Πολιτική σε συνθήκες ρευστότητας

Χρίστος Αλεξόπουλος 24 Απρ 2016

Αν γίνει προσπάθεια συσχετισμού της σχεδιαστικής λειτουργίας των κομμάτων, τόσο αυτών που διαχειρίζονται κυβερνητική εξουσία, όσο και αυτών που κινούνται στο χώρο της αντιπολίτευσης, με την δυναμική της εξέλιξης, θα διαπιστωθεί, ότι το χάσμα μεταξύ τους είναι πολύ μεγάλο και ο βαθμός διακινδύνευσης για την ελληνική κοινωνία επίσης.

Η αναντιστοιχία ανάμεσα στα ποιοτικά και ποσοτικά χαρακτηριστικά της σύγχρονης πραγματικότητας και στην δυνατότητα των κομμάτων να τα διαχειρισθούν είναι μεγάλη.

Για να υπάρξει λειτουργική ισορροπία, πρέπει το πολιτικό σύστημα να κάνει βαθιές τομές στον τρόπο λειτουργίας του και μάλιστα σε σύντομο χρονικό διάστημα. Με τα σημερινά δεδομένα αυτό φαίνεται ανέφικτο.

Από το ένα μέρος το ίδιο είναι απορροφημένο από την διαχείριση της κρίσης, είτε ως κυβέρνηση είτε ως αντιπολίτευση, ενώ από το άλλο η πολυπλοκότητα της πραγματικότητας αυξάνει και οι συνθήκες αποκτούν μεγάλη ρευστότητα.

Κατ’ αρχήν και λόγω της Ευρωπαϊκής Ένωσης αλλά και εξαιτίας της παγκοσμιοποίησης κεφαλαίου και εργασίας περιορίζεται η εθνική κυριαρχία. Παρά ταύτα όμως η νομιμοποίηση του πολιτικού συστήματος έχει εθνικό προσανατολισμό, με αποτέλεσμα να μην μπορεί να παίξει τον ρυθμιστικό του ρόλο στον οικονομικό τομέα, στο πλαίσιο βέβαια των ορίων του κοινωνικού συμφέροντος.

Αυτή η αντίφαση το αναγκάζει, στο εσωτερικό να αναπτύσει «εθνική» ρητορική, αλλά σε ευρωπαϊκό και διεθνές επίπεδο να κινείται στο πλαίσιο των δυνατοτήτων ευελιξίας, που επιτρέπουν ο διεθνής καταμερισμός εργασίας, η ελεύθερη διακίνηση κεφαλαίων, καθώς και οι συσχετισμοί δύναμης, οι οποίοι διαμορφώνονται στο παγκόσμιο σύστημα ασφαλείας.

Όταν δε μια χώρα, όπως η Ελλάδα, αντιμετωπίζει κρίση, η οποία συνοδεύεται από δυσκινησία και πολύ αργούς ρυθμούς λόγω του αναχρονιστικού μοντέλου οργάνωσης των κοινωνικών συστημάτων, στα οποία βασίζεται η λειτουργία της κοινωνίας, η κατάσταση γίνεται πολύ δύσκολη και ο κίνδυνος κατάρρευσης επίσης.

Η παγκοσμιοποίηση δεν προσέδωσε μόνο στην οικονομία και στην εργασία πλανητικές διαστάσεις. Το ίδιο φαινόμενο διαπιστώνεται και στον τομέα της κουλτούρας.

Σταδιακά το κέντρο βάρους παραγωγής πολιτισμικών αξιών μετακινήθηκε από τις τοπικές κοινωνίες σε υπερτοπικό πλανητικό επίπεδο και στο πλαίσιο της κοινωνίας του θεάματος διοχετεύονται πρότυπα, τα οποία έχουν καταναλωτικό χαρακτήρα και υπηρετούν τις ανάγκες αναπαραγωγής του οικονομικού συστήματος.

