Πολιτικό κατεστημένο και λαϊκισμός

Χρίστος Αλεξόπουλος 12 Φεβ 2017

Αν και στον ευρωπαϊκό χώρο υπήρχαν ήδη δείγματα για την παρουσία του λαϊκισμού και την ανάληψη από ανάλογης κατεύθυνσης πολιτικά σχήματα της διακυβέρνησης σε ορισμένες χώρες (Πολωνία, Ουγγαρία) ή την επικίνδυνη ενίσχυση λαϊκιστικών εθνικιστικών κομμάτων σε άλλες, όπως στη Γαλλία και στην Ολλανδία, η εκλογή του Donald Trump στις Ηνωμένες Πολιτείες Αμερικής προκάλεσε μεγάλη ανησυχία και έντονο προβληματισμό για την προοπτική της φιλελεύθερης δημοκρατίας.

Αυτό οφείλεται βέβαια στο μέγεθος και στον ρόλο αυτής της χώρας στο παγκόσμιο σύστημα ασφαλείας και στην παγκόσμια οικονομία.

Την εικόνα της ανησυχίας ιδιαιτέρως στην Ευρώπη έρχεται να συμπληρώσει και η μελέτη Arena Analyse 2017 (Demokratie neu starten), η οποία πραγματοποιείται από το 2006 κάθε χρόνο από την εταιρεία συμβούλων Kovar & Partners με έδρα την Βιέννη σε συνεργασία με την εβδομαδιαία γερμανική εφημερίδα Die Zeit. Η μελέτη βασίζεται σε ποιοτική ανάλυση ερωτηματολογίων, τα οποία απάντησαν 60 ειδικοί αναλυτές και στόχος της είναι η ανίχνευση τάσεων και η προσέγγιση των γενεσιουργών αιτίων σε σχέση με τον λαϊκισμό.

Διαπιστώνεται, ότι αυτό, που κυριαρχεί στην φιλελεύθερη δημοκρατία στην παρούσα συγκυρία, είναι «Πες, όσα ψέματα μπορείς. Σημασία έχει να εμφανίζεσαι ως πολέμιος του κατεστημένου». Το αποτέλεσμα είναι η απώλεια της αξιοπιστίας των πολιτικών, διότι οι εξαγγελίες τους δεν πραγματοποιούνται.

Διευκρινίζεται, ότι το πολιτικό κατεστημένο συγκροτούν τα συστημικά κόμματα, που έχουν μια διαδρομή στο πλαίσιο του δημοκρατικού πολιτεύματος, χωρίς να αμφισβητούν τις εσωτερικές του ισορροπίες και αξίες. Όμως το χρησιμοποιούν μόνο ως εκλογικό εργαλείο για την ανάληψη της κυβερνητικής εξουσίας, χωρίς να ενεργοποιούν μια από τις πιο ουσιαστικές του διαστάσεις, αυτήν της συμμετοχής στο πλαίσιο ενός σύγχρονου μοντέλου δημοκρατικής λειτουργίας.

Η κοινωνία πολιτών θα μπορούσε να συμβάλλει προς αυτή την κατεύθυνση, εάν πληρούνται δύο προϋποθέσεις. Από το ένα μέρος οι δομές της (Μη κυβερνητικές Οργανώσεις) ως δίκτυο να καλύπτουν ανάλογα με την θεματική τους αναφορά (περιβαλλοντικές, πολιτισμικές κ.λ.π.) όλες τις τάσεις της κοινωνίας κάνοντας διαρκή διάλογο με τους πολίτες. Από το άλλο να διασφαλίζεται, ότι με την βοήθεια της διανόησης οι απλοί άνθρωποι κατανοούν την πολύπλοκη πραγματικότητα σε όλες της τις διαστάσεις και οι επιλογές τους βασίζονται στην γνώση.

Επίσης στο πλαίσιο της έρευνας εκτιμάται, ότι ο κίνδυνος ευδοκίμησης αυταρχικών κινήσεων και προτύπων είναι πολύ υψηλός. Επισημαίνεται δε η ανάγκη να βρεθούν νέες μορφές συμμετοχής, ώστε σταδιακά να αντιμετωπισθεί η έλλειψη εμπιστοσύνης στο πολιτικό σύστημα και η δημοκρατία να αποκτήσει δυναμική, ενώ θα διαμορφωθούν οι προϋποθέσεις για την καταπολέμηση της ελιτίστικης νοοτροπίας και πρακτικής στο χώρο του πολιτικού προσωπικού των συστημικών κομμάτων.

