Πολιτική ταυτοποίηση

Χρίστος Αλεξόπουλος 15 Οκτ 2017

Μια από τις βασικές προϋποθέσεις για την κατανόηση της πραγματικότητας είναι η προσέγγιση και ανάλυση της διαδικασίας απόκτησης πολιτικής ταυτότητας τόσο από τους πολίτες όσο και από τα πολιτικά πρόσωπα και τα κόμματα.

Το μέσο για την ταυτοποίηση σε ατομικό επίπεδο, δηλαδή την διαμόρφωση της προσωπικής εικόνας στην κοινωνία, είναι η αυτοπαρουσίαση στους διάφορους τομείς δραστηριοποίησης (πολιτική, εργασία, οικογένεια κ.λ.π.) στο πλαίσιο των διαφόρων ρόλων, που διεκπεραιώνει το άτομο (πολίτης, πολιτικός, εργαζόμενος, σύζυγος, μητέρα, πατέρας κ.λ.π.).

Σε θεσμικό επίπεδο και συγκεκριμένα στο χώρο της πολιτικής, δηλαδή στα κόμματα, η αυτοπαρουσίαση αναφέρεται στην ιδεολογική διάσταση (εάν είναι ορατή και με ρεαλιστικές προεκτάσεις) και στην προγραμματική εξαγγελία του σχεδιασμού της πορείας της κοινωνίας στο μέλλον. Σε αυτό το πλαίσιο η ταυτοποίηση του πολιτικού προσωπικού συναρτάται και με την ανάθεση της θεσμικής εκπροσώπησης του κόμματος (ως συλλογικού υποκειμένου) σε προσωπικό επίπεδο, αφού προηγηθούν οι προβλεπόμενες κομματικές διαδικασίες.

Στην Ελλάδα όμως καταγράφονται και αποκλίσεις, οι οποίες οφείλονται στον κυρίαρχο ρόλο της οικογενειοκρατίας και της συντεχνιακής λογικής, που διαπερνά το πολιτικό σύστημα. Τα παραδείγματα είναι πολλά, από την «κληρονομική» διαδοχή στον ρόλο του βουλευτή από γενιά σε γενιά μέχρι και την παράδοση της «σκυτάλης» του πρωθυπουργού σε άλλα μέλη της οικογένειας.

Η πολιτική ταυτοποίηση προϋποθέτει την «αυτοθεματοποίηση» του ατόμου, δηλαδή την κοινοποίηση των απόψεων του σε σχέση με την πραγματικότητα, που είναι σε θέση να αντιληφθεί σε διάφορους τομείς δραστηριοποίησης και την συνακόλουθη αποδοχή της κατηγοριοποίησης του σε ομάδες με συγκεκριμένο κοινό πλαίσιο ιδεών και εύρος δράσης (ρατσιστής, αντιρατσιστής, αριστερός, δεξιός, οικολόγος κ.λ.π.).

Ο μεμονωμένος  άνθρωπος, ως άτομο, δεν αποτελεί αναγκαστικά ούτε ένα ιδιαίτερα λογικό ον ούτε ένα αυτόνομο υποκείμενο. Σε μεγάλο βαθμό εξαρτάται από τους συνανθρώπους του στο πλαίσιο των κοινωνικών ρόλων, που διεκπεραιώνει. Στις διεργασίες, οι οποίες γίνονται σε κοινωνικό επίπεδο, δίδεται η ευκαιρία να αποκτήσει ταυτότητα και να ενταχθεί σε κοινωνική ομάδα.

Με αυτό τον τρόπο οικοδομείται μια μορφή κοινωνικής συνοχής, η οποία από το ένα μέρος έχει κυρίως συναισθηματική διάσταση και από το άλλο είναι ευάλωτη σε περιόδους κρίσης, διότι δεν στηρίζεται σε ένα σταθερό σύστημα κοινωνικών αξιών, οι οποίες προωθούν το συλλογικό συμφέρον. Αντίθετα βασίζεται σε αξίες, που καλλιεργούν τον ατομικισμό και την ανταγωνιστική λογική με στόχο την προσωπική ευημερία.

