Μια συστηματική προσέγγιση τόσο του εσωκομματικού διαλόγου, στο πλαίσιο αναζήτησης και επεξεργασίας πολιτικών και σύγχρονης ταυτότητας, όσο και του διακομματικού, στο πλαίσιο της αντιπαράθεσης με στόχο την ανάληψη της κυβερνητικής διαχείρισης, οδηγεί σε έντονο προβληματισμό και δυσοίωνες σκέψεις. Είναι εμφανές, ότι πρέπει να γίνουν αλλαγές και βαθιές τομές, ώστε το πολιτικό σύστημα να είναι σε θέση να διαχειρισθεί με ασφάλεια την προοπτική αυτού του τόπου. Δεν φαίνεται όμως ότι τα σημερινά κόμματα είναι σε τροχιά συνειδητοποίησης αυτής της ανάγκης. Πιο κοντά πάντως στην ανάπτυξη προβληματισμού προς αυτήν την κατεύθυνση, είναι η ΔΗΜΑΡ, μετά την έξοδό της από την τρικομματική κυβέρνηση. Ακολουθεί με κάποια απόσταση το ΠΑΣΟΚ, μετά την μετατροπή του από κόμμα εξουσίας, σε συνιστώσα του κεντροαριστερού χώρου. Και τα δύο κόμματα, βεβαίως, απέχουν ακόμη πολύ από την ποιοτική διαφοροποίησή τους από τις πρακτικές του παρελθόντος σε σχέση με τον εσωκομματικό και τον διακομματικό διάλογο. Ανασταλτικά, σε σχέση με την ταχεία προώθηση των απαραίτητων αλλαγών και τομών, λειτουργούν τα υπόλοιπα κόμματα.
Ποια είναι όμως τα χαρακτηριστικά του σημερινού πολιτικού διαλόγου;
Πολύ συχνά οι τοποθετήσεις αποτελούν έκφραση εσωτερικών κομματικών αντιθέσεων, οι οποίες μάλιστα δεν οδηγούν και σε συνθέσεις. Απλώς καταγράφονται απόψεις και περιχαρακώσεις. Γι’ αυτό συνήθως έχουμε το φαινόμενο των παράλληλων μονολόγων, χωρίς αναζήτηση κοινών σημείων, μετά από μια αναλυτική προσέγγιση της πραγματικότητας, με στόχο την επεξεργασία μιάς στρατηγικής με μακροπρόθεσμη προοπτική. Σε αυτές τις περιπτώσεις ο διάλογος βασίζεται σε μια στατική θεώρηση της πραγματικότητας, η οποία συνοδεύεται και από αδυναμία επεξεργασίας πολιτικών, οι οποίες μπορούν να υπερβούν είτε τις εσωκομματικές, είτε τις διακομματικές περιχαρακώσεις και να οδηγήσουν σε συνθέσεις και συναινέσεις. Γι’ αυτό και οι πολλές «κόκκινες γραμμές» των κομμάτων στον όποιο πολιτικό διάλογο αναπτύσσεται. Οι πιθανές επικλήσεις για εθνική ενότητα δεν καρποφορούν, διότι όλοι οι σχηματισμοί είτε απευθύνουν προσκλήσεις ενότητας, είτε δέχονται, προσβλέπουν σε κομματικά οφέλη. Μόνο σε αυτή την περίπτωση αντιδρούν θετικά.