Ο λαϊκισμός στην αντίπερα όχθη είναι ένας τρόπος πολιτικής ρητορικής και επικοινωνίας για την κατάκτηση της εξουσίας. Δεν έχει συγκεκριμένη ιδεολογική αναφορά. Γι’ αυτό ευδοκιμεί σε όλες τις πλευρές του πολιτικού κομματικού φάσματος. Επίσης δεν βασίζεται σε σύστημα αξιών. Η πραγματικότητα στο πλαίσιο του λαϊκισμού γίνεται αντιληπτή μέσα από το συναίσθημα και την εξιδανίκευση των στόχων (π.χ. έθνος, θρησκεία) της ομάδας ή της πολιτικής κίνησης, με την οποία ταυτίζονται τα μεμονομένα άτομα.

Στις μαζοποιημένες κοινωνίες επικρατεί πιο εύκολα η οπτική της ταύτισης με κοινωνικές ομάδες, οι οποίες μπορεί να ενεργοποιούνται στο δημόσιο χώρο και μέσα από αυτές να εκφράζεται η ατομική πολιτική στάση. Σε αυτή την περίπτωση στη συνείδηση του ατόμου η ευθύνη μετατίθεται στον αρχηγό, ο οποίος φροντίζει για την ομάδα και λειτουργεί ως εκφραστής της «οραματικής λαϊκής ή εθνικής βούλησης» στο πολιτικό πεδίο.

Ενισχυτικά σε σχέση με την διαμόρφωση ακραίων λαϊκιστικών σχημάτων λειτουργούν και τα συστημικά κόμματα, τα οποία θεωρείται, ότι υπηρετούν το κατεστημένο και την αναπαραγωγή του σε βάρος των εξιδανικευμένων στόχων, για τους οποίους αγωνίζονται οι λαϊκιστές, εθνικιστές, όπως είναι για παράδειγμα το έθνος.

Όμως θα πρέπει να επισημανθεί, ότι η ρητορική του λαϊκισμού αξιοποιείται και από τα συστημικά κόμματα στο πλαίσιο της επικοινωνιακής τους πολιτικής, διότι αντισταθμίζεται με τις φαντασιώσεις και τις εξιδανικεύσεις, που απευθύνονται στο συναίσθημα των πολιτών, η αδυναμία σχεδιασμού ολοκληρωμένης και βιώσιμης μακροπρόθεσμης πρότασης για την πορεία της κοινωνίας.

Το ίδιο ισχύει και για τα κόμματα, που δεν υπηρετούν το κοινωνικό συμφέρον με ρεαλιστική πολιτική, αλλά έχουν ως αφετηρία ιδεοληπτικές προσεγγίσεις της πραγματικότητας ή η πολιτική τους στόχευση εξαντλείται στην ανάληψη της διαχείρισης της κυβερνητικής εξουσίας, διότι δεν πληρούν τις τεχνοκρατικές προϋποθέσεις για να σχεδιάσουν αξιόπιστα το μέλλον.

Είναι εμφανές, ότι με αυτό τον τρόπο διαμορφώνεται το κατάλληλο θετικό υπόστρωμα για την ανάπτυξη του ακραίου εθνικιστικού λαϊκισμού, διότι οι πολίτες εθίζονται στην εύκολη λογική των φαντασιώσεων και του εξιδανικευτικού λόγου.

Τα γενεσιουργά αίτια του λαϊκισμού και ιδιαιτέρως αυτού, που παίρνει εθνικιστικές και αυταρχικές διαστάσεις σε σχέση με τις αξίες, οι οποίες διέπουν την φιλελεύθερη δημοκρατία, είναι πολυεπίπεδα και δυστυχώς εκτείνονται σε τέτοιο εύρος, που θέτουν σε αμφισβήτηση το μοντέλο κοινωνικής οργάνωσης.

Κατ’ αρχήν οι συνεχώς διευρυνόμενες κοινωνικές ανισότητες σε συνδυασμό με την κυριαρχία των συμφερόντων ολιγομελών οικονομικών ελίτ, οι οποίες σε συνεργασία με τις αντίστοιχες πολιτικές παίρνουν τις αποφάσεις, που δεσμεύουν το κοινωνικό σύνολο, διαμορφώνουν ένα πολύ αρνητικό πλαίσιο σε σχέση με τους θεσμούς και την αξιοπιστία τους.

Αυτό είναι επικίνδυνο, διότι αποδυναμώνει σε πολύ μεγάλο βαθμό την νομιμοποίηση τους από την κοινωνία, ενώ πολιτικά αναζητούνται διέξοδοι, οι οποίες αμφισβητούν ακόμη και την λειτουργία των πολιτών ως πολιτικών υποκειμένων και της κοινωνίας ως συλλογικού υποκειμένου.

Δεν επιδιώκονται διέξοδοι στο πλαίσιο της συμμετοχής των πολιτών σε κοινωνικές δομές, στις οποίες διαμορφώνεται μέσα από διάλογο το κοινωνικό συμφέρον και ακολούθως εκφράζεται σε θεσμοθετημένες διαδικασίες, αλλά οι πολίτες επαφίενται στους «ηγέτες» και τα αυταρχικά πολιτικά μορφώματα, που θα τους οδηγήσουν στην ευημερία.

Σημαντικό ρόλο για την ανάπτυξη του λαϊκισμού παίζει και ο πολιτικός πραγματισμός, στο πλαίσιο του οποίου ο άνθρωπος, αντί να είναι ο αποδέκτης των υπηρεσιών των διαφόρων κοινωνικών συστημάτων (οικονομικό, υγείας, ασφαλιστικό κ.λ.π.), μετατρέπεται σε εργαλείο για την αύξηση της λειτουργικότητας τους και της οικονομικής τους απόδοσης.

Πολύ χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι το σύστημα υγείας, το οποίο σταδιακά ιδιωτικοποιείται. Και αυτό δεν συμβαίνει μόνο σε χώρες με οικονομικά προβλήματα, όπως είναι η Ελλάδα, αλλά και σε χώρες, οι οποίες έχουν δυναμική οικονομία και αποτελούν ηγέτιδες δυνάμεις στην Ευρώπη, όπως είναι η Γερμανία.

Η συρρίκνωση του κοινωνικού κράτους όμως δεν δημιουργεί προβλήματα στις οικονομικές ελίτ, οι οποίες διαπλέκονται και με τις ανάλογες πολιτικές, αλλά τους απλούς πολίτες. Αυτές οι εξελίξεις βέβαια διαμορφώνουν ευνοϊκό κλίμα για την ευδοκίμηση του λαϊκισμού.

Ιδιαιτέρως στην Ευρωπαϊκή Ένωση σημαντικό γενεσιουργό αίτιο της ανάπτυξης λαϊκιστικών εθνικιστικών πολιτικών προτάσεων είναι οι ανισότητες Βορρά-Νότου και η αδυναμία του πολιτικού συστήματος να κινηθεί με μεγαλύτερη ταχύτητα, ώστε να ανταποκρίνεται στις ανάγκες, που συμπορεύονται με την δυναμική της εξέλιξης και ταυτοχρόνως να απαλλαγεί από την λογική του εθνικού συμφέροντος, το οποίο δεν ταυτίζεται με το κοινωνικό.

Εάν προχωρήσει η πολιτική και η οικονομική ενοποίηση και δημιουργηθούν ευρωπαϊκά κόμματα, τότε η πολιτική τους επιβίωση προϋποθέτει ευρύτερες και πιο σύνθετες συναινέσεις και πιο ισορροπημένη αναπτυξιακή πολιτική με γνώμονα το ευρωπαϊκό συμφέρον. Αυτό δεν είναι εύκολο, διότι μέχρι τώρα δεν έχει γίνει προσπάθεια ουσιαστικής διαπολιτισμικής προσέγγισης και διαμόρφωσης ευρωπαϊκής συνείδησης στους πολίτες.

Με αυτά τα δεδομένα οι πολίτες νιώθουν απογοήτευση από τα λεγόμενα συστημικά κόμματα, τα οποία ούτε σε εθνικό ούτε σε ευρωπαϊκό επίπεδο παίρνουν αποφάσεις με γνώμονα την ανθρώπινη υπόσταση και το ευρωπαϊκό κοινωνικό συμφέρον.

Οι πολίτες δεν διακρίνουν προοπτική και στα δύο επίπεδα με βάση την ακολουθούμενη πολιτική από τα συστημικά κόμματα, οπότε την αναζητούν βασιζόμενοι στις εξαγγελίες των αντιπάλων του «κατεστημένου», οι οποίοι επενδύουν στην «εθνική» τους αναφορά και επικαλούνται την ιστορική διαδρομή της χώρας, εξιδανικευμένη βέβαια και απαλλαγμένη από τις παθογένειες της.

Εξάλλου δεν λειτουργεί ένα σύγχρονο αξιακό σύστημα. Οι ευρωπαϊκές κοινωνίες έχουν μαζοποιηθεί και κινούνται με βάση την λογική του θεάματος  και την εντύπωση, που προκαλεί, οπότε η χειραγώγηση τους δεν είναι πολύ δύσκολη με εργαλεία τον εθνικισμό και τον λαϊκισμό.

Το πολιτικό κατεστημένο ακόμη δεν έχει αντιληφθεί και πολύ περισσότερο δεν έχει συνειδητοποιήσει τις ευθύνες του για την επανεμφάνιση παρωχημένων νοσταλγών του παρελθόντος.