρο σε σχέση με την προσωπική του ευημερία.
Με αυτά τα δεδομένα βέβαια τροφοδοτείται ευρύτερα η διαφθορά, η οποία έχει πλέον δομικό χαρακτήρα στην ελληνική κοινωνία. Το συμφέρον υφίσταται μόνον ως ατομικό στην συνείδηση του πολίτη και όχι ως κοινωνικό. Γι’ αυτό και οι μαζικές διαστάσεις της διαφθοράς είναι κυρίαρχες.
Οι κανόνες των διαπροσωπικών συναλλαγών και σχέσεων δεν έχουν κοινωνική αναφορά, αλλά προσωπική. Το σύστημα κοινωνικών αξιών έχει σταματήσει να λειτουργεί. Γι’ αυτό και δεν υπάρχει συνειδησιακό πρόβλημα, όταν γίνεται νόθευση αλκοολούχων ποτών, με αποτέλεσμα την τύφλωση σε όσους το καταναλώνουν ή άλλες επιπτώσεις.
Ούτε δημιουργείται πρόβλημα από την μαζική φοροδιαφυγή. Έχει πολύ ενδιαφέρον η αντιμετώπιση εφοριακών από επιχειρηματίες ιδιαιτέρως σε τουριστικά νησιά, οι οποίοι δεν δίστασαν να τους απειλήσουν με ξυλοδαρμό, εάν δεν φύγουν.
Αυτά έχουν συμβεί, χωρίς να δημιουργείται σοβαρό πρόβλημα στην ελληνική κοινωνία. Και πως να συμβεί κάτι τέτοιο, όταν το κόμμα του ΣΥΡΙΖΑ, που κυβερνά τώρα, προωθούσε την λογική του «δεν πληρώνω, δεν πληρώνω», όταν ήταν στην αντιπολίτευση και όχι την αλλαγή ρυθμίσεων μέσα από προβλεπόμενες θεσμικές διαδικασίες.
Ο εκφυλισμός σε πλήρη ανάπτυξη. Η κοινωνία αδυνατεί να απελευθερωθεί από τις αρνητικές της παθογένειες (φοροδιαφυγή, πελατειακό λογική, προβληματική κοινωνική συνείδηση κ.λ.π.) και να αναπτύξει δημιουργική δυναμική, με αποτέλεσμα να διαμορφώνονται αρνητικές συνθήκες σε σχέση με την ευημερία και την συνοχή της.
Το πολιτικό σύστημα με τον ρόλο του «μεσολαβητή» για την κοινωνική κατάρρευση, που είτε συνειδητά είτε ασυνείδητα επέλεξε να παίζει, διαμορφώνει τις προϋποθέσεις για την απονομιμοποίηση του και την αμφισβήτηση της πολιτικής ως προς την δυνατότητα της να σχεδιάσει και να υλοποιήσει προγράμματα, τα οποία διασφαλίζουν την βιώσιμη πορεία της χώρας προς την ευημερία με κοινωνική δικαιοσύνη.
Οι επιπτώσεις από αυτές τις πολιτικές και κοινωνικές ανισορροπίες αποκτούν πολύ επικίνδυνες διαστάσεις, εάν συνυπολογισθεί, ότι στο πλαίσιο του ισχύοντος μοντέλου κοινωνικής και οικονομικής οργάνωσης είναι ζωτικής σημασίας αναγκαιότητα, η πολιτική και οι δομές της κοινωνίας πολιτών να παίζουν τον ρυθμιστικό ρόλο, που τους αναλογεί.
Ο βραβευθής το 2013 με το Νόμπελ Οικονομίας, καθηγητής στο Yale University Robert J. Shiller και ο οικονομολόγος George Akerlof επισημαίνουν πολύ εύστοχα αυτή την ανάγκη στο βιβλίο τους «Phishing for Fools», διότι ο καπιταλισμός απαιτεί «να την φέρνει ο ένας στον άλλο» και την καλλιέργεια της απάτης, εάν δεν παρεμβαίνει κάποιος ρυθμιστικός παράγων. Στον καπιταλισμό δεν ευδοκιμούν ηθικοί κανόνες.
Επειδή τα εκφυλιστικά φαινόμενα στην Ελλάδα απειλούν την βιωσιμότητα της κοινωνίας, είναι επιτακτική ανάγκη να επαναπροσδιορισθούν από αυτήν και το πολιτικό σύστημα τα ποιοτικά χαρακτηριστικά της πολιτικής στη σύγχρονη εποχή και οι προϋποθέσεις, που πρέπει να πληρούνται στο κοινωνικό πεδίο, ώστε να αποφευχθούν αρνητικές εξελίξεις.
Δεν είναι μόνο οι εσωτερικές ανισορροπίες και παθογένειες, που δυσκολεύουν την επανεκκίνηση, αλλά και οι συνθήκες σε παγκόσμιο επίπεδο, οι οποίες απειλούν το μέλλον της παγκόσμιας κοινότητας, με κυρίαρχο πρόβλημα τα όρια του καπιταλιστικού συστήματος σε σχέση με τις αντοχές και ανοχές της βιωσιμότητας του πλανήτη.
Σε πρόσφατη έκθεση του Club of Rome, η οποία παρουσιάσθηκε στο Βερολίνο από τον Νορβηγό ερευνητή Jorgen Randers και τον Γενικό Γραμματέα του ιδρύματος Graeme Maxton, επισημάνθηκε, ότι θα έχει καταστροφικές επιπτώσεις η λογική της συνεχούς και χωρίς όρια οικονομικής ανάπτυξης, διότι εξαντλούνται οι φυσικοί πόροι, ενώ προτείνουν ως πιο υψηλό αναπτυξιακό δείκτη το 1% κατά μέσο όρο. Τονίζουν δε, ότι οι πλούσιες χώρες έχουν την μεγαλύτερη ευθύνη, διότι έχουν προκαλέσει τα μεγαλύτερα προβλήματα σε σχέση με την καταστροφή του περιβάλλοντος.
Πολύ χαρακτηριστικό παράδειγμα για αυτή την κατάσταση είναι η επισήμανση, ότι μια γυναίκα στις ανεπτυγμένες χώρες της Δύσης καταναλώνει 30 φορές περισσότερους φυσικούς πόρους από μια γυναίκα, που ζει στις φτωχές χώρες.
Επειδή δε στη σημερινή εποχή οι εξελίξεις «τρέχουν» με πολύ μεγαλύτερη ταχύτητα από αυτήν του παρελθόντος, η ανάγκη ριζικών μεταρρυθμίσεων, αρχής γενομένης από το πολιτικό σύστημα, είναι επείγουσα. Η πραγματικότητα δεν μπορεί να περιμένει ακόμη περισσότερο.
Δεν είναι πλέον ανεκτός ο βραχυπρόθεσμος και χωρίς προοπτική πολιτικός σχεδιασμός, διότι δεν βασίζεται στην προσέγγιση της πραγματικότητας σε βάθος χρόνου (τουλάχιστον 20 έως 30 χρόνια), επειδή το πολιτικό σύστημα δεν διαθέτει τα αναγκαία μεθοδολογικά εργαλεία και επιστημονικούς μηχανισμούς ανάλυσης της δυναμικής της εξέλιξης σε ευρωπαϊκό και πλανητικό επίπεδο.
Δεν είναι επίσης δυνατό να σχεδιασθεί σύγχρονη πολιτική, όταν το πολιτικό σύστημα έχει άγνοια του σύγχρονου συλλογικού (κοινωνικού) και ατομικού (ο πολίτης) υποκειμένου σε μια παγκοσμιοποιημένη πραγματικότητα, η οποία σε μεγάλο βαθμό οριοθετεί την πορεία της από την εξέλιξη και την αξιοποίηση της επιστημονικής γνώσης και των τεχνολογικών της εφαρμογών.
Δεν μπορεί το πολιτικό σύστημα και η κοινωνία να λειτουργούν με εγκυκλοπαιδικού χαρακτήρα προσανατολισμό στο πολιτισμικό παρελθόν και στείρα εθνικολαϊκιστική λογική, ενώ στην πράξη η κουλτούρα διεθνοποιείται και σε βάθος χρόνου θα συρρικνωθεί σε πολύ μεγάλο βαθμό η πολυπολιτισμικότητα στο πλαίσιο της προώθησης του καταναλωτισμού και της κοινωνίας του θεάματος.
Δεν οδηγεί πουθενά η εθνική διαχείριση της πολιτικής και η αντίστοιχη νομιμοποίηση της επίσης, ενώ η παγκοσμιοποίηση και τα υπερεθνικά σχήματα, όπως είναι η Ευρωπαϊκή Ένωση, επιβάλλουν μια μορφή υπερεθνικής και παγκόσμιας διακυβέρνησης, ώστε να καταστεί εφικτός ο ρυθμιστικός ρόλος της πολιτικής, η οποία εκφράζει το κοινωνικό συμφέρον.
Ποιό είναι τελικά το σύγχρονο κοινωνικό συμφέρον; Η λειτουργικότητα των αριθμών και η οικονομική απόδοση των κοινωνικών συστημάτων ή η κάλυψη των ανθρώπινων αναγκών και η ευημερία των κοινωνιών σε ένα αειφορικό φυσικό περιβάλλον;
Είναι πλέον αδήριτη ανάγκη ο ιδεολογικός επαναπροσδιορισμός των πολιτικών σχηματισμών με βάση την σύγχρονη πραγματικότητα, ώστε να σταματήσει η κυριαρχία της ιδεοληπτικής πολιτικής.
Ταυτοχρόνως και μάλιστα χωρίς χρονοτριβή επιβάλλεται μια νέα προσέγγιση της μορφής του κόμματος, η οποία δεν θα αναπαράγει τις παθογένειες του παρελθόντος (κόμμα πατερούλης κ.λ.π.) και θα αξιοποιεί τις δυνατότητες της σύγχρονης επιστημονικής γνώσης και των τεχνολογικών της εφαρμογών για την βελτίωση της ζωής των πολιτών και της δημοκρατικής λειτουργίας και όχι για την χειραγώγηση των κοινωνιών.
Αυτό σημαίνει από το ένα μέρος ενεργοποίηση των δομών της κοινωνίας πολιτών, οι οποίες μαζί με το πολιτικό σύστημα θα αναζητήσουν σύγχρονες μορφές δημοκρατικής διακυβέρνησης (κυβερνήσεις συνεργασίας, οι οποίες εκφράζουν την κοινωνική πλειοψηφία σε κυβερνητικό επίπεδο) καθώς και τα όρια και τις προϋποθέσεις για ουσιαστική συμμετοχή των πολιτών στη δημοκρατική λειτουργία.
Ο κόσμος έχει γίνει πολύ σύνθετος και δύσκολα αντιληπτός και ερμηνεύσιμος από τον μεμονωμένο πολίτη. Και αυτό πρέπει να αλλάξει με την αξιοποίηση της διανόησης, η οποία αναλαμβάνοντας την πολιτική της ευθύνη θα συμβάλλει στην απλοποίηση της πολυπλοκότητας, που χαρακτηρίζει την σύγχρονη πραγματικότητα και θα την θέσει στην διάθεση των πολιτών.
Περιθώρια για καθυστερήσεις δεν υπάρχουν, εάν είναι κοινός τόπος η άρση του πολιτικού και του κοινωνικού εκφυλισμού.