Ιδιαιτέρως εάν μια κοινωνία διαπερνάται από την διαφθορά, η οποία λειτουργεί ακόμη και ως κατανεμητής ευκαιριών για προσωπική ανέλιξη και κοινωνική άνοδο, ενώ ταυτοχρόνως δεν διαθέτει δυναμικούς θεσμούς και ανάλογες κοινωνικές δομές, που θα διευκολύνουν την έκφραση και επιβολή του κοινωνικού συμφέροντος, τότε η όποια κοινωνική συνοχή καταγράφεται τυπικά, είναι πλασματική.

Με αυτό τον τρόπο βέβαια δυσκολεύεται η οικοδόμηση της πολιτικής ταυτότητας του ατόμου, διότι η πολιτική βιώνεται ως μέσο για την προώθηση του ατομικού συμφέροντος ανεξάρτητα από το πλαίσιο λειτουργίας, που θέτει το συλλογικό συμφέρον, ώστε να είναι βιώσιμη η κοινωνία.

Το αποτέλεσμα είναι η μετατροπή της πολιτικής λειτουργίας του ατόμου σε μέσο και εργαλείο για την αναπαραγωγή της διαφθοράς. Αρκεί να ληφθεί υπόψη το πελατειακό σύστημα στο χώρο της δημόσιας διοίκησης και η λογική «αυτός είναι δικός μας» και πρέπει να αναλάβει θέση ευθύνης ανεξάρτητα από τις ποιοτικές προϋποθέσεις, που πληροί ως άτομο. Με αυτή την πρακτική εναρμονίζεται και ο υποψήφιος δημόσιος υπάλληλος, με ό,τι αυτό συνεπάγεται για την πολιτική του ταυτοποίηση.

Τα παραδείγματα, βέβαια, είναι πολύ περισσότερα και σε άλλους κοινωνικούς ρόλους εκτός από αυτόν του εργαζόμενου. Το άτομο ως καταναλωτής πολλές φορές δεν ζητά απόδειξη, με αντιστάθμισμα την μη πληρωμή του φόρου προστιθέμενης αξίας (ΦΠΑ). Το ίδιο ισχύει και στο πλαίσιο του ρόλου του επιχειρηματία.

Η διαφθορά δεν σταματά εδώ. Ακόμη και όταν ένας πολίτης ασθενήσει, είθισται να καταβάλει το «φακελάκι» για να απαλλαγεί από τα «αρνητικά επακόλουθα» αυτού του αναγκαστικού ρόλου του ασθενούς.

Σε αυτές τις συνθήκες η διεκπεραίωση των διαφόρων κοινωνικών ρόλων από τον μεμονωμένο πολίτη τον οδηγεί σε μια πολύ «περίεργη» κατάσταση σε σχέση με την πολιτική ταυτοποίηση του, η οποία οριοθετείται πλήρως από αντιφάσεις. Από το ένα μέρος είναι «βουτηγμένος» στην διαφθορά στην καθημερινότητα της ζωής του και από το άλλο καλείται να αποκτήσει πολιτική ταυτότητα και να οραματισθεί με ρεαλιστικό τρόπο την πορεία της κοινωνίας προς το μέλλον και την δική του παρουσία σε αυτήν.

Με αυτά τα δεδομένα όμως είναι πολύ δύσκολη τόσο η διαμόρφωση ουσιαστικής και ανεπηρέαστης πολιτικής στάσης, όσο και η με αξιόπιστο τρόπο θεματοποίηση της στο δημόσιο χώρο. Οι αντιφάσεις είναι πολύ μεγάλες και δεν μπορούν να αντιμετωπισθούν, χωρίς να γίνουν ριζικές ανατροπές, οι οποίες θα αλλάξουν τις υπάρχουσες συστημικές ισορροπίες.

Αρνητικά σε σχέση με μια δυναμική πορεία πολιτικού επαναπροσανατολισμού των πολιτών, η οποία θα σηματοδοτήσει συστημικές αλλαγές και θα έχει προεκτάσεις και στο κατεστημένο πολιτικό σύστημα, λειτουργεί και η έλλειψη ηθικού φορτίου σε αξιακό επίπεδο.

Στην καταναλωτική κοινωνία του θεάματος η βασική επιδίωξη της πλειοψηφίας των πολιτών είναι η ατομική ευημερία και η αναγνωρισιμότητα ανεξάρτητα από τα πιθανά όρια, που μπορεί να τίθενται από το συλλογικό κοινωνικό συμφέρον.

