Με αφετηρία τις ευρωεκλογές τον Ιούνιο του 2024 και την παρατηρούμενη άνοδο του ευρωσκεπτικισμού και της επιρροής των λαϊκιστικών πολιτικών σχηματισμών, που κινούνται στο χώρο της ακροδεξιάς και του εθνικισμού, αναπτύσσεται έντονος προβληματισμός για τις επιπτώσεις στην ευρωπαϊκή πορεία προς το μέλλον.
Έχει δε μεγάλο ενδιαφέρον και προκαλεί εντύπωση η αντιφατική στάση του πολιτικού συστήματος σε ευρωπαϊκό επίπεδο. Από το ένα μέρος «κόπτονται» τα κόμματα και το πολιτικό προσωπικό για την ολοκλήρωση του ευρωπαϊκού εγχειρήματος στην προοπτική του χρόνου και από το άλλο μέρος στο πλαίσιο της εθνικής διακυβέρνησης στα κράτη-μέλη κυριαρχεί το «εθνικό» συμφέρον, το οποίο δεν ταυτίζεται οπωσδήποτε με το κοινωνικό.
Με αυτά τα δεδομένα βέβαια διευκολύνεται η ευδοκίμηση του εθνικιστικού λαϊκισμού στις κοινωνίες, διότι εμφανίζεται ως αξιόπιστος εκφραστής με ηθικολογική τεκμηρίωση της διεκδίκησης της ευημερίας των πολιτών στις τοπικές κοινωνίες, που ζουν και δραστηριοποιούνται.
Ο λαϊκισμός, ως πολιτική οπτική, θέτει διλήμματα με στόχο την πρόκληση ανασφάλειας στους πολίτες και ταυτοχρόνως εμφανίζεται ως «σωτήρας». Επίσης χρησιμοποιεί την δημαγωγία ως αποτελεσματικό επικοινωνιακό εργαλείο, δηλαδή κολακεύει τις αδυναμίες των μαζοποιημένων πολιτών και ενεργοποιεί το συναίσθημα τους για την διαμόρφωση γνώμης και πολιτικής στάσης.
Στον πολιτικό λαϊκισμό σε συνθήκες πολυπλοκότητας, όπως είναι στην σύγχρονη παγκοσμιοποιημένη πραγματικότητα σε συνδυασμό με την μεγάλη ταχύτητα της δυναμικής της εξέλιξης και αποτέλεσμα την πολύ δύσκολη κατανόηση τους από τους πολίτες, επιδιώκεται η άσκηση πολιτικής επιρροής με εργαλεία τόσο τον στοχευμένο υπεραπλουστευτικό λόγο, στο πλαίσιο του οποίου τα λαϊκιστικά πολιτικά μορφώματα και το πολιτικό τους προσωπικό εμφανίζονται ως «η φωνή του λαού», όσο και την ενεργοποίηση του συναισθήματος.
Τα αίτια για την ευδοκίμηση του λαϊκισμού έχουν άμεση σχέση με τα ποιοτικά χαρακτηριστικά του πολιτικού συστήματος και την λειτουργία του στο επίπεδο της επικοινωνίας τόσο στο εσωτερικό του όσο και με τους πολίτες.
Στην σύγχρονη πολύπλοκη παγκοσμιοποιημένη πραγματικότητα βασική παράμετρος για την μη ανάπτυξη του λαϊκισμού είναι η αξιοποίηση του ορθολογισμού στην πολιτική επικοινωνία και η πολυδιάστατη και σε βάθος ενημέρωση.
Αυτό βέβαια δεν γίνεται. Ο πολιτικός λόγος είναι γενικόλογος και εξιδανικευτικός σε σχέση με τις στοχεύσεις του σχεδιασμού της πορείας προς το μέλλον και τις συνθήκες ζωής στην προοπτική του χρόνου, οπότε ενεργοποιούνται φαντασιώσεις, ενώ ενισχύεται η ανάπτυξη του λαϊκιστικού τρόπου σκέψης.
Εξάλλου η κυρίαρχη οπτική της κοινωνίας του θεάματος, που διαπερνά την σύγχρονη πραγματικότητα και τα πρότυπα, που προωθεί, διευκολύνουν την ευδοκίμηση του λαϊκισμού, διότι καλλιεργούν την λογική της αποδοχής μηνυμάτων, που βασίζονται στην πρόκληση εντύπωσης ανεξάρτητα από την δυνατότητα πραγμάτωσης τους ή μη και τις επιπτώσεις σε βάθος χρόνου.
