Tους βλέπεις παντού γύρω σου. Το μόνο που συζητούν είναι πότε θα γίνουν εκλογές, πώς πάει η πελατεία τους, ποιοι θα συνεργαστούν με ποιους και πώς με κάθε τρόπο θα είναι στο παιχνίδι. Δεν τους ακούς ποτέ (παρότι υποτίθεται πολιτικοί) να μιλούν για πολιτικές θέσεις, να προτείνουν λύσεις, να συγκρούονται για απόψεις επειδή πιστεύουν ότι θα βελτιώσουν τη ζωή των πολιτών.
Μπορεί να ανεβάζουν βαριές ιδεολογικές ταμπέλες (δεξιός, κεντρώος, αριστερός, ριζοσπάστης, ανανεωτής, μεταρρυθμιστής, εκσυγχρονιστής, ή οτιδήποτε άλλο) δίχως όμως κανένα πολιτικό περιεχόμενο. Πουκάμισο αδειανό. Όταν φθάνει η κουβέντα σε ένα δύσκολο πρόβλημα και πρέπει να πάρουν θέση πετούν την μπάλα στην εξέδρα και η μόνιμη επωδός είναι «να γίνει διάλογος», «να υπάρξει συνεννόηση», «να φτιάξουμε μια επιτροπή». Η μπάλα στην εξέδρα δηλαδή. Τους συναντάς σε κάθε κόμμα. Από τα κόμματα εξουσίας ως τα μικρότερα. Η απουσία θέσης και η συζήτηση μόνο επί της διαδικασίας εκλαμβάνεται από πολλούς ως συναινετική στάση, ως μετριοπάθεια και αποτιμάται συνήθως θετικά.
Οι συγκρούσεις πάντα δημιουργούν εχθρούς. Θυμηθείτε τις δημοσκοπήσεις για να διαπιστώσετε ότι οι δημοφιλέστεροι κατά καιρούς πολιτικοί ήταν αυτοί που δεν έλεγαν τίποτα, που δεν συγκρούονταν, που είχαν πάντα ένα καλό λόγο για όλους, που απέφευγαν να πάρουν θέση. Αυτό τους εξασφάλιζε πάντα εκλογή και αξιώματα («σοβαρός», «αξιοπρεπής», «ψύχραιμη φωνή»). Όταν αναλάμβαναν θέσεις ευθύνης είχαν σχεδόν πάντα μηδενικό έργο. Να μην σπάσουμε αυγά, να μην αλλάξουμε τίποτα, να μοιράζουμε όπου μπορούμε για να ταΐζουμε την πελατεία μας στις εποχές της δανεικής ευμάρειας. Τα πράγματα κυλούσαν με «γλυκό» και αργό τρόπο προς τη χρεοκοπία αλλά όσοι προειδοποιούσαν για το ποια θα είναι η κατάληξη, βρέθηκαν στο περιθώριο. Όσοι χάιδευαν αυτιά κυριάρχησαν. Από την αρχαία Ελλάδα ακόμη οι αγγελιοφόροι κακών ειδήσεων είχαν άσχημο τέλος.
Από τους εκατοντάδες υπουργούς, ποιους θυμόμαστε για κάποιο έργο; Ποιοι βοήθησαν να γίνει ένα βήμα μπροστά, συγκρουόμενοι σε εποχές που οι αλλαγές δεν επιβάλλονταν από τους δανειστές; Έρχονται πρόχειρα στο νου με χρονολογική σειρά, η ένταξη στην ΕΟΚ από τον Κ.Καραμανλή όταν η πλειοψηφία ήταν αντίθετη, οι αποφάσεις του Μάνου για το χωροταξικό, η δημιουργία του ΕΣΥ από τον Γ. Γεννηματά και τον Π. Αυγερινό, ο νόμος Πεπονή για τις προσλήψεις στο δημόσιο, ο νόμος Σιούφα για το ασφαλιστικό και η απόρριψη του νόμου Γιαννίτση για το ίδιο πρόβλημα, το «σχέδιο Καποδίστριας» του Αλ.Παπαδόπουλου για τους ΟΤΑ, η ένταξη στην ΟΝΕ, και οι υποδομές επί Σημίτη, η αποτελεσματικότητα του Μ. Χρυσοχοϊδη, οι παρεμβάσεις του Στ.Μπένου στον Πολιτισμό, ο νόμος Διαμαντοπούλου για τα ΑΕΙ, ο νόμος Ραγκούση για τη Διαύγεια. Έρχονται επίσης στο νου πολιτικοί που σήκωσαν μεγάλο βάρος στη διάρκεια της πρόσφατης κρίσης. Από τους περισσότερους υπουργούς της μεταπολίτευσης πάντως δεν έχει μείνει τίποτα περισσότερο από το όνομά τους τυπωμένο σε μια κάρτα με τον τίτλο «πρώην υπουργός».
Αναμφισβήτητα η πολιτική είναι άσκηση εξουσίας (power game). Σημασία δεν έχει να διαθέτεις ένα καλό πρόγραμμα κι επαρκείς επεξεργασίες αλλά να μπορείς με αυτές να κερδίσεις την εμπιστοσύνη των πολιτών και να τις εφαρμόσεις ή να επηρεάσεις την ασκούμενη πολιτική. Εδώ εντοπίζεται και το μεγαλύτερο πρόβλημα του Ποταμιού. Παρά την αρχική λάσπη τόλμησε να προβάλει θέσεις κόντρα στο ρεύμα.
