Σε μια δημοκρατική χώρα η διαμόρφωση του πολιτικού κλίματος θα έπρεπε από το ένα μέρος να στηρίζεται στον ουσιαστικό διάλογο των κομμάτων και στην συναινετική στάση μεταξύ τους με στόχο την έκφραση της κοινωνικής πλειοψηφίας στο επίπεδο της διακυβέρνησης και τον καλύτερο σχεδιασμό της πορείας της χώρας.
Από το άλλο θα συνέβαλε στην ουσιαστική λειτουργία της δημοκρατίας η ανάπτυξη διαλόγου στο επίπεδο της κοινωνίας τόσο μεταξύ των πολιτών στις δομές της κοινωνίας πολιτών όσο και μεταξύ των δομών της κοινωνιας πολιτών και του πολιτικού συστήματος στο πλαίσιο διαδικασιών με θεσμική κατοχύρωση.
Θετικό ρόλο θα μπορούσαν να παίξουν και τα Μέσα Μαζικής Ενημέρωσης με την αντικειμενική πληροφόρηση των πολιτών και την διαμόρφωση συνθηκών ενεργοποίησης του ορθολογισμού για την επεξεργασία τους και όχι του συναισθήματος.
Η πραγματικότητα βέβαια σε σχέση με το πολιτικό κλίμα έχει εντελώς διαφορετικά ποιοτικά χαρακτηριστικά. Κατ’ αρχήν δεν γίνεται διάλογος. Αντ’ αυτού είτε γίνονται παράλληλοι μονόλογοι χωρίς περιεχόμενο σε σχέση με την συγκεκριμένη και όχι κάποια φαντασιακή πορεία της χώρας, είτε κόμματα και πολιτικό προσωπικό «κονταροχτυπιούνται» με θέμα την ικανότητα τους ή μη για την ανάληψη κυβερνητικής εξουσίας.
Το θέαμα, που διαμορφώνεται, έρχονται να ενισχύσουν και τα Μέσα Μαζικής Ενημέρωσης στο πλαίσιο της κοινωνίας του θεάματος και του εντυπωσιασμού. Η πολιτική «θεατρική παράσταση», που «στήνεται», είναι πολύ «τραβηχτική» για τους πολίτες ως θεατές. Οι προσωπικές αντιπαραθέσεις με «κοσμητικά επίθετα» έχουν πολύ ενδιαφέρον.
Η πολιτική στην Ελλάδα έχει προσωπική αναφορά και ως θέαμα έχει τους πρωταγωνιστές πολιτικούς. Πιο σημαντική είναι η αναγνωρισιμότητα και όχι η πολιτική και θεματική επάρκεια των πολιτικών προσώπων.
Όταν ο «πολιτικός λόγος» δεν έχει περιεχόμενο, το οποίο θα προσεγγίζει και θα χειρίζεται την δυναμική της εξέλιξης, τότε χρειάζεται κάποιο ή κάποια υποκατάστατα, που θα ισορροπούν την ανυπαρξία ή την ανεπάρκεια της πολιτικής. Γι’ αυτό ο εκφερόμενος λόγος έχει ηθικολογικά χαρακτηριστικά, ενώ ο προσανατολισμός του είναι το εξιδανικευμένο παρελθόν. Η ελληνική ιστορική διαδρομή, κυρίως στην αρχαιότητα, προσφέρει το αναγκαίο υλικό για την οικοδόμηση των επιδιωκόμενων από το πολιτικό σύστημα στοχεύσεων.
Εξάλλου αυτές οι διεργασίες διευκολύνονται πολύ από την ακολουθούμενη πρακτική της αξιοποίησης του συναισθήματος ως αποδέκτη των μηνυμάτων τόσο των κομμάτων όσο και του πολιτικού προσωπικού.
Γι’ αυτό και η εθνική ταυτότητα δεν έχει σύγχρονο περιεχόμενο, το οποίο αποτελεί μετεξέλιξη της παράδοσης μετά από όσμωση με την σύγχρονη δυναμική. Η σχέση του σύγχρονου Έλληνα πολίτη με το παρελθόν και την παράδοση έχει περισσότερο φολκλορικά χαρακτηριστικά, ενώ ταυτοχρόνως οδηγεί στην εσωστρέφεια.
