Πολιτική που πνίγεται στο κιτς του ροζ ριάλιτι

Πόπη Διαμαντάκου 14 Σεπ 2014

Μια αφίσα με εξαιρετικά λεπτό αυτοσαρκαστικό χιούμορ για τα καινοφανή ήθη της γαλλικής δημόσιας σφαίρας κόσμησε τις βιτρίνες πολλών βιβλιοπωλείων του Παρισιού την περασμένη εβδομάδα. Εγραφε με μεγάλα γράμματα: «Λυπόμαστε που δεν διαθέτουμε πλέον αντίτυπα του βιβλίου της Βαλερί Τριρβελέρ, αλλά μας απομένουν βιβλία των Μπαλζάκ, Δουμά, Μοπασάν κ.λπ.».

Στην πικρή ειρωνεία με την οποία αντιμετώπισε την ασφυξία του ο κόσμος του βιβλίου στη Γαλλία από τη διείσδυση των ηθών της ερωτικής σαπουνόπερας του προέδρου Ολάντ ακόμη και στον εκδοτικό τομέα, για τον οποίο συντηρούσαν οι Γάλλοι την αυταρέσκεια που είχε καλλιεργήσει η ευφυής, εθνική τους επικοινωνιακή πολιτική ότι υπερέχουν στον τομέα του πνεύματος. Προφανώς ένα αίσθημα ντροπής κατέλαβε την Πόλη του Φωτός, το Παρίσι, για την παράδοση της αλλοτινής εικόνας της, ότι αποτελεί το κέντρο του ευρωπαϊκού πνεύματος, στη βουλιμική «ηδονοβλεψία» που του πρόσφεραν οι σελίδες του βιβλίου της πρώην ερωμένης του προέδρου Ολάντ, αναγράφοντας κάθε γαργαλιστική λεπτομέρεια της σχέσης τους.

Το πρόβλημα δεν είναι μόνον η έκπτωση της πολιτικής για να αναδειχθεί στη θέση της, σε μια τόσο κρίσιμη στιγμή για τη χώρα και την Ευρώπη, ένα ειδεχθές ροζ προεδρικό ριάλιτι, αλλά ότι κατέρρευσε με πάταγο το κορυφαίο επικοινωνιακό μοντέλο του γαλλικού έθνους, το οποίο διαμορφώθηκε και υπηρετήθηκε από όλες ανεξαιρέτως τις γαλλικές κυβερνήσεις, εξίσου από τους δεξιούς όσο και από τους σοσιαλιστές. Με τους τελευταίους επί Μιτεράν να αναθέτουν επιτυχώς στην επικοινωνιακή ευφυΐα του τότε υπουργού πολιτισμού Ζακ Λανγκ την ανανέωση και ενίσχυσή του. Τότε, ωστόσο, δεν είχε ακόμη επιβάλει τα δικά του ήθη ο αιματηρός μιντιακός ανταγωνισμός και η αισθητική ταμπλόιντ δεν είχε επιβάλει το δικό της συντακτικό στον δημόσιο λόγο. Δεν υπήρχε ιδιωτική τηλεόραση, φυλλάδες που να ανταγωνίζονται η μία την άλλη σε αποκαλύψεις μυστικών κρεβατοκάμαρας και, ως εκ τούτου, ένα κοινό εθισμένο στο junk food της δημοσιογραφίας.

Οπως κι αν έχει, τα μιντιακά φαινόμενα που προκάλεσαν τριγμούς στην πολιτική σκηνή και αναλύθηκαν επί μακρόν ως επικίνδυνα για το μέλλον και την ποιότητα της πολιτικής και των ίδιων των πολιτικών, σε άλλες χώρες με κορυφαία την περίπτωση Κλίντον στις ΗΠΑ, εισήλθαν με ανανεωμένη ορμητικότητα στη γαλλική σκηνή, όχι ακριβώς επί προεδρίας Ολάντ, αλλά νωρίτερα, ήδη από την προεκλογική εκστρατεία της πρώην, επίσης απατημένης, συντρόφου του, της Σεγκολέν Ρουαγιάλ. Μια εκστρατεία την οποία χαρακτήρισε η χαμηλή ποιότητα της αντιπαράθεσης, με έμφαση σε ιδιωτικά στοιχεία του καθενός υποψηφίου και ιδίως τα ερωτικά τους.

Οι αναλυτές κατόπιν έσπευσαν να προσδώσουν μια ψυχαναλυτική χροιά στη σύγκρουση των δύο πλευρών, χαρακτηρίζοντας και τις δύο προσωπικότητες των υποψηφίων ως οιδιπόδειες μορφές που ήρθαν σε ρήξη με τις πατρικές φιγούρες, του Μιτεράν η μία, του Σιράκ η άλλη. Οπως κι αν έχει το αποτέλεσμα ήταν, όπως είπαν πολλοί που δεν μάσησαν τα λόγια τους στον γαλλικό Τύπο της επόμενης ημέρας, να παραδοθεί η πολιτική αντιπαράθεση στην κιτσαρία των προσωπικών αποκαλύψεων.

Αυτή πάντως υπήρξε η κρίσιμη στιγμή της γαλλικής πολιτικής σκηνής, κατά την οποία για πολλούς συντελέστηκε μια μεγάλη μεταστροφή στη μορφή και στο περιεχόμενό της. Αν δηλαδή για τον Ντε Γκωλ αυτό που καθόρισε την ποιότητα της πολιτικής επιχειρηματολογίας ήταν η ρήξη με την 4η Γαλλική Δημοκρατία, αν για την εποχή του Μιτεράν καθοριστικό στοιχείο ήταν η ρήξη με τον καπιταλισμό, η εποχή που εγκαινίασαν οι Σαρκοζί – Σεγκολέν μπορεί να θεωρηθεί ως ρήξη με τα παραδοσιακά ήθη και δη με την οικογένεια, είτε με την πολιτική της έννοια, αλλά κυρίως με τη βιολογική. Και αυτό ακριβώς το πολύ προσωπικό στοιχείο είναι που έδωσε ώθηση στον κίτρινο Τύπο, σε όλες του τις εκδοχές, να επιβάλει αυτός τους όρους του δημοσίου διαλόγου.

Ωστόσο η περίπτωση Ολάντ δεν είναι ανεξάρτητη από το συνολικό πολιτικό περιβάλλον, από τις εγγενείς αδυναμίες της πολιτικής απέναντι στην παραπαίουσα ευρωπαϊκή και εν προκειμένω γαλλική οικονομία, και φυσικά την πολιτική προσωπικότητα του συγκεκριμένου προέδρου, ο οποίος ενδιαφέρθηκε για την εικόνα του εξαρχής περισσότερο από την ανάληψη πρωτοβουλιών για τα εθνικά και ευρωπαϊκά ζητήματα. Δυστυχώς, η ανάγκη της έμφασης των πολιτικών στο επικοινωνιακό σκέλος της προσωπικότητάς τους αποδεικνύεται δίκοπο μαχαίρι. Θέτει στον μεγεθυντικό φακό της δημοσιότητας κάθε λεπτομέρεια της ύπαρξής τους, ο οποίος διογκώνει ελαττώματα για να καταναλωθούν κατόπιν από μια εθισμένη στις ηδονές του ριάλιτι δημόσια σφαίρα.

Η συγγραφή βιβλίου από οποιαδήποτε ερωμένη πολιτικού ανδρός, όπου εκθέτει και τον εαυτό της –προφανώς τα υψηλά έσοδα από κάτι τέτοιο υπερβαίνουν προσωπικές ευαισθησίες–, δεν αποτελεί από μόνο του πολιτικό γεγονός, ούτε καν επικοινωνιακό του μεγέθους το οποίο πήρε η έκδοση του βιβλίου της Τριρβελέρ. Είναι η ένδεια της ίδιας της πολιτικής σε ιδέες και αποφάσεις, που στρέφει την προσοχή από το μέλλον στο φαντασμαγορικό παρόν.