Το Ποτάμι συγκρούστηκε με το κακό δημόσιο, μίλησε για δικαιώματα όταν όλοι οι άλλοι σιωπούσαν, ζήτησε το διαχωρισμό εκκλησίας-κράτους, κατέθεσε καινοτόμες προτάσεις. Αλλά δεν έχει καταφέρει να κερδίσει τη λαϊκή εμπιστοσύνη. Επηρέασε (πολλές απόψεις του υιοθετήθηκαν) αλλά δεν έχει πείσει ότι η ενίσχυσή του είναι ο καλύτερος τρόπος για να υλοποιηθούν. Τα λάθη αναμφισβήτητα και σε διάφορους τομείς. Μετά τις εκλογές οι αξιόλογες πολιτικές πρωτοβουλίες αναιρούνται από τις εσωτερικές γκρίνιες και το άγχος επιβίωσης κάποιων. Το να κατορθώσεις να πείσεις ένα τμήμα της κοινωνίας είναι καθοριστικό. Κόμματα και πολιτικοί έχουν περάσει με πολύ πρωτοποριακές κι ενδιαφέρουσες απόψεις, όμως έμειναν στο περιθώριο επειδή δεν κατάφεραν να κερδίσουν τη λαϊκή εμπιστοσύνη.
Άρα πολιτικά δεν πέτυχαν. Ελάχιστοι ασχολούνται με το αν ο Ελευθέριος Βενιζέλος ήταν καλός άνθρωπος ή όχι. Αυτό που έχει καταγραφεί ιστορικά είναι ότι μπόρεσε να κερδίσει το λαό με τις ιδέες του και να τις κάνει πράξη. Αυτό δεν σημαίνει ότι μοναδικό κριτήριο πολιτικής επιτυχίας κρίνεται η απόκτηση της λαϊκής εμπιστοσύνης με οποιοδήποτε τρόπο. Τότε φθάνουμε στο άλλο άκρο. Ο ΣΥΡΙΖΑ κατόρθωσε να φθάσει από το 4% στο 36%. Ήταν αναμφισβήτητα μια πολιτική επιτυχία. Βασισμένη όμως σε ψέματα, διχασμό, τραμπουκισμούς. Ο σκοπός δεν αγιάζει τα μέσα.
Με κυνικό τρόπο προσπαθούν τώρα να διασφαλίσουν θέσεις και μισθούς ψηφίζοντας οτιδήποτε ασχέτως αν αυτά έρχονται σε πλήρη αντίθεση με αυτά που έλεγαν. Δεν λέω “με αυτά που πιστεύουν” γιατί δεν πιστεύουν σε τίποτα, πέραν της καρέκλας. Τι θα μείνει όταν όλο αυτό το συνονθύλευμα λαϊκιστών περάσει στην ιστορία, όπως γίνεται με κάθε κόμμα; Η οργή των εξαπατηθέντων που έχει αρχίσει να εισπράττει η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑΝΕΛ, δίνει μια πρώτη απάντηση. Από την άλλη κοιτάζοντας προς την πλευρά της ΝΔ βλέπεις πρόσωπα που το πέρασμά τους από τις υπουργικές καρέκλες δεν έχει συνδεθεί με καμιά απολύτως μεταρρύθμιση. Αντιθέτως έχει συνδεθεί με τις παθογένειες της μεταπολίτευσης. Το πελατειακό κράτος, τη διαπλοκή, την κρατικοδίαιτη επιχειρηματικότητα, το δημοσιονομικό εκτροχιασμό.
Σήμερα που ο κόσμος αλλάζει δραματικά, που η ύπαρξη της Ε.Ε τίθεται εν αμφιβόλω και οι γείτονες αμφισβητούν κυριαρχικά μας δικαιώματα, βλέπεις “πολιτικούς” να πετούν ξανά τη μπάλα στην εξέδρα, να ασχολούνται μόνο με διαδικασίες και να αναλώνονται στον τρόπο και τον χώρο της προσωπικής τους διάσωσης. Οι δικές τους αγωνίες δεν είναι και αγωνίες των πολιτών, που ψάχνουν για δουλειά, που βάζουν λουκέτο, που βλέπουν τα παιδιά τους να φεύγουν, που δεν ξέρουν πως να πληρώσουν τους φόρους. Το ερώτημα για κάθε πολιτικό είναι αν γι΄αυτούς έχει να πει κάτι. Είναι η αγωνία τους και δική του αγωνία; Πάνω σε αυτά θα περίμενα να γίνονται συγκρούσεις. Να κατατίθενται προτάσεις, απόψεις, διαφωνίες.
Υπάρχουν πολιτικοί που προσπαθούν. Που διοργανώνουν ημερίδες, που γράφουν, επεξεργάζονται, προτείνουν, καταθέτουν θέσεις. Από άλλους ακούω μόνο κραυγές κι εύκολα συνθήματα. Είτε «βγάλτε εμάς κι όλα θα φτιάξουν», είτε «να γίνει διάλογος». Όταν όλη η συζήτηση εξαντλείται στην πολιτική διαδικασία, στο «να γίνει συνέδριο», «να κάνουμε μια συγκόλληση», «ποιος κερδίζει και ποιος πάει που», μην απορούμε γιατί ενάμιση εκατομμύριο πολίτες αποφάσισαν από το 2009 ως το 2015 να μην πάνε στην κάλπη. Επειδή αντιλαμβάνονται ότι πρόκειται για παιχνίδι εξουσίας στο οποίο δεν έχουν κανένα λόγο να συμμετέχουν. Αλλά για κάποιους αυτό είναι παντελώς αδιάφορο. Η «πολιτική» εξαντλείται στην επανεκλογή τους. Όσο για τα προβλήματα; Ας κάνουμε μια επιτροπή…