Στις 12 Μαρτίου 2013, ο πρωτοσέλιδος τίτλος μίας καθημερινής πανελλαδικής εμβέλειας εφημερίδας, η οποία κινείται στο χώρο της αριστεράς, ήταν ομολογουμένως πολύ χαρακτηριστικός για τον πολιτικό διάλογο στην Ελλάδα. «Τελευταία ζαριά του Σαμαρά». Τόσο το περιεχόμενο των λέξεων, όσο και το ύφος του εκφερόμενου λόγου, πραγματικά παραπέμπουν σε πολιτικό καφενείο από το ένα μέρος και από το άλλο δείχνουν με τον πιο κραυγαλέο τρόπο την κρίση του πολιτικού συστήματος και του κοινωνικού αδιεξόδου το οποίο προκαλείται. Βεβαίως η κατάρρευση του συστήματος κοινωνικών αξιών και η έλλειψη της αυτοκριτικής διάθεσης, έχει επιτρέψει χαρακτηρισμούς προσώπων, όπως «νταβατζήδες», «τζάμπα μάγκες», «ψεύτες», «προδότες» και άλλους πολύ χειρότερους. Αν μάλιστα συνυπολογίσουμε και την ανυπαρξία στρατηγικού πολιτικού σχεδιασμού μακράς πνοής στα κόμματα, τότε εύλογα μπορεί ο πολίτης να αναρωτηθεί αν βρίσκεται στον καφενέ της γειτονιάς την 10ετία του 60. Και μπορεί μεν ο κάθε πολιτικός, ακόμη και σε υψηλή κυβερνητική θέση, «να μη μασάει», απαιτεί όμως από τον πολίτη να καταπίνει μασημένα ή αμάσητα τα λεγόμενά του. Βεβαίως, αυτός ο αυτάρεσκος επικοινωνιακός λαϊκισμός, ευθυγραμμίζεται πλήρως με την λογική της δημιουργίας όχι πολιτών, αλλά καταναλωτών μιας πολιτικής η οποία καλλιεργεί ψευδαισθήσεις ως προς το μέλλον και βασίζεται στο θυμικό και την εξιδανίκευση ενός αντιφατικού πολιτικού λόγου. Η αντίφαση εντοπίζεται στην ανυπαρξία λογικής συνέπειας στην παράθεση επιχειρημάτων κατά την εκφορά του πολιτικού λόγου και της πραγματικότητας, που θα προκύψει από την υλοποίηση των εξαγγελλομένων. Ιδιαιτέρως δε σε συνθήκες παγκοσμιοποίησης και ανάλογο καταμερισμό εργασίας, το αποτέλεσμα αυτής της πρακτικής είναι η χειραγώγηση των σύγχρονων κοινωνιών. Όταν όμως μια κοινωνία ή ένα σύνολο κοινωνιών, όπως το ευρωπαϊκό μόρφωμα, αντιμετωπίζουν κρίση σαν αυτή που διανύουμε αυτήν την περίοδο, τα όρια ανοχής και αντοχής στενεύουν πάρα πολύ και ο κίνδυνος αναταράξεων γίνεται ορατός. Οι κοινωνίες δεν μπορούν πλέον να καθοδηγούνται μακροπρόθεσμα με ιδεολογήματα και ατέρμονη υποσχεσιολογία, διότι ο χρόνος τρέχει πολύ γρήγορα και οι λεκτικές φούσκες δεν τροφοδοτούν το όνειρο για πολύ. Σκάνε και ο θόρυβος είναι εκκωφαντικός. Ιδιαιτέρως μάλιστα όταν ένα πολιτικό σύστημα στερείται κοινωνικής νομιμοποίησης και ακούγονται εξαγγελίες για δημιουργία 700.000 θέσεων εργασίας ή γρήγορη επαναφορά σε συνθήκες ευημερίας, αναρωτιέται ο κάθε καλόπιστος πολίτης και κυρίως ο νέος, αν υπάρχει η παραμικρή προοπτική υπέρβασης ή είναι προτιμότερη η φυγή.
Συγκεκριμένα η ανεργία έχει φτάσει το 27 %, ενώ στους νέους έως 24 ετών ξεπερνά το 61 %. Η προοπτική για το 2013 είναι η περαιτέρω άνοδος. Οι νέοι και ιδιαιτέρως όσοι έχουν πανεπιστημιακή εκπαίδευση, αναζητούν θέσεις εργασίας σε άλλες ευρωπαϊκές χώρες του Βορρά ή και πέραν των ευρωπαϊκών συνόρων. Αυτή η προοπτική της μαζικής μετανάστευσης νέων επιστημόνων, θα έχει πολύ αρνητικές επιπτώσεις στη χώρα, η οποία έτσι και αλλιώς είναι μια γηράσκουσα κοινωνία. Το δημογραφικό πρόβλημα θα γίνεται όλο και πιο έντονο. Από το άλλο μέρος, οι επιπτώσεις στην προοπτική οικονομικής ανάπτυξης θα είναι αρνητικές. Σε ποιο και τι επιπέδου επιστημονικό δυναμικό θα στηριχθεί η ελληνική οικονομία; Πέρα από την ανυπαρξία στρατηγικής σε σχέση με την προοπτική οικονομικής ανάπτυξης και κοινωνικής οργάνωσης, τίθεται και θέμα ποιότητας της επιβίωσης της ελληνικής κοινωνίας. Εάν αποψιλωθεί από επιστημονικό δυναμικό, πού και σε ποιους τομείς οικονομικής δραστηριότητας θα στηριχθεί ο τόπος;
Εκτός και εάν κινηθεί η ελληνική οικονομία στον τριτογενή τομέα και κυρίως στον τουρισμό. Βεβαίως, μια σύγχρονη οικονομία για να είναι αυτάρκης και βιώσιμη, επιβάλλεται να αναπτύσσεται πολυδιάστατα και όχι μόνο στον τριτογενή τομέα. Αυτό όμως προϋποθέτει την ύπαρξη ικανοποιητικού επιπέδου και αριθμού επιστημονικό δυναμικό. Και στον τόπο μας, οι νέοι ακαδημαϊκοί πολίτες μεταναστεύουν. Όσοι μένουν, κινούνται στην περιφέρεια της κοινωνικής δυναμικής χωρίς εμπιστοσύνη στο πολιτικό σύστημα και στο μοντέλο κοινωνικής οργάνωσης. Αυτή η τάση υποσκάπτει τα θεμέλια της κοινωνικής συνοχής. Σε συνδυασμό μάλιστα με την έλλειψη ενός δυναμικού συστήματος κοινωνικών αξιών, διαμορφώνονται οι προϋποθέσεις για αναταράξεις ή ανατροπές, οι οποίες δεν θα οδηγούν στην αναίρεση των αιτίων της κρίσης και των πολυδιάστατων προβλημάτων που αντιμετωπίζει η κοινωνία.
Πολύ χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί το κίνημα των αγανακτισμένων, το οποίο εμφανίσθηκε και στην Ελλάδα. Η έκφραση της αγανάκτησης δεν έγινε στο πλαίσιο οργανωμένων δομών, η δε σταδιακή άμβλυνση της έντασης και η σμίκρυνση της διάρκειας της δραστηριοποίησης των αγανακτισμένων, λειτούργησαν αρνητικά σε σχέση με την επίτευξη των στόχων τους οποίους επεδίωκαν. Προς αυτήν την κατεύθυνση, συνέβαλε και η αδυναμία ανάπτυξης δομημένου και με θεσμικό χαρακτήρα διαλόγου.
Προοπτική στην «αγανάκτηση» μπορεί να δοθεί, εάν ο λόγος που εκφέρεται από τα άτομα-φορείς της, εκφρασθεί στο πλαίσιο της κοινωνίας πολιτών. Σε αυτήν την περίπτωση βεβαίως, προϋποτίθεται ότι έχουν αναπτυχθεί τα αντίστοιχα συλλογικά υποκείμενα, τα οποία με τη δικτυακή τους λειτουργία είναι σε θέση να επεξεργασθούν και να αρθρώσουν δημόσιο λόγο, ο οποίος θα βασίζεται σε τεκμηριωμένες θέσεις και θα μπορεί να εκφράσει το κοινωνικό συμφέρον και το νόημα στη ζωή των ατόμων, το οποίο βασίζεται στις πραγματικές τους ανάγκες.