Όταν μάλιστα στην συνείδηση των πολιτών δεν ανιχνεύεται ένα ευρύτερο πλαίσιο αναφοράς ευρωπαϊκών και πλανητικών διαστάσεων, τότε η Ελλάδα αρχίζει και τελειώνει στο εσωτερικό των συνόρων της. Δεν είναι εύκολο να αντιληφθεί η κοινωνία, ότι στην σύγχρονη εποχή της παγκοσμιοποίησης καμμία χώρα δεν επιβιώνει, εάν έχει εσωστρεφή λειτουργία.
Ιδιαιτέρως δε όταν έχει μη παραγωγική οικονομία σε συνδυασμό με τον προσανατολισμό στο παρελθόν, ως κριτηρίου αξιολόγησης του παρόντος και του μέλλοντος και ένα πολιτικό σύστημα, που την οδήγησε στην προβληματική κατάσταση, στην οποία βρίσκεται τώρα, ενώ αδυνατεί να κάνει μακροπρόθεσμο σχεδιασμό, τότε το μέλλον προδιαγράφεται δυσοίωνο.
Όταν επίσης τα κόμματα δεν διστάζουν να καλλιεργούν τον φόβο στους πολίτες, ώστε να μπορούν να προηγηθούν στις επιλογές τους ή να περιορίσουν την εκλογική άνοδο των αντιπάλων, το πολιτικό κλίμα γίνεται ακόμη πιο προβληματικό.
Οπότε με όλα αυτά τα δεδομένα οι αναγκαίες συναινέσεις μεταξύ των κομμάτων, ώστε να εκπροσωπείται στο κυβερνητικό επίπεδο η κοινωνική πλειοψηφία, απομακρύνονται ακόμη περισσότερο.
Το πολιτικό κλίμα γίνεται αποπνικτικό και οι πολίτες αρχίζουν να το νιώθουν και να αποστασιοποιούνται από την πολιτική και τα κόμματα, τα οποία θεωρούν, ότι αποτελούν το συστημικό κατεστημένο.
Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζουν τα ευρήματα μια έρευνας, που πραγματοποιήθηκε από την Καπα research κατά την διάρκεια της συγκέντρωσης, που έγινε στην Αθήνα (Πλατεία Συντάγματος) για το «Σκοπιανό» σε δείγμα 4.909 ατόμων.
Κατ’ αρχήν διαπιστώνεται η πολύ μικρή συμμετοχή των νέων. Το 12% των συμμετεχόντων ήταν 17 έως 34 ετών, ενώ το 53% ήταν 45 έως 64 ετών. Η χαμηλή συμμετοχή των νέων από το ένα μέρος μπορεί να ερμηνευθεί θετικά, με την έννοια της αποχής από εκδηλώσεις, που εμπεριέχουν την διάσταση του εθνικισμού, από το άλλο όμως μπορεί να είναι δείγμα γενικότερης πολιτικής αποστασιοποίησης. Δυστυχώς δεν υπάρχουν διαθέσιμα στοιχεία.
Ως προς τους λόγους συμμετοχής στην συγκέντρωση το 87% απάντησε, ότι ήθελε να εκφράσει την αντίθεση του στις εξελίξεις στο «Σκοπιανό», ενώ το 41% ως δεύτερη επιλογή για να δείξει την αντίθεση του στο πολιτικό σύστημα. Ανεξάρτητα από την γενικότερη πολιτική στάση αυτών, που ήθελαν να δείξουν την αντίθεση τους, δεν είναι καθόλου θετικό εύρημα και θα έπρεπε να προβληματιστούν τα κόμματα του λεγόμενου δημοκρατικού τόξου για την προοπτική εμφάνισης ανοδικών τάσεων σε εθνικιστικά μορφώματα.
Η εμπιστοσύνη στο πολιτικό σύστημα αρχίζει να γίνεται οριακή και το πολιτικό κλίμα προκαλεί πολλά ερωτηματικά για την δυνατότητα των κομμάτων να αναλύσουν αυτή την αποπνικτική κατάσταση και να βγάλουν τα σωστά συμπεράσματα μετά από πολύ σκληρή αυτοκριτική. Αρκεί να ακούσει κάποιος τους διαλόγους για την υπόθεση Novartis είτε στη Βουλή είτε δημοσίως και θα διαπιστώσει την μεγάλη αδυναμία του πολιτικού συστήματος να υπερβεί τις παθογένειες του.
Όσο προχωρούμε προς το μέλλον θα πολλαπλασιάζονται οι δυσκολίες για το πολιτικό σύστημα, διότι μέχρι τώρα δεν δείχνει, ότι πληροί τις προϋποθέσεις για να διαχειρισθεί πολιτικά την σύνθετη πραγματικότητα. Και αυτό έχει πολύ αρνητικές επιπτώσεις στην κοινωνική συνοχή.