Τον πολιτικό διάλογο χαρακτηρίζει επίσης μη συμβατότητα με τον σύγχρονο τρόπο σκέψης των κοινωνιών της γνώσης και της μεγάλης πυκνότητας του χρόνου. Έτσι όμως οικοδομείται ο διάλογος μεταξύ μεμονωμένων ατόμων, τα οποία δραστηριοποιούνται στους πολιτικούς σχηματισμούς, δεν είναι παραγωγικός, διότι δεν καλύπτονται όλες οι διαστάσεις της πραγματικότητας. Η πυκνότητα του χρόνου σε δεδομένα και πληροφορίες, τα οποία χαρακτηρίζονται από μεγάλη σχετικότητα, διότι οι εξελίξεις σε παγκόσμιο επίπεδο είναι ραγδαίες όπως και οι επιστημονικές γνώσεις, καθιστά την επεξεργασία τους σχεδόν αδύνατη από μεμονωμένα άτομα. Οπότε στον όποιο πολιτικό διάλογο αναπτύσσεται, καταφεύγουν σε γενικεύσεις, διότι δεν υπάρχουν τεχνοκρατικοί μηχανισμοί στήριξης, οι οποίοι θα αναλύουν την σύνθετη πραγματικότητα σε εθνικό, ευρωπαϊκό και πλανητικό επίπεδο. Ούτε υπάρχει και επεξεργασμένο σχέδιο σε σχέση με την ένταξη τέτοιων μηχανισμών στη δομή σύγχρονων κομμάτων, ώστε να διασφαλίζεται η αποδοτικότητα τους. Αυτό ισχύει όχι μόνο στην ελληνική πραγματικότητα, αλλά και στην ευρωπαϊκή και παγκόσμια. Γι’αυτό και το πολιτικό σύστημα σε αρκετές περιπτώσεις αδυνατεί να χειρισθεί ορισμένα προβλήματα, τα οποία είτε υπερβαίνουν τα εθνικά όρια, είτε κινούνται με μεγαλύτερη ταχύτητα από αυτή, με την οποία μπορεί να κινείται το πολιτικό σύστημα. Δεν είναι τυχαίο, ότι σε μεγάλο ποσοστό ο πολιτικός διάλογος δεν είναι συμβατός με τις συνθήκες, οι οποίες προκύπτουν από την παγκοσμιοποίηση της οικονομίας και της εργασίας σε συνδυασμό με την οικονομική κρίση χρέους της χώρας, το δημογραφικό πρόβλημα και την μετακίνηση πληθυσμών προς την Ευρώπη και ιδιαιτέρως την Ελλάδα. Σε αυτό το πλαίσιο δεν ευδοκιμεί ο διάλογος στους πολιτικούς σχηματισμούς εσωτερικά ούτε και στο επίπεδο της μεταξύ τους αντιπαράθεσης. Γι’ αυτό και δεν καταθέτουν ολοκληρωμένες και μακροπρόθεσμες προτάσεις.
Αρκούνται στην ανάπτυξη διαλόγου για να καταγγείλουν ή να νομιμοποιήσουν τα πεπραγμένα. Γι’ αυτό και η άσκηση κριτικής έχει ως αφετηρία γενικευτική στοχοθεσία καθώς και λαϊκίστικες προσεγγίσεις σε σχέση με το δέον γενέσθαι, συχνά σε αντιδιαστολή με τον ρεαλισμό και τον ορθολογισμό. Ένα μεγάλο μέρος του διαλόγου, ο οποίος αναπτύχθηκε μετά την αποχώρηση της Δημοκρατικής Αριστεράς από την τρικομματική κυβέρνηση έχει αυτά τα χαρακτηριστικά. Είτε γίνονται τοποθετήσεις εντός της ΔΗΜΑΡ είτε και μεταξύ των τριών πρώην κυβερνητικών εταίρων είτε εμπλέκονται και άλλα κόμματα η ποιότητα του διαλόγου παραμένει καταγγελτική ή νομιμοποιητική, χωρίς να ανοίγει προοπτικές για το επόμενο βήμα, το οποίο θα προσδίδει προοπτική τόσο στο πολιτικό σύστημα όσο και στο τόπο. Φαίνεται ότι η πολιτική ευθύνη εξαντλείται στην επιδίωξη ανάληψης της κυβερνητικής διαχείρισης ή του ρόλου της αξιωματικής αντιπολίτευσης. Με τέτοιας ποιότητας διάλογο πάντως δεν «σώζεται η παρτίδα» ούτε και διασώζονται «οι κόκκινες γραμμές» ενός κόμματος. Το ίδιο ισχύει και για εκφράσεις όπως «η ΔΗΜΑΡ λειτουργεί α λα καρτ», στο πλαίσιο της συμμετοχής της στην τρικομματική ή «η κυβέρνηση δεν ήταν τρικομματική αλλά μονοκομματική». Το θέμα δεν είναι η νομιμοποίηση της στάσης του ομιλούντος και η καταγγελία του άλλου, αλλά η δημιουργία των προϋποθέσεων για ένα διαφορετικό τρόπο συνεργασίας και αναζήτησης συναινέσεων. Εάν εξετάσει κάποιος την πρακτική των εκπροσώπων των κομμάτων στην κυβέρνηση (ως υπουργών) θα διαπιστώσει πλήρη απόκλιση από τις μνημονιακές υποχρεώσεις, τις οποίες καλώς ή κακώς ανέλαβε η χώρα. Η ευθύνη για ό,τι συμβαίνει ανήκει σε όλους, έστω και σε διαφορετικό ποσοστό.