Πραγματικές είναι οι ανάγκες, οι οποίες δεν μετατρέπουν τον άνθρωπο σε όργανο επίτευξης συστημικών στόχων, οι οποίοι από το ένα μέρος παραμορφώνουν την ανθρώπινη ύπαρξη, μετατρέποντάς την σε διεκπεραιωτή ρόλων – και από το άλλο, απομακρύνουν τον άνθρωπο από τη φυσική του λειτουργία στον πλανήτη, μετατρέποντάς τον σε παράγοντα διακινδύνευσης των ισορροπιών στο φυσικό οικοσύστημα. Στο σύγχρονο τρόπο ζωής, το νόημα της ανθρώπινης ύπαρξης και δράσης κινείται έξω από αυτόν. Το αναζητεί στην απόδοση της εσωτερικής λογικής του συστήματος, κοινωνικού, οικονομικού, πολιτικού, χωρίς να ισορροπεί τις δικές του ανάγκες ως ατόμου και μέλους μιας κοινωνίας. Για παράδειγμα, στο πλαίσιο του κοινωνικού συστήματος να έχει αναγνωρισιμότητα και κοινωνική θέση, του οικονομικού να έχει υψηλά εισοδήματα, του πολιτικού να διαχειρίζεται εξουσία.
Επιπλέον, στην Ελλάδα δεν έχουν αναπτυχθεί συλλογικά υποκείμενα στο χώρο της κοινωνίας πολιτών. Αποτέλεσμα αυτής της κατάστασης, είναι η κυριαρχία της κομματικής λογικής ενός μη νομιμοποιημένου κοινωνικά συστήματος και των συνδικαλιστικών του προεκτάσεων. Γι’ αυτό και η όποια ανατρεπτική δυναμική αναπτυχθεί, θα κινείται μέσα στα πλαίσια ενός υποστασιοποιημένου συστήματος κοινωνικής και οικονομικής οργάνωσης, στο οποίο το άτομο θα παραμείνει διεκπεραιωτής ρόλων. Απουσιάζει η ρεαλιστική ουτοπία, που λειτουργεί ως όραμα και στηρίζεται σε συλλογικά υποκείμενα με κοινωνική νομιμοποίηση. Απουσιάζουν και οι νέοι αναζητώντας το όνειρο στη φυγή.
Συμπερασματικά, η ύπαρξη ενός πολιτικού συστήματος το οποίο στην πλειοψηφία του (διαφοροποιείται ως ένα βαθμό ο χώρος της κεντροαριστεράς) κυριαρχείται από τον αυτάρεσκο επικοινωνιακό λαϊκισμό και την απουσία στρατηγικού σχεδιασμού και επιστημονικής τεκμηρίωσης από το ένα μέρος και η ανυπαρξία δομών της κοινωνίας πολιτών από το άλλο, οι οποίες μπορούν να εκφράσουν το κοινωνικό συμφέρον, δημιουργούν μια ζοφερή εικόνα. Σε αυτήν κυριαρχούν τα χαρακτηριστικά και η αργή ροή του χρόνου ενός πολιτικού καφενείου. Μια κοινωνία με αυτήν την λογική, δεν έχει μέλλον. Αυτοαναλώνεται σε ιδεολογήματα του χθες και φαντασιώσεις χωρίς προοπτική. Το κακό είναι ότι ο χρόνος σε πλανητικό επίπεδο, τρέχει με μεγάλη ταχύτητα και δεν περιμένει πότε θα έχουν συνειδητοποιήσει όλες οι κοινωνίες τις προϋποθέσεις επιβίωσής τους, οικονομικής και πολιτισμικής.