Κατά το χρονικό διάστημα από 2 έως 11 Δεκεμβρίου 2013 η εταιρεία δημοσκοπήσεων MRB καταγράφει σημαντικά στοιχεία σε έρευνα, που διενήργησε, σε σχέση με την αντιμετώπιση του πολιτικού συστήματος από την ελληνική κοινωνία. Πέρα από την πρόθεση ψήφου, αποτυπώνονται ορισμένα ποιοτικά στοιχεία, τα οποία θα έπρεπε να προβληματίσουν τόσο τα κόμματα όσο και το πολιτικό προσωπικό. Στο ερώτημα σχετικά με την «καταλληλότητα του πρωθυπουργού» ο νυν πρωθυπουργός και πρόεδρος της Νέας Δημοκρατίας Αντώνης Σαμαράς προηγείται με 22 %, ενώ ο αρχηγός της αξιωματικής αντιπολίτευσης και πρόεδρος του ΣΥΡΙΖΑ Αλέξης Τσίπρας έπεται με 20,7 %. Το 37,2 % των ερωτηθέντων επιλέγει «κενένας», ενώ ακολουθούν οι υπόλοιποι ηγέτες των κομμάτων με ποσοστά από 5,2 % έως 1,7 %. Από αυτά τα στοιχεία γίνεται εμφανές, ότι υπάρχει πρόβλημα ή καλύτερα ανεπάρκεια σε σχέση με την ανάληψη της ευθύνης λήψης αποφάσεων για το μέλλον του τόπου από τα πολιτικά πρόσωπα, τα οποία φιλοδοξούν να κυβερνήσουν.
Το ίδιο ισχύει και για τα πολιτικά κόμματα με ανάλογες φιλοδοξίες. Στο ερώτημα «ποιό από τα δύο μεγάλα κόμματα, Νέα Δημοκρατία και ΣΥΡΙΖΑ, μπορεί να αντιμετωπίσει καλύτερα τα προβλήματα του τόπου», η Νέα Δημοκρατία συγκεντρώνει το 27 % των ερωτηθέντων, ενώ ο ΣΥΡΙΖΑ το 26,2 %. «Κανένα κόμμα» επιλέγει το 36,8 %.
Ειναι πλέον εμφανές, ότι συνεχώς αυξάνεται το ποσοστό των πολιτών, οι οποίοι αμφισβητούν την ικανότητα των κομμάτων και του πολιτικού προσωπικού να διαχειρισθούν πολιτικά την πορεία του τόπου προς το μέλλον και την έξοδο από την κρίση και την ακινησία, που χαρακτηρίζουν το σύνολο των κοινωνικών συστημάτων (από το οικονομικό και το υγείας μέχρι το εκπαιδευτικό και το πολιτικό).