Τέλος στον πολιτικό διάλογο ο εκφερόμενος λόγος δεν χαρακτηρίζεται από ρεαλιστική υπερβατική λογική, αλλά από συστημική οπτική. Στόχος δεν είναι είτε ο φιλελεύθερος ή νεοφιλελεύθερος για τη δεξιά ανθρωπισμός είτε ο κοινωνικός ανθρωπισμός για το προς τα αριστερά του κέντρου φάσμα κομμάτων, αλλά ο συστημικός πραγματισμός. Βασικό σημείο αναφοράς σε αυτή την περίπτωση είναι η λειτουργικότητα του συστήματος, η οποία θεωρείται κριτήριο αξιολόγησης του ανθρώπου, ο οποίος το υπηρετεί στο πλαίσιο κοινωνικών ρόλων. Αυτό διαπιστώνεται αμέσως, εάν αφήσουμε στην άκρη τις ιδεολογικές ακροβασίες και προσεγγίσουμε την ρεαλιστική πλευρά των προτεινόμενων πολιτικών ή προγραμματικών βημάτων. Το θέμα δε είναι, ότι στο μέτρο που δεν πορεύεται η κοινωνία με βάση ένα οραματικό σύστημα αξιών, όπως θα μπορούσε να προκύψει από τον κοινωνικό ανθρωπισμό, στην κρίση των μαζών και της κοινωνίας του θεάματος θα επικρατεί ένας συστημικός πραγματισμός. Αποτέλεσμα θα είναι η αδυναμία πολιτικής επικοινωνίας και διαλόγου με στόχο την πραγμάτωση ριζικών μεταρρυθμίσεων, απαραίτητων για την ανάπτυξη μιας δυναμικής, η οποία θα οδηγεί σε μια κοινωνία, η οποία σέβεται τις πραγματικές ανθρώπινες ανάγκες και δεν υποτάσσει το άτομο να υπηρετεί συστημικές ανάγκες και μόνο (χώρος εργασίας π.χ.). Με την κυριαρχία μάλιστα του νεοφιλευθερισμού οι κοινωνίες διαπερνώνται από τη μαζική συνείδηση, τον ατομικισμό, τον άκρατο ανταγωνισμό και τον καταναλωτισμό. Αυτό σημαίνει, ότι ο πολιτικός διάλογος έχει να αντιμετωπίσει μια μεγάλη δυσκολία, στο μέτρο που απευθύνεται σε πολίτες καταναλωτές πολιτικής.
Αυτό είναι μεγάλο πρόβλημα, το οποίο πρέπει να ξεπεράσει ιδιαιτέρως ο χώρος της κεντροαριστεράς, εάν πράγματι στοχεύει να καλέσει τους πολίτες να στηρίξουν μια μεταρρθυμιστική προσπάθεια. Η ελληνική κοινωνία χρειάζεται πολύ δουλειά για να αποκτήσει μια δυναμική, η οποία θα ισοπεδώσει την πελατειακή λογική και τη διαφθορά, τον συντεχνιασμό και τον άκρατο κομματισμό, ο οποίος κυριαρχεί και στο συνδικαλιστικό κίνημα. Θα πρέπει να καταπολεμηθεί η λογική του βολέματος και γενικά να αλλάξει σε μεγάλο βαθμό τον τρόπο ζωής του στο πλαίσιο ενός διαφορετικού μοντέλου κοινωνικής και οικονομικής οργάνωσης. Και όλα αυτά, ενώ το πολιτικό σύστημα είναι απονομιμοποιημένο στη συνείδηση της πλειοψηφίας των πολιτών. Δεν υπάρχει όμως άλλος δρόμος, εάν θέλουμε να ακολουθήσουμε μαζί με την υπόλοιπη Ευρώπη μια πιο σίγουρη διαδρομή με αξιοπρεπή ποιότητα ζωής. Ο χρόνος τρέχει πολύ γρήγορα και οι ευκαιρίες θα αρχίσουν να εξαντλούνται. Γι’ αυτό η κεντροαριστερά οφείλει να αναπτύξει μεγάλη ταχύτητα στην αναζήτηση της προοπτικής τόσο για τον εαυτό της όσο και για τον τόπο. Ο πολιτικός της λόγος πρέπει να πείσει, ότι μπορεί να προσδώσει ποιότητα, ρεαλισμό και μεταρρυθμιστική δυναμική στο διάλογο.