Αντί να αναλώνονται κόμματα και πολιτικό προσωπικό σε μονολόγους και αντιπαραθέσεις χωρίς περιεχόμενο και να δημιουργούν ένα επικίνδυνο πολιτικό κλίμα, καλό θα είναι να κάνουν επανεκκίνηση, η οποία θα αποκαταστήσει την επαφή τους με την κοινωνία και την δυναμική της εξέλιξης, η οποία δεν περιμένει και αλλάζει ριζικά ακόμη και τον τρόπο ζωής των ανθρώπων.
Έχει πολύ ενδιαφέρον για την εξαγωγή χρήσιμων συμπερασμάτων μια έρευνα, η οποία έγινε σε άλλο ευρωπαϊκό κράτος (Γερμανία), αλλά δείχνει τα προβλήματα, που ήδη «ακουμπούν» τις ανεπτυγμένες κοινωνίες και θα αντιμετωπίσει και η Ελλάδα, αν θέλει να ανήκει σε αυτή την κατηγορία.
Την έρευνα έκανε η IT-Verbands BitKom σε 500 γερμανικές επιχειρήσεις και αφορά στις επιπτώσεις της ψηφιοποίησης και της αυτοματοποίησης της παραγωγικής δραστηριότητας στην αγορά εργασίας. Σύμφωνα με αυτή την έρευνα τα επόμενα πέντε (5) χρόνια θα χαθούν περίπου 3,4 εκατομμύρια θέσεις εργασίας.
Σε ορισμένους τομείς το πρόβλημα είναι πολύ μεγάλο. Στον τομέα της επικοινωνιακής τεχνολογίας αυτή την χρονική περίοδο καλύπτονται 20.000 θέσεις εργασίας. Όμως στα μέσα της 10ετίας του 1990 οι απασχολούμενοι ήταν 200.000. Μέσα σε 15 χρόνια περίπου χάθηκε το 90% των θέσεων εργασίας.
Το ερώτημα, που τίθεται, είναι, αν ο ανθρώπινος παράγων θα αναλάβει περισσότερες κοινωνικές ευθύνες στον τομέα της απασχόλησης, διότι και αυτή η προοπτική απειλείται από την αξιοποίηση της ρομποτικής. Στην Ιαπωνία, για παράδειγμα, ρομπότ καλύπτουν θέσεις εργασίας σε οίκους ευγηρίας.
Ποιές είναι οι σκέψεις και ο σχεδιασμός του μέλλοντος σε σχέση με αυτό το θέμα από τα ελληνικά πολιτικά κόμματα;
Τελικά η πραγματικότητα αρχίζει να μην είναι ελεγχόμενη ως προς τον ανθρώπινο ρόλο σε αυτήν. Είναι δε τραγικό, ότι οι πολιτικές επιλογές των ανθρώπων οδήγησαν σε αυτή την κατάσταση.
Επειδή όμως οι κοινωνίες αλληλοεξαρτώνται, αναρωτιέται ο πολίτης, εάν το πολιτικό κλίμα στην Ελλάδα δείχνει, ότι το πολιτικό σύστημα έχει συγκεκριμένες, τεκμηριωμένες προτάσεις και όχι γενικόλογες ιδεοληψίες και επικοινωνιακά τεχνάσματα για τον σχεδιασμό μιας πορείας, η οποία θα λαμβάνει υπόψη το ανθρώπινο και το κοινωνικό συμφέρον και θα εγγυάται ένα βιώσιμο μέλλον.
Μέχρι τώρα εξαντλείται σε αποφάσεις και κινήσεις, οι οποίες προδιαγράφουν ένα δυσοίωνο μέλλον. Οι παθογένειες της ελληνικής πραγματικότητας είναι πολλές (διαφθορά, πελατειακό σύστημα, προσανατολισμός στο παρελθόν…) και η ανάγκη ριζικών αλλαγών μεγάλη, αν υπάρχει ακόμη βούληση για την επιβίωση της κοινωνίας.
Η πιο σημαντική πρώτη κίνηση είναι η δημιουργία των προϋποθέσεων για την αλλαγή του πολιτικού κλίματος. Το χρειάζεται η κοινωνία για να αποκτήσει δυναμικά χαρακτηριστικά και να απαλλαγεί από την στατική θεώρηση της πραγματικότητας.