Και πως να μην υπάρχει αυτή η εκτίμηση σε σχέση με τις δυνατότητες του πολιτικού συστήματος, όταν διαπιστώνεται πλήρης έλλειψη συστηματικής προσέγγισης και μελέτης του ισχύοντος μοντέλου κοινωνικής και οικονομικής οργάνωσης, το οποίο έχει πιάσει τα όρια του και υποθηκεύει την προοπτική των πολιτών. Και αυτό συμβαίνει σε όλους τους τομείς. Δεν αποκαλύπτεται μόνο με παράθεση στοιχείων, διότι δεν υπάρχουν στην Ελλάδα επιστημονικοί μηχανισμοί τεκμηρίωσης σε ικανοποιητικό βαθμό ανεπτυγμένοι. Ειδάλλως πως να σχολιάσει κάποιος τις εκκλήσεις της κυβέρνησης για μη καύση ξύλων είτε σε τζάκια είτε σε ξυλόσομπες για να θερμανθεί τουλάχιστον ο οικιακός χώρος, διότι η αύξηση των αιωρούμενων μικροσωματιδίων απειλεί την δημόσια υγεία. Αυτό είναι η μισή αλήθεια, αυτή που έχει σχέση με την βιωνόμενη τώρα οικονομική κρίση και τις επιπτώσεις της στην ποιότητα ζωής των πολιτών. Υπάρχει όμως και η άλλη μισή αλήθεια, αυτή που έχει σχέση με το μοντέλο των σύχρονων μαζικών κοινωνιών και την αποκλειστική κυριαρχία της λογικής του κέρδους στην οικονομική δραστηριότητα, χωρίς να διερευνώνται οι αρνητικές επιπτώσεις και να λαμβάνονται μέτρα με ταυτόχρονο σχεδιασμό εναλλακτικού μοντέλου οργάνωσης. Αυτό πλέον είναι αναγκαίο, διότι η ατμόσφαιρα στην οποία ζει ο σύγχρονος άνθρωπος, είναι σε υψηλό βαθμό επικίνδυνη για την υγεία του. Έχει πολύ ενδιαφέρον η έρευνα, η οποία έγινε για λογαριασμό της Ευρωπαϊκής Επιτροπής για την ρύπανση της ατμόσφαιρας. Σύμφωνα με αυτήν μόνο το 2010 έχασαν τη ζωή τους 400.000 άνθρωποι λόγω της ατμοσφαιρικής ρύπανσης στον ευρωπαϊκό χώρο, ενώ αυξήθηκε ο αριθμός των ατόμων με ασθένειες όπως το άσθμα και οι καρδιακές παθήσεις. Για σύγκριση δε, την ίδια χρονιά έχασαν τη ζωή τους 35.000 άτομα σε αυτοκινητιστικά δυστυχήματα. Δυστυχώς δεν δίδονται στοιχεία ανά χώρα, αν και το ελληνικό πολιτικό σύστημα βρίσκεται σε κατάσταση ύπνωσης, οπότε δεν θα υπήρχε η παραμικρή αντίδραση.
Βεβαίως δεν είναι μόνο ο τομέας της ρύπανσης της ατμόσφαιρας και το μοντέλο οικονομικής οργάνωσης, το οποίο υποθηκεύει το μέλλον, τα μοναδικά προβλήματα. Το πολιτικό σύστημα και το πολιτικό προσωπικό δεν αντιλαμβάνονται τις επιπτώσεις της εξέλιξης σε ευρύτερο ευρωπαϊκό και πλανητικό επίπεδο στον τρόπο σκέψης και τα ποιοτικά χαρακτηριστικά του ανθρώπου του 21ου αιώνα, ώστε να σχεδιάσουν πολιτικές, οι οποίες υπερβαίνουν την εσωστρέφεια και τον στείρο εθνικισμό, που οδηγούν στη λογική της απομόνωσης. Και αυτό συμβαίνει είτε με άμεσο είτε με έμμεσο τρόπο, ανάλογα με την τοποθέτηση ενός κόμματος από την εθνικιστική δεξιά μέχρι την λαϊκιστική αριστερά. Όλοι μιλάνε και κόπτονται για το έθνος ή το λαό. Μόνο που το κάνουν στο όνομα του. Τον ίδιο τον κρατούν μακριά από το πολιτικό γίγνεσθαι επί της ουσίας. Αυτό γίνεται με την αξιοποίηση και του δεδομένου, ότι ο σύγχρονος άνθρωπος ως άτομο δυσκολεύεται να επεξεργασθεί νοητικά την πολύπλοκη πραγματικότητα, την οποία βιώνει, σε σύντομο χρονικό διάστημα. Αυτό εκμεταλλεύονται, χωρίς να διαθέτουν οι ίδιοι, είτε πολιτικοί σχηματισμοί είτε πολιτικό προσωπικό, επιστημονικούς μηχανισμούς τεκμηρίωσης, οι οποίοι μπορούν με ταχύτητα να αναλύουν την πραγματικότητα και να σχεδιάζουν την εξέλιξη της στο χρόνο. Με αυτά τα δεδομένα όμως τίθεται σε κίνδυνο η βιωσιμότητα της κοινωνίας. Οι πολίτες δε αδυνατούν να δρομολογήσουν διαδικασίες υπέρβασης με λειτουργικό τρόπο για το μέλλον. Παραμένουν και αυτοί στη διαπίστωση, ότι το πολιτικό σύστημα είναι ανεπαρκές, χωρίς να δρομολογούνται διεργασίες για την διαμόρφωση εναλλακτικών πολιτικών προτάσεων, οι οποίες με σχεδιασμό και μετρήσιμα μεγέθη θα οριοθετούν την προτεινόμενη πορεία.
Αρνητικά για τις όποιες πολιτικές εξελίξεις είτε στο επίπεδο του πολιτικού συστήματος είτε στο επίπεδο των πολιτικών διεργασιών στην κοινωνία λειτουργεί και η αδυναμία ανάπτυξης διαλόγου, ο οποίος υπερβαίνει την πρακτική των παράλληλων μονολόγων. Στο επίπεδο του πολιτικού συστήματος χαρακτηριστικό αυτών των μονολόγων είναι η αναζήτηση αντιφάσεων στην λογική συνέπεια της στάσης του «αντιπάλου», κόμματος ή προσώπου, πάνω σε θέματα διαχείρισης της εφαρμογής θέσεων και απόψεων ή αποφάσεων. Η λογική συνέπεια και εσωτερική συνοχή των στρατηγικών και πολιτικών προτάσεων καθώς και των επιπτώσεων τους σε βάθος χρόνου δεν αποτελούν αντικείμενο πολιτικού διαλόγου, διότι δεν ανιχνεύονται σχεδόν καθόλου στον εκφερόμενο λόγο. Αυτός κυριαρχείται από ιδεοληπτικές γενικεύσεις και υποσχεσιολογία με αρκετή δόση λαϊκισμού και προσπάθεια ενεργοποίησης του θυμικού και όχι του ορθολογισμού στην πολιτική κρίση και λειτουργία των πολιτών. Γι΄αυτό δίδεται προτεραιότητα στο επικοινωνιακό περιτύλιγμα των μονολόγων για αποκόμιση πολιτικού οφέλους. Η πολιτική επικοινωνία στην εποχή της κοινωνίας του θεάματος βασίζεται στην εικόνα στο πλαίσιο των ηλεκτρονικών Μέσων Μαζικής Ενημέρωης και σε αυτά ο χρόνος είναι τόσο πικνός, ώστε δεν αφήνει περιθώρια για διαλόγους ουσίας. Η εντύπωση μετράει και αυτή διασφαλίζεται με «έξυπνες ατάκες» και σοβαρή εικονική παρουσία.
Από το άλλο μέρος δεν έχει μάθει η ελληνική κοινωνία να διαλέγεται. Δεν πληρούνται εξάλλου οι δομικές, οργανωτικές προϋποθέσεις για την ανάπτυξη διαλόγου. Και αυτό δεν οφείλεται μόνο στις δυσκολίες κατανόησης της πολύπολοκης σύγχρονης πραγματικότητας από το άτομο, αλλά και στην ανυπαρξία δυναμικών δομών στο πλαίσιο της κοινωνίας πολιτών. Αυτές οι δύο παράμετροι ή ακόμη καλύτερα προϋποθέσεις υπηρετούν η μία την άλλη. Αν για παράδειγμα υπάρχουν και ποσοτικά και ποιοτικά επαρκείς Μ.Κ.Ο. (Μη κρατικές Οργανώσεις) με θεματική αναφορά (περιβαλλοντικές, πολιτισμικές, κ.λ.π.) τότε και η πολυπλοκότητα μπορεί να απλοποιηθεί από αυτές και να γίνει αντιληπτή από την τοπική κοινωνία. Οπότε διαμορφώνονται προϋποθέσεις διαλόγου τόσο στο επίπεδο της κοινωνικής βάσης, όσο και με το πολιτικό σύστημα και πολιτικό προσωπικό. Αυτό δε θα μπορεί να γίνεται στην πραγματικότητα και όχι στο εικονικό επίπεδο της τηλεόρασης, αρκεί να οργανώνονται διαδικασίες διαλόγου. Εκεί θα μπορούν οι πολίτες και οι εκπρόσωποι της κοινωνίας πολιτών να διαλέγονται με το πολιτικό σύστημα και τους πολιτικούς και να συνδιαμορφώνουν το πολιτικό γίγνεσθαι, ενώ θα δίδεται η ευκαιρία στους πολιτικούς να παρουσιάζουν τις πολιτικές τους προτάσεις σε πολίτες με κριτική σκέψη και όχι σε τηλεθεατές. Αυτές οι διαδικασίες θα μπορούσαν να αποκτήσουν και θεσμικό χαρακτήρα.
Μέσα από διαδικασίες με αυτά τα χαρακτηριστικά καθίσταται εφικτή και η επανάκτηση μιας πολύ σημαντικής ποιοτικής διάστασης της ελληνικής κουλτούρας από την αρχαιότητα, του κοσμοπολιτισμού, ο οποίος είναι ζωτικής σημασίας ανάγκη για την επιβίωση της ελληνικής κοινωνίας και την καταπολέμηση του εθνικισμού και της εσωστρέφειας. Και μέσα από τον κοσμοπολιτισμό, την πολιτισμική κληρονομιά, την επεξεργασία της πραγματικότητας που δημιουργούν η επιστήμη και οι τεχνολογικές της εφαρμογές, καθώς και την συνειδητοποίηση της εξάντλησης των ορίων του μέχρι τώρα ισχύοντος μοντέλου κοινωνικής και οικονομικής οργάνωσης να επαναπροσδιορίσουμε την ταυτότητα μας στο πλαίσιο της Ενωμένης Ευρώπης. Εάν αυτές οι δεργασίες δεν γίνουν τότε θα συνεχίσει η κοινωνία να κινείται με «βάρκα την ελπίδα» με κατάληξη την πλήρη κατάρρευση. Με το φαινόμενο της γήρανσης της κοινωνίας έγινε η αρχή, με την έλλειψη βιώσιμης πολιτικής θα ολοκληρωθεί. Η σύγχρονη Ελλάδα πρέπει να αλλάξει ριζικά και μάλιστα με πολύ γρήγορους ρυθμούς. Αυτό όμως δεν μπορεί να έχει αίσιο τέλος, αν συνεχισθεί η αναντιστοιχία της ταχύτητας της πολιτικής λειτουργίας και της ροής του χρόνου, αποτέλεσμα της οποίας είναι η αδυναμία λήψης λειτουργικών πολιτικών αποφάσεων σε σχέση με τις ανάγκες της κάθε φορά χρονικής συγκυρίας. Εάν αυτό δεν καταστεί εφικτό, τότε θα έχουμε επιτάχυνση των αρνητικών εξελίξεων.
Είναι σε θέση το πολιτικό σύστημα να κάνει αυτή την δύσκολη επανεκκίνηση; Με τα ποιοτικά χαρκτηριστικά που έχει τώρα, δεν πληροί τις προϋποθέσεις. Αρκεί να ληφθούν υπόψη οι «διάλογοι» στην Βουλή και το περιεχόμενο τους. Το μόνο που αποκομίζει ο πολίτης είναι θλίψη και απαισιοδοξία. Μπορεί η κοινωνία να αναδείξει νέες δυνάμεις, πολιτικά επαρκείς, οι οποίες θα δρομολογήσουν την πολιτική ανανέωση; Το εγγύς μέλλον θα δείξει.