Στο ίδιο μήκος κύματος ως προς την διευκόλυνση της ανάπτυξης του λαϊκισμού στο πολιτικό πεδίο κινείται και η ηθικολογία, που διαπερνά σε μεγάλο βαθμό την λειτουργία του πολιτικού συστήματος στο πλαίσιο της αντιπαράθεσης με στόχο την επίρριψη ηθικού κενού στους πολιτικούς αντιπάλους. Αξιοποιείται δε από λαϊκιστικά μορφώματα για την νομιμοποίηση τους ως αξιόπιστων εκφραστών του συμφέροντος του «λαού».
Ιδιαιτέρως στην Ελλάδα θετικά για την ευδοκίμηση του λαϊκισμού λειτουργεί και το πελατειακό κράτος, διότι μπορεί να αξιοποιείται επικοινωνιακά στο πλαίσιο της άσκησης κριτικής, επειδή συμβάλλει στην διεύρυνση των διακρίσεων και των ανισοτήτων, αλλά ταυτοχρόνως χρησιμοποιείται και ως μέσο για την εργασιακή απασχόληση του μεμονωμένου πολίτη με στόχο την μετατροπή του σε ψηφοφόρο.
Τέλος η παγκοσμιοποίηση στο οικονομικό και σε μεγάλο βαθμό και στο πολιτισμικό πεδίο από το ένα μέρος και η εθνική πολιτική της διαχείριση από το άλλο δεν ισορροπούν λειτουργικά μεταξύ τους, αλλά παράγουν συνθήκες αβεβαιότητας και ανασφάλειας στους πολίτες, με αποτέλεσμα ο εθνικισμός και η λαϊκιστική διαχείριση του στο πολιτικό επίπεδο να βρίσκουν πρόσφορο έδαφος για ευδοκίμηση.
Είναι εμφανές, ότι η πολιτική και η κοινωνική λειτουργία παράγουν λαϊκισμό με τον τρόπο διαχείρισης της πραγματικότητας στα διάφορα πεδία, από το επικοινωνιακό μέχρι την μη αξιοποίηση του ορθολογισμού για την ανάλυση και κατανόηση της δυναμικής της εξέλιξης και την διαμόρφωση γνώμης και πολιτικής στάσης από τους πολίτες.
Αυτές οι συνθήκες όμως πρέπει να αλλάξουν και αυτό αφορά ιδιαιτέρως το πολιτικό σύστημα. Η αντιμετώπιση των πολιτών ως καταναλωτών διαφημιστικού τύπου πολιτικών μηνυμάτων και όχι ως ατομικών και συλλογικών υποκειμένων συμβάλλει βραχυπρόθεσμα στην οικοδόμηση πολιτικής επιρροής με προέκταση την διεκδίκηση της ανάληψης διαχείρισης εξουσίας.
Μακροπρόθεσμα όμως διαμορφώνει τις προϋποθέσεις για την συρρίκνωση της δημοκρατικής λειτουργίας λόγω της κυριαρχίας της λαϊκιστικής οπτικής και την πρόκληση αναταράξεων στον κοινωνικό τομέα λόγω αδυναμίας των πολιτών να κατανοήσουν και να συμπορευθούν με πολιτικές αποφάσεις, που θα ληφθούν αναγκαστικά για την διασφάλιση βιώσιμης κοινωνικής πορείας στο μέλλον (π.χ. για την αντιμετώπιση της κλιματικής αλλαγής), οι οποίες θα είναι επώδυνες, διότι θα άπτονται του τρόπου ζωής.
Η ευθύνη του πολιτικού συστήματος για την ριζική αντιμετώπιση του λαϊκισμού και της εθνικιστικής του εκδοχής σε συνθήκες αλληλεπίδρασης και αλληλεξάρτησης των κοινωνιών στην παγκοσμιοποιημένη πραγματικότητα είναι μεγάλη και πρέπει να αναληφθεί άμεσα, ώστε να γίνουν οι αναγκαίες αλλαγές στην πολιτική διαχείριση και επικοινωνία.
Επίσης πολύ χρήσιμο θα είναι, εάν η κοινωνία πολιτών ενεργοποιήσει διάλογο στο επίπεδο των τοπικών κοινωνιών, ώστε οι πολίτες να αναλάβουν ενεργό ρόλο σε αυτή την προσπάθεια απαλλαγής από την οπτική του λαϊκισμού.