Στην Ελλάδα του 21ου αιώνα η πολιτική αποκτά περιεχόμενο όχι με τον σχεδιασμό της πορείας της χώρας και την συγκεκριμενοποίηση του με την γνωστοποίηση στους πολίτες των επιπτώσεων της εφαρμογής του, αλλά με τις προθέσεις, οι οποίες εκφράζονται από τα κόμματα και το πολιτικό προσωπικό σε σχέση με το μέλλον.
Ανάλογα με τις προσδοκίες, που μπορούν να προκαλέσουν στους πολίτες – καταναλωτές τους, διαμορφώνονται και οι πολιτικές στάσεις και τάσεις στην κοινωνία. Γι’ αυτό και το σημαντικό για τους πολιτικούς σχηματισμούς, οι οποίοι συνθέτουν το πολιτικό σύστημα, είναι οι φαντασιώσεις σε σχέση με το μέλλον, που μπορούν να δρομολογηθούν.
Τα συγκεκριμένα και μετρήσιμα αποτελέσματα των εφαρμοζόμενων πολιτικών θα γίνουν ορατά για το κοινωνικό σύνολο σε βάθος χρόνου. Στο διάστημα, που μεσολαβεί μέχρι τότε, από το ένα μέρος προκαλούνται νέες φαντασιώσεις στις κοινωνικές μάζες σε σχέση με το απώτερο μέλλον και από το άλλο επενδύεται πολιτικά στην αποδόμηση των πολιτικών αντιπάλων. Αυτό γίνεται με διάφορους τρόπους. Τους αποδίδεται ανικανότητα, έλλειψη πατριωτισμού και πολλά άλλα.
Πολύ χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί το Συμβούλιο των Πολιτικών Αρχηγών υπό τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας (28.11.2015). Τα θέματα, τα οποία θα γίνονταν αντικείμενο συζήτησης με στόχο την επίτευξη συναίνεσης, ήταν το προσφυγικό, η αναθεώρηση του συντάγματος και το ασφαλιστικό.
Το τελευταίο ήταν και το πιο σημαντικό για τον πρωθυπουργό, ο οποίος ζήτησε και την σύγκληση του Συμβουλίου, διότι οι επιπτώσεις των κυβερνητικών αποφάσεων θα γίνουν άμεσα ορατές. Η κυβέρνηση δεν μπορεί να μεταθέσει το αποτέλεσμα των αποφάσεων της στο μέλλον, διότι υπάρχουν συμφωνίες με τους εταίρους και δανειστές της χώρας.
Αυτό το δεδομένο σε συνδυασμό και με την αδυναμία του πολιτικού συστήματος να διαλεχθεί, δεν επέτρεψε την επίτευξη συναίνεσης. Δεν θα αποτελούσε υπερβολή για την ελληνική πραγματικότητα, να ισχυρισθεί κάποιος, ότι όλοι πήγαν στο Συμβούλιο Αρχηγών προετοιμασμένοι για την επικοινωνιακή διαχείριση της προσδοκώμενης ρήξης.
Γι’ αυτό και αμέσως μετά την λήξη της συνεδρίασης του Συμβουλίου άρχισε ο συνηθισμένος λιθοβολισμός του ενός από τον άλλο για τις προθέσεις ή την ανικανότητα, που χαρακτηρίζουν, υποτίθεται, τους πολιτικούς αντιπάλους.
Ο πρωθυπουργός για πολλοστή φορά είπε, ότι αυτοί, που έχουν την οικονομική, θεσμική και ηθική ευθύνη για την κατάσταση στη χώρα, «απέδειξαν, ότι δεν διαθέτουν το απαραίτητο αίσθημα ευθύνης ή την απαραίτητη σοβαρότητα». Κατηγόρησε δε την αντιπολίτευση, ότι στόχος της είναι η υπονόμευση της κυβέρνησης.
Από την πλευρά της αντιπολίτευσης επισημάνθηκε, ότι «ο βασιλιάς (δηλ. ο πρωθυπουργός) είναι γυμνός» και πως «μπροστά στα αδιέξοδα που ο ίδιος και η πολιτική του έχουν δημιουργήσει, μπροστά στον κίνδυνο αποκάλυψης της αλήθειας για τις ευθύνες του, ο κ. Τσίπρας έχει χάσει την ψυχραιμία του και ολισθαίνει σε επικίνδυνα μονοπάτια. Δεν θα τον ακολουθήσουμε στον κατήφορο».
Υπάρχουν βέβαια πολύ περισσότερες τοποθετήσεις από τα κόμματα της αντιπολίτευσης, τα οποία κινούνται στο ίδιο μήκος κύματος με τα ήδη προαναφερθέντα.
Πραγματικά είναι φθοροποιός η ενασχόληση με την κοινοποίηση των πολιτικών προθέσεων των κομμάτων στο πλαίσιο ενός ανύπαρκτου διαλόγου, ο οποίος συνεχώς «προκαλείται» από την κυβερνητική πλευρά, αλλά δεν πραγματοποιείται με ευθύνη της αντιπολίτευσης και αντιστρόφως. Φαίνεται, ότι ακόμη δεν έχουν κατανοήσει τα κόμματα και το πολιτικό προσωπικό, πως ο διάλογος πρέπει να είναι δομικό στοιχείο της πολιτικής λειτουργίας και όχι να γίνεται η επίκληση του a la Carte με συγκρότηση διακομματικών επιτροπών διαλόγου.
Εξάλλου δεν πληρούνται ορισμένες βασικές προϋποθέσεις, ώστε να είναι εφικτή η ανάπτυξη συστηματικής συζήτησης και συγκλίσεων, όπου αυτό μπορεί να επιτευχθεί.
Πρώτον, πρέπει να κατατίθενται στο δημόσιο διάλογο ολοκληρωμένα προγράμματα με κοστολόγηση, οδικό χάρτη επίτευξης στόχων στο πλαίσιο ενός χρονοδιαγράμματος, τα οποία θα στηρίζονται σε μια ρεαλιστική και με επιστημονική τεκμηρίωση προσέγγιση της πραγματικότητας και όχι σε ιδεοληψίες.
Δεύτερον, ο διάλογος πρέπει να είναι συνεχής και να πραγματοποιείται στο πλαίσιο θεσμοθετημένων διαδικασιών και όχι ευκαιριακά, ανάλογα με τις πολιτικές σκοπιμότητες, που μπορεί να υπηρετήσει. Γι’ αυτό είναι σκόπιμο να συμμετέχουν σε αυτόν και οι δομές της κοινωνίας πολιτών ανάλογα με την θεματική τους αναφορά, ώστε να διασφαλίζεται η ύπαρξη των απαραίτητων γνώσεων. Δεν περιποιεί τιμή ούτε για το πολιτικό σύστημα ούτε για το δημοκρατικό πολίτευμα η περιθωριοποίηση της κοινωνίας σε σχέση με την πολιτική λειτουργία και η χρησιμοποίηση της εκλογικά για λόγους πολιτικής νομιμοποίησης του.
Τέλος βασική επίσης προϋπόθεση για την ανάπτυξη ουσιαστικού διαλόγου είναι η σε βάθος γνώση της διεθνούς πραγματικότητας σε οικονομικό, κοινωνικό, πολιτισμικό και γεωπολιτικό επίπεδο.
Είναι δε σημαντικό να επισημανθεί, ότι η επικοινωνιακή διαχείριση του πολιτικού διαλόγου δεν μπορεί να γίνεται με γενικόλογες και ιδεοληπτικής λογικής προσεγγίσεις, διότι σε αυτή την περίπτωση χρειάζεται ερμηνεία του εκφερόμενου πολιτικού λόγου. Το αποτέλεσμα όμως είναι πιθανό, να μην αποτυπώνει την πραγματικότητα.
Ιδανικό παράδειγμα (προς αποφυγή) είναι ο λόγος, που εκφέρεται από τους εκπροσώπους τύπου των κομμάτων και κυρίως του μεγαλύτερου κόμματος του κυβερνητικού συνασπισμού, του ΣΥΡΙΖΑ. Σε συνέντευξη της εκπροσώπου του στο ραδιοφωνικό σταθμό Flash και με αφετηρία το γεγονός, ότι η Ελλάδα βρίσκεται στο επίκεντρο τριών κρίσεων (οικονομικής, προσφυγικής και ασφάλειας στην περιοχή), είπε «αυτή τη στιγμή η Ελλάδα καλείται να παίξει ένα ρόλο σταθεροποιητικό και ένα ρόλο, που θα της επιτρέψει να είναι μέρος της διαχείρισης και της επίλυσης αυτών των κρίσεων με βάση ένα προοδευτικό πρόσημο».
Εκείνο, που δεν λέει όμως, είναι το περιεχόμενο του προοδευτικού πρόσημου. Εκτός και αν έχει ιδεοληπτικές διαστάσεις η απάντηση, οπότε μπορεί ο πολίτης-ακροατής να κάνει υποθέσεις. Στην πραγματικότητα η συμφωνία της Ευρωπαϊκής Ένωσης με την Τουρκία για την διαχείριση του προσφυγικού ούτε τα αίτια της μαζικής μετακίνησης πληθυσμών αντιμετωπίζει, ούτε επιλύει το πρόβλημα. Το «προοδευτικό πρόσημο» καθημερινά μάλλον χάνεται στα νερά του Αιγαίου ή στα εκατομύρια των πεινασμένων της Αφρικής και όχι μόνο. Ο χαρακτηρισμός «προοδευτικό» μπορεί να υπάρξει μόνο στο επίπεδο των πολιτικών προθέσεων.
Το ίδιο ισχύει και σε σχέση με την επισήμανση της εκπροσώπου τύπου του ΣΥΡΙΖΑ για την επίσκεψη του πρωθυπουργού στο Ισραήλ και στην Παλαιστίνη. Οι πρωτοβουλίες του, είπε, «δεν έχουν έναν απλό εθιμοτυπικό χαρακτήρα, αλλά προσπαθούν από τη μία να προσδώσουν στην Ελλάδα τον ρόλο, που της αρμόζει, αλλά και από την άλλη η ευρύτερη περιοχή μπορεί να ωφεληθεί από την αναβαθμισμένη θέση της Ελλάδας».
Με αυτής της ποιότητας γενικόλογες απόψεις χωρίς τεκμηρίωση το μόνο, που επιτυγχάνεται, είναι η καλλιέργεια φαντασιώσεων στην κοινωνική μάζα. Ποιός είναι ο ρόλος, που αρμόζει στην Ελλάδα; Πως θα ωφεληθεί η ευρύτερη περιοχή και από ποια αναβαθμισμένη θέση της Ελλάδας; Εκτός και αν εννοεί, ότι η χώρα μετά την ανάληψη της κυβερνητικής εξουσίας από τον ΣΥΡΙΖΑ ξαφνικά απόκτησε στάτους περιφερειακής δύναμης.
Με αυτές τις πολιτικές ονειροφαντασιές είναι ερμηνεύσιμα τα αποτελέσματα της δημοσκόπησης της Κάπα Research για το Βήμα (29.11.2015).
Σύμφωνα με αυτά σε περίπτωση βουλευτικών εκλογών ο ΣΥΡΙΖΑ θα έπαιρνε 18,4% και η Νέα Δημοκρατία 14,9% στο επίπεδο της πρόθεσης ψήφου. Και τα δύο μεγαλύτερα κόμματα σε σύντομο χρονικό διάστημα μετά τις τελευταίες εκλογές παρουσιάζουν εικόνα φθοράς σε σχέση με την εκλογική τους επιρροή. Ως προς τα υπόλοιπα κόμματα η κατάσταση δεν είναι καλύτερη. Η Χρυσή Αυγή καταγράφει 5,6%, η Δημοκρατική Συμπαράταξη 4,5%, το Κ.Κ.Ε. 4,4%, η Ένωση Κεντρώων 2,3%, το Ποτάμι 2,2%, οι ΑΝΕΛ 2,1%, η Λαϊκή Ενότητα 1,9% και ακολουθούν Λευκό ή Ακυρο 6,1%, Αναποφάσιστοι 15,9% και Αποχή 18,2%.
Η πλειοψηφία των πολιτών αισθάνεται, ότι βρίσκεται σε αδιέξοδο η χώρα με τον τρόπο που λειτουργεί το πολιτικό σύστημα και το πολιτικό προσωπικό, ανεξάρτητα από το εάν διαχειρίζεται κυβερνητική εξουσία ή είναι στην αντιπολίτευση. Η πολιτική των προθέσεων για το μέλλον του τόπου σε περίοδο πολυδιάστατης κρίσης (οικονομικής, πολιτικής, κοινωνικής, πολιτισμικής) δεν αρκεί για την χειραγώγηση των πολιτών, ενώ σταδιακά στερεί από το πολιτικό σύστημα την κοινωνική νομιμοποίηση.
Όμως ούτε και αυτό το πλήγμα στα κόμματα με την αυξανόμενη κοινωνική απονομιμοποίηση είναι αρκετό για να προβληματίσει το πολιτικό σύστημα για την αδιέξοδη πορεία, που ακολουθεί. Αυτό βεβαίως έχει αρνητικές προεκτάσεις στην προοπτική της χώρας, η οποία εκτός από την έλλειψη σοβαρής πολιτικής ηγεσίας και διακυβέρνησης χάνει και την εμπιστοσύνη των πολιτών στην ικανότητα του πολιτικού συστήματος να οδηγήσει την κοινωνία στην έξοδο από την πολυδιάστατη κρίση, που αντιμετωπίζει.
Η έλλειψη ελπίδας σε κρίσιμες περιόδους, όπως είναι αυτή, που διανύει τώρα η χώρα, δεν υποκαθίσταται από τις πολιτικές προθέσεις ενός πολιτικού συστήματος, το οποίο δεν έχει την εμπιστοσύνη της κοινωνίας. Οι επικοινωνιακές κορώνες, ότι ο λαός αποφασίζει για την επιλογή του κόμματος, που θα τον κυβερνήσει, δεν αίρουν τα αδιέξοδα της πραγματικότητας.
Μπορεί το πολιτικό σύστημα να κάνει την αναγκαία επανεκκίνηση;
Η απάντηση στο ερώτημα πρέπει να δοθεί άμεσα, διότι ο χρόνος δεν εξελίσσεται με την ταχύτητα, που έχει η κοινωνική δυναμική στην Ελλάδα. Είναι πολύ πιο γρήγορος. Όποιος μπορεί να συμπορευθεί έχει προοπτική. Οι συνθήκες είναι σκληρές και απαιτούν πραγματισμό από το ένα μέρος και κοινωνικό ανθρωπισμό από το άλλο.
Εκείνο που οδηγεί σε αδιέξοδο πάντως, είναι η πολιτική των προθέσεων.