Πολιτικό κενό

Αγγελική Σπανού 12 Αυγ 2014

Το πολιτικό ρίσκο είναι μια έννοια που αναφέρεται συχνά σε διεθνείς οικονομικές αναλύσεις αναφορικά με το ελληνικό ζήτημα. Η προοπτική των πρόωρων εκλογών είναι απλώς η αφορμή, όχι η αιτία. Γιατί αυτό που δημιουργεί ανησυχία για την πορεία της χώρας δεν είναι το ενδεχόμενο κυβερνητικής αλλαγής, αφού έτσι κι αλλιώς βρισκόμαστε σε διαρκή προεκλογική περίοδο, κάτι που είναι από τη φύση του αποσταθεροποιητικό. Ο προβληματισμός όσων δεν έχουν πιστέψει στο success story ή δεν θεωρούν πως η λύση θα έρθει μόνο απ έξω, έχει να κάνει κυρίως με την ποιότητα των πρωταγωνιστών στο πολιτικό παιχνίδι και με το περιεχόμενο των προτάσεών τους.

Ο ΣΥΡΙΖΑ διεκδικεί την εκλογική νίκη με την υπόσχεση ότι θα μοιράσει λεφτά που δεν υπάρχουν και με το όραμα της επιστροφής στο status quo ante. Δεν αποδέχεται εθνικές αιτίες για τη χρεοκοπία, επαγγέλλεται συγκρουσιακή δεκδίκηση διευκολύνσεων/ενισχύσεων από τους πιστωτές και εμφανίζεται να πιστεύει ότι η χώρα μας μπορεί να επιβάλει τις απόψεις της στο σύνολο της ευρωζώνης, γιατί μας χρωστάνε και δεν τους χρωστάμε.

Η κυβέρνηση υποστηρίζει ότι τελειώνουμε με τα μνημόνια και την Τρόικα, κλείνοντας το μάτι στους ψηφοφόρους ότι έρχονται καλύτερες μέρες, δηλαδή επιδόματα από τα παλιά και διορισμοί από τους παλιούς. Εμφανίζεται ως μεταρρυθμιστική πολιτική δύναμη, αλλά η μεγαλύτερη διαρθρωτική αλλαγή που έχει να επιδείξει είναι η απόλυση των καθαριστριών και των σχολικών φυλάκων από το Δημόσιο.

Στον ενδιάμεσο χώρο υπάρχει το Ποτάμι με σαφή φιλοευρωπαϊκό και μεταρρυθμιστικό προσανατολισμό, σύμφωνα με τη ρητορεία και τις εξαγγελίες, αλλά χωρίς να παίρνει (ακόμη;) καθαρή θέση στα ζητήματα που ανακύπτουν (να εφαρμοστούν ή όχι οι δικαστικές αποφάσεις που ανατρέπουν μνημονιακούς περιορισμούς, τι να γίνει με τον φόρο ακινήτων, τι να γίνει με το ασφαλιστικό κοκ).

Το πολιτικό κενό γίνεται εκρηκτικό αν αναλογιστεί κανείς ότι έκλεισε η Βουλή πρόωρα με το επιχείρημα ότι δεν υπάρχει σοβαρό νομοθετικό έργο και έκτοτε κατατέθηκε μέχρι και ρύθμιση για τις συγχωνεύσεις ΜΜΕ, ενώ κυκλοφορούν διάφορα σενάρια για κουρέματα επιχειρηματικών δανείων, χωρίς η κυβέρνηση να εξηγεί ούτε η αντιπολίτευση να αναρωτιέται τι ακριβώς ισχύει. Υπάρχουν παράξενες ασάφειες, όπως τι γίνεται τελικά με τα χρέη των κομμάτων, που υποτίθεται ότι έδιναν την κρατική επιχορήγηση για την αποπληρωμή των δανείων, αλλά διαπιστώθηκε στην πράξη πως μεγάλο μέρος της πήγε σε προεκλογική δαπάνη για τις κάλπες της 25ης Μαίου.

Και όλα αυτά συμβαίνουν ενώ διαγράφεται η μεταμνημονιακή εποχή χωρίς να υπάρχει μεταμνημονιακό σχέδιο: Τι θα παράγει αυτή η χώρα, πώς θα αντιμετωπιστεί το εφιαλτικό δημογραφικό πρόβλημα, τι δουλειές θα κάνουμε, πώς θα χρηματοδοτηθεί το κοινωνικό κράτος, πώς θα συνδεθούν τα πανεπιστήμια με τις ανάγκες της αγοράς, πώς θα εκσυγχρονιστεί το εκπαιδευτικό σύστημα, πώς θα εξορθολογιστεί η δημόσια διοίκηση, πώς θα αρθούν οι θεσμικές στρεβλώσεις, ποιο θα είναι ένα απλό και δίκαιο φορολογικό σύστημα, πώς θα επιταχυνθεί η απονομή της δικαιοσύνης, πώς θα σπάσουν τα μονοπώλια και θα βελτιωθεί η ανταγωνιστικότητα της οικονομίας, πώς θα αμβλυνθούν οι φοβερές οικονομικές ανισότητες, πώς θα αποκατασταθεί το κύρος του πολιτικού συστήματος, πώς θα έχουμε μια ευνομούμενη πολιτεία δυτικοευρωπαϊκού τύπου.

Η πολιτική αντιπαράθεση απέχει πολύ από αυτά και περιστρέφεται σε άλλα πεδία: Φιλορώσοι και αντιρώσοι δίνουν τη μάχη του ροδάκινου, ο πρωθυπουργός που απαγορεύει τις πολυήμερες διακοπές στους υπουργούς, ο αρχηγός της αξιωματικής αντιπολίτευσης στο Αγιο Ορος, και οι δύο προσηλωμένοι στην προεκλογική τους προσπάθεια με τους όρους που ίσχυαν προ κρίσης – παροχολογία, λαϊκισμός, εθνοκεντρισμός, υπερεπικοινωνισμός, κολακεία του εκλογικού ακροατηρίου, απλουστεύσεις και μανιχαϊσμοί.

Με αυτές τις πολιτικές δυνάμεις στους πρωταγωνιστικούς ρόλους το καλύτερο που μπορεί να μας συμβεί, αν δεν υπάρξει κάποια δυσάρεστη εξέλιξη στην παγκόσμια οικονομία και στην ευρωζώνη, θα είναι να σερνόμαστε, όπως πριν τη χρεοκοπία, αλλά με λιγότερα λεφτά. Δηλαδή, να συντηρούνται όπως-όπως οι δομές του πελατειασμού και του κρατισμού, να αποφεύγονται οι παρεμβάσεις στον τρόπο οργάνωσης της οικονομίας και στην παραγωγική διαδικασία, να έχουμε την ίδια δημόσια διοίκηση, τα ίδια σχολεία και πανεπιστήμια, τα ίδια δικαστήρια και νοσοκομεία, όλα κάπως χειρότερα αφού μικραίνουν χωρίς να αλλάζουν. Να έχουμε επίσης την ίδια ή και μεγαλύτερη παραοικονομία, τα λαθρεμπόριά μας, τα καρτέλ μας, τις συντεχνίες μας και την χαοτική πολυνομία μας.

Για να ανατραπεί αυτό το θλιβερό σκηνικό και να αναγκαστούν οι σημερινοί πρωταγωνιστές να αλλάξουν ή να υποχωρήσουν θα πρέπει να έρθουν στο προσκήνιο τα πολιτικά πρόσωπα που μπορούν να εγγυηθούν την ουσιαστική σύγκλιση της χώρας στο ευρωπαϊκό παράδειγμα παρουσιάζοντας ένα σαφές και ρεαλιστικό σχέδιο για την παραγωγική ανασυγκρότηση και την εθνική ανάταξη. Ενα θέμα είναι αν υπάρχουν και διατίθενται αυτά τα πρόσωπα, άλλο αν μπορεί να ακουστεί αυτό που θα πουν μέσα στη νοσηρή βαβούρα και τρίτο, το πλέον ενδιαφέρον, αν οι περίφημες υγιείς κοινωνικές δυνάμεις που θέλουν πρόοδο και μεταρρυθμίσεις είναι πραγματικές ή υπάρχουν μόνο ως κοινό για το “άλλο κόμμα” στη σχετική ερώτηση των δημοσκοπήσεων.