Γι’ αυτό και η ανάπτυξη διαλόγου στην Ελλάδα, τόσο στην κοινωνία με τις δομές, που διαθέτει, όσο και στο πολιτικό σύστημα είναι, αν όχι αδύνατη, πολύ δύσκολη. Αυτό είναι εμφανές στο δημόσιο διάλογο και στο κοινοβούλιο. Γίνονται παράλληλοι μονόλογοι και ανταλλαγή αρνητικών κρίσεων και αξιολογήσεων μεταξύ των διαφόρων πολιτικών οπτικών.

Δεν αφήνουν περιθώρια για έναν ουσιαστικό και εποικοδομητικό διάλογο οι ιδεοληπτικές θέσεις των κομμάτων, οι οποίες συνθέτουν την αυτοπαρουσίαση τους και κατά κύριο λόγο απευθύνονται στο συναίσθημα των πολιτών με στόχο την οικοδόμηση της πολιτικής τους ταυτοποίησης, ανεξάρτητα από την προοπτική επαλήθευσης αυτών των θέσεων.

Σημαντικό είναι, αν προκαλούν θετική εντύπωση στους πολίτες και την αίσθηση «του δικού τους κόμματος» (αυτού που λειτουργεί για την προώθηση του δικού τους συμφέροντος, ακόμη και αν αυτό κινείται στο επίπεδο της πολιτικής πρόθεσης και δεν εναρμονίζεται με το κοινωνικό συμφέρον).

Πολύ πιο αρνητικό επακόλουθο είναι, ότι με αυτό τον τρόπο υποσκάπτεται η προοπτική της χώρας, διότι δεν διαμορφώνονται οι προϋποθέσεις για την ανάπτυξη της αναγκαίας κοινωνικής δυναμικής, η οποία θα της επιτρέψει να συμπορευθεί με αυτήν της εξέλιξης των ανεπτυγμένων κοινωνιών σε ευρωπαϊκό και πλανητικό επίπεδο.

Γι’ αυτό κυριαρχεί ο προσανατολισμός στο παρελθόν, ως σημείου αναφοράς για την αξιολόγηση του παρόντος και του μέλλοντος, με αποτέλεσμα την πολύ αργή ροή του χρόνου και του εκσυγχρονισμού των κοινωνικών συστημάτων (από την δημόσια διοίκηση μέχρι το οικονομικό και το εργασιακό). Η ιστορική διαδρομή δεν γίνεται αντικείμενο επεξεργασίας, ούτε μετεξελίσσεται. Έτσι χάνεται η πολιτισμική συνέχεια σε βάθος χρόνου.

Η πολιτική ταυτοποίηση των κομμάτων και του πολιτικού προσωπικού δεν στηρίζεται στην συνεχή ανάλυση και γνώση της συνεχώς μετασχηματιζόμενης πραγματικότητας στο πλαίσιο της παγκοσμιοποίησης και της τεράστιας εξέλιξης της τεχνολογίας, ώστε να είναι σχεδιάσιμο το μέλλον.

Τα πολιτικά κόμματα στην Ελλάδα «οραματίζονται», πως θα αποκτήσουν εύκολα ή δύσκολα την κοινοβουλευτική πλειοψηφία και θα διαχειρισθούν την κυβερνητική εξουσία, χωρίς να καταθέτουν έναν μακροπρόθεσμο, ρεαλιστικό και κοστολογημένο σχεδιασμό της πορείας της ελληνικής κοινωνίας σε βάθος 30ετίας τουλάχιστον.

Επαγγέλονται μόνο ιδεατές συνθήκες ζωής για τους πολίτες, οι οποίες δεν υπερβαίνουν το επίπεδο των προθέσεων. Αυτά είναι και τα όρια της πολιτικής τους ταυτοποίησης.

Με αυτά τα δεδομένα η πολιτική στην Ελλάδα εξαντλείται σε ατέρμονες και πολύ βαρετές συζητήσεις για το ποιός είναι ικανότερος να διαχειρισθεί κυβερνητική εξουσία και σε λεκτικούς «λιθοβολισμούς» των αντιπάλων κομμάτων και πολιτικών προσώπων.

Για την επίτευξη δε αυτών των επιδιώξεων επαγγέλονται ονειρικές καταστάσεις για το μέλλον με στόχο την άσκηση επιρροής στους πολίτες και επενδύουν στην αξιοποίηση του συναισθήματος.