Ανάλογα δε με τον βαθμό ένταξης μιας κοινωνίας στο παγκόσμιο σύστημα διακίνησης των πολιτισμικών αξιών στο πλαίσιο της κοινωνίας του θεάματος (κινηματογράφος, μουσική, μόδα), τόσο πιο ισχυρή είναι η διαφοροποίηση της πολιτισμικής της ταυτότητας και η απομάκρυνση της από την εθνική περιχαράκωση. Ιδιαίτερα ορατή είναι αυτή η εξέλιξη στους νέους.

Προς αυτή την κατεύθυνση συνέβαλε καθοριστικά και επιταχυντικά η τεράστια ανάπτυξη της τεχνολογίας στον τομέα παραγωγής και διακίνησης της πληροφορίας, που υπερβαίνει τα εθνικά σύνορα και επιφέρει τεράστια σμίκρυνση του απαιτούμενου χρόνου για την ολοκλήρωση της πορείας της.

Η ροή των πληροφοριών όμως δεν έχει μόνο μεγάλη ταχύτητα, αλλά προκαλεί και μεγάλη συσσώρευση δεδομένων, τα οποία πρέπει να γίνουν αντικείμενο επεξεργασίας, ώστε να είναι εφικτή η διαμόρφωση εικόνας και άποψης για την πραγματικότητα.

Ταυτοχρόνως αποτυπώνεται και η μεγάλη ρευστότητα, η οποία χαρακτηρίζει την πραγματικότητα της μετανεωτερικής περιόδου (τέλος 20ου αιώνα και μετά). Η συνεχής παραγωγή γνώσεων, οι οποίες διοχετεύονται ως πληροφορίες, διαμορφώνει συνθήκες ρευστότητας, οι οποίες αλλάζουν συνεχώς και προσδίδουν μεγάλη ταχύτητα και πολυπλοκότητα στην δυναμική της εξέλιξης.

Το αποτέλεσμα είναι η δύσκολη διαχείριση της σε πολιτικό επίπεδο. Τα κόμματα, με την σημερινή οργανωτική τους δομή και την ανάλογη λειτουργία σε σχεδιαστικό επίπεδο, δεν είναι εύκολο να ανταποκριθούν στο ρόλο τους.

Ιδιαιτέρως στην Ελλάδα αυτό γίνεται ακόμη πιο δύσκολο.

Δύο χαρακτηριστικά παραδείγματα, χωρίς να είναι τα μοναδικά, το πιστοποιούν με τον καλύτερο τρόπο.

Σύμφωνα με το Ευρωβαρόμετρο το 2030 θα υπάρξει στην Ευρωπαϊκή Ένωση έλλειψη 20,8 εκατομ. ατόμων σε ηλικία εργασίας. Στο μέτρο που η υπογεννητικότητα δεν υποχωρεί ή δεν ευρίσκονται άλλοι τρόποι αντιμετώπισης του προβλήματος της γήρανσης των ευρωπαϊκών κοινωνιών, όπως είναι η λειτουργική ενσωμάτωση προσφύγων και μεταναστών σε αυτές, θα υπάρξουν επιπτώσεις στο οικονομικό και στο ασφαλιστικό σύστημα των ευρωπαϊκών χωρών.

Η γενίκευση αυτού του προβλήματος θα προκαλέσει τριγμούς όχι μόνο στις επιμέρους χώρες της Ευρώπης, αλλά θα διαμορφώσει τις προϋποθέσεις για την σταδιακή αποσύνθεση του ευρωπαϊκού οικοδομήματος.

Στο ίδιο μήκος κύματος κινείται και το δεύτερο παράδειγμα.

Στο περιοδικό The Lancet δημοσιεύθηκαν στοιχεία από την μελέτη «Global Burden of Disease Study 2013», σύμφωνα με τα οποία μέσα σε 23 χρόνια, από το 1990 έως το 2013, το προσδόκιμο ζωής σε παγκόσμια κλίμακα αυξήθηκε κατά 6,2 χρόνια.

Ταυτοχρόνως διαπιστώθηκε, ότι η αύξηση του προσδόκιμου ζωής συνοδεύεται και με προβλήματα υγείας. Πιο συχνές ασθένειες είναι ο διαβήτης, ασθένειες του μυϊκού συστήματος και της σπονδυλικής στήλης, νοητικές και νευρολογικές ασθένειες, προβλήματα ακοής και όρασης, καθώς και εξάρτησης από διάφορες ουσίες.

Κάτω από αυτές τις προϋποθέσεις η επιβάρυνση του ασφαλιστικού συστήματος θα είναι καταστροφική, εάν δεν ανακοπεί το φαινόμενο της γήρανσης των ευρωπαϊκών κοινωνιών.

Το ίδιο ισχύει και για το οικονομικό σύστημα, κάτω από την προϋπόθεση βεβαίως, ότι υπηρετεί το κοινωνικό συμφέρον και την ευημερία των πολιτών και όχι ολιγάριθμες οικονομικές ελίτ και την αναπαραγωγή του με την αξιοποίηση των δυνατοτήτων της τεχνολογίας για υποκατάσταση εργαζομένων (τεχνητή νοημοσύνη) και της ελεύθερης διακίνησης κεφαλαίων με επενδύσεις σε χώρες του Νότου με πολύ χαμηλό κόστος.

Αυτή την αντιφατική πραγματικότητα, η οποία παράγει μεγάλη ρευστότητα, πρέπει να διαχειρισθεί το πολιτικό σύστημα. Σίγουρα δεν είναι εύκολο, διότι δεν υπάρχουν πλέον σταθερά σημεία αναφοράς του πολιτικού σχεδιασμού και κυρίως κομμάτων, τα οποία δεν συμπορεύονται με την δυναμική της εξέλιξης, η οποία χαρακτηρίζεται από ασυνέχεια και αποσπασματικότητα.

Το φαινόμενο της μαζικής μετακίνησης πληθυσμών είναι αποκαλυπτικό για την αποσπασματική αντιμετώπιση του και την ασυνέχεια, που προκαλεί στην διαχείριση και βίωση της πραγματικότητας, η οποία δεν έχει πλέον χρονικές και τοπικές εξαρτήσεις.

Οι κυβερνήσεις των χωρών της Ευρώπης ή η Ευρωπαϊκή Ένωση, ως υπερεθνικό μόρφωμα, δεν επαρκούν για την επίλυση του προβλήματος. Χρειάζονται ρυθμίσεις επιπέδου παγκόσμιας διακυβέρνησης, η οποία προς το παρόν δεν υπάρχει.

Επίσης οι αλλαγές στους διάφορους τομείς δραστηριοποίησης του ανθρώπου, από τον τρόπο εργασίας και επικοινωνίας μέχρι την καθημερινή ζωή και τις κοινωνικές σχέσεις, είναι συνεχείς και επηρεάζουν καθοριστικά τους πολίτες ως άτομα και ως κοινωνικό μόρφωμα κατ’ επέκταση. Τους δημιουργούν την αίσθηση της σχετικότητας και της αβεβαιότητας.

Σε πολιτικό επίπεδο αυτές οι δύο έννοιες ή ακόμη καλύτερα αυτά τα δύο δομικά στοιχεία της σύγχρονης πραγματικότητας σηματοδοτούν και την δυναμική, που πρέπει να αναπτύξουν τα κόμματα, ώστε να είναι σε θέση να σχεδιάσουν με βιώσιμο τρόπο την πορεία προς το μέλλον.

Με ιδεολογήματα και την οργανωτική μορφή των κομμάτων, όπως έρχεται από το παρελθόν, αλλά και τα ποιοτικά χαρακτηριστικά της πλειοψηφίας του πολιτικού προσωπικού του παρόντος, προοπτική δεν υπάρχει.

Η εμπειρία δείχνει, ότι δεν μπορούν να κάνουν φερέγγυο στρατηγικό και πολιτικό σχεδιασμό, ώστε να είναι σε θέση να αντιμετωπίσουν τις δυσκολίες της σύνθετης πραγματικότητας (αποσπασματικότητα, ασυνέχεια, μείωση εθνικής κυριαρχίας, παγκοσμιοποίηση της κουλτούρας, επιτάχυνση της εξέλιξης με την αξιοποίηση της τεχνολογίας κ.λ.π.), οι οποίες διαμορφώνουν συνθήκες ρευστότητας και οριοθετούν σε μεγάλο βαθμό το πλαίσιο ατομικής και κοινωνικής δραστηριοποίησης των πολιτών.

Για την σχεδίαση του μέλλοντος και την ασφαλή πορεία προς αυτό πρέπει να αναλάβουν τον ενεργό πολιτικό ρόλο, που τους αναλογεί, τόσο η διανόηση όσο και η ενεργός κοινωνία.

Συγκεκριμένα είναι βασική προϋπόθεση για τον όσο γίνεται ασφαλέστερο πολυδιάστατο σχεδιασμό του μέλλοντος η αξιοποίηση όλων των μεθοδολογικών εργαλείων των επιστημών, από την οικονομία μέχρι την ιατρική. Οι πολιτικές αποφάσεις έχουν πολυδιάστατες επιπτώσεις. Γι’ αυτό πρέπει να είναι ανάλογος και ο σχεδιασμός.

Η ενεργός κοινωνία, δηλαδή οι δυναμικές και ανεξάρτητες πολιτικά δομές της κοινωνίας πολιτών, είναι βασική παράμετρος για την αντιμετώπιση των δύσκολων συνθηκών του μέλλοντος, αλλά και την διαμόρφωση και έκφραση του κοινωνικού συμφέροντος.

Ταυτοχρόνως θα συμμετέχει στην κοινή διαχείριση της πορείας προς το μέλλον με το πολιτικό σύστημα, ώστε να μειώνονται οι κίνδυνοι αποσύνθεσης της κοινωνικής συνοχής από τις παρενέργειες φαινομένων, όπως είναι η αποσπασματική αντιμετώπιση των προβλημάτων της πραγματικότητας (π.χ. προσφυγικό και μεταναστευτικό).

Είναι πολύ σημαντικό, η κοινωνία να λειτουργεί ως συλλογικό υποκείμενο και όχι εκτελεστικά, όπως γίνεται τώρα. Προς αυτή την κατεύθυνση θα συμβάλλουν οι δομές της κοινωνίας πολιτών.

Τέλος σταδιακά γίνεται όλο και πιο εμφανής η ανάγκη διαμόρφωσης των προϋποθέσεων για την λήψη αποφάσεων και επιβολή ρυθμίσεων επιπέδου παγκόσμιας διακυβέρνησης.

Ο Οργανισμός Ηνωμένων Εθνών δεν ανταποκρίνεται σε αυτό το ρόλο. Το πολιτικό σύστημα σε πλανητικό επίπεδο έχει να επιτελέσει πολύ σημαντικό έργο προς αυτή την κατεύθυνση.

Η Ευρωπαϊκή Ένωση μπορεί και πρέπει να παίξει ενεργό ρόλο σε αυτή την πορεία για την διαμόρφωση πλαισίου παγκόσμιας διακυβέρνησης. Προϋπόθεση όμως είναι η δική της οικονομική και πολιτική ενοποίηση με στόχο την πραγμάτωση του ευρωπαϊκού κοινωνικού συμφέροντος και όχι τον συνεχή πλουτισμό ολιγομελών οικονομικών ελίτ. Εάν τα κράτη-μέλη συνεχίσουν να διακατέχονται από την λογική του εθνικού συμφέροντος, θα οδηγηθούν στο περιθώριο των παγκόσμιων εξελίξεων.