Πολιτική «περιτυλίγματος»

Χρίστος Αλεξόπουλος 01 Απρ 2018

Παρά την βαθύτατη και πολυδιάστατη κρίση, που αντιμετωπίζει η ελληνική κοινωνία, τόσο οι πολίτες όσο και το πολιτικό σύστημα είναι ακόμη δέσμιοι της πολιτικής «περιτυλίγματος», η οποία δεν υπερβαίνει τα όρια της πολιτικολογίας και των γενικόλογων και μη συγκεκριμένων προγραμματικών δεσμεύσεων, ενώ ταυτοχρόνως εξαντλείται σε ατέρμονες και κουραστικές κρίσεις σχετικά με την ικανότητα των αντιπάλων να διαχειρισθούν την κυβερνητική εξουσία.

Το περίεργο δε είναι, ότι κόμματα και πολιτικό προσωπικό δεν κάνουν αυτοκριτική, ούτε αναζητούν τα αίτια της αρνητικής πορείας της χώρας, ακόμη και εάν έχουν συμβάλλει σε αυτήν, επειδή ανέλαβαν την ευθύνη διακυβέρνησης στο παρελθόν. Στην Ελλάδα κυριαρχεί η λογική του «αποδιοπομπαίου τράγου», ο οποίος παίρνει «σάρκα και οστά» πάντα στο «πρόσωπο» του αντιπάλου.

Τα αίτια για αυτή την κατάσταση του πολιτικού συστήματος δυστυχώς δεν αναζητούνται και πολύ περισσότερο δεν συνειδητοποιούνται.

Κατ’ αρχήν τα κόμματα λειτουργούν στατικά, χωρίς να προσαρμόζουν τα δομικά τους χαρακτηριστικά στις ανάγκες, που δρομολογεί η δυναμική της εξέλιξης όχι μόνο σε εθνικό αλλά και σε ευρωπαϊκό και παγκόσμιο επίπεδο.

Δεν συνειδητοποιείται, ότι πρέπει άμεσα να γίνουν ριζικές αλλαγές και μεταρρυθμίσεις, οι οποίες θα φθάνουν μέχρι και στα ποιοτικά χαρακτηριστικά, που πρέπει να έχουν αυτοί, που ασχολούνται με την πολιτική διαχείριση του παρόντος στην προβολή του στο μέλλον.

Πολύ αντιπροσωπευτικό παράδειγμα είναι η διαμόρφωση πολιτικών προγραμμάτων, τα οποία εγκρίνονται σε συνεδριακές διαδικασίες. Αναλαμβάνει μια ομάδα την επεξεργασία μιας πρότασης, η οποία κατατίθεται στο συνέδριο για έγκριση, συνεπικουρούμενη πιθανόν από υποομάδες αρμόδιες για τις επιμέρους θεματικές, στις οποίες συμμετέχουν άτομα με κριτήριο το ενδιαφέρον τους για το αντικείμενο της ομάδας επιλογής τους.

Η ομάδα επεξεργασίας του προγράμματος συνήθως δεν καλύπτει το σύνολο των επιστημονικών οπτικών, οι οποίες είναι απαραίτητες για την διαμόρφωση μιας πρότασης, που θα καλύπτει όλους τους τομείς κοινωνικής δραστηριοποίησης ως αυτόνομα πεδία μεν, τα οποία συνθέτουν τις παραμέτρους της ποιότητας ζωής των πολιτών, αλλά με στενή και αλληλοεξαρτώμενη σχέση μεταξύ τους.

Στο πλαίσιο του συστημικού πραγματισμού η ποιότητα ζωής κρίνεται με βάση τις δυνατότητες του ατόμου για κατανάλωση και όχι ανάλογα με το περιεχόμενο της βίωσης και την συμβολή του στην αποκατάσταση λειτουργικών ισορροπιών μεταξύ των διαφόρων οπτικών, με τις οποίες προσεγγίζει ο πολίτης την πραγματικότητα (συναισθηματική, αξιακή, υλική ευημερία κ.λ.π.).

Γι’ αυτό δεν γίνεται συνεχής ανάλυση της δυναμικής, που αναπτύσσει η κοινωνία και των επιπτώσεων, που έχει στη ζωή των πολιτών. Αντικείμενο πολιτικής διαχείρισης γίνεται μόνο

ό,τι λειτουργεί ως οικονομική παράμετρος. Αυτό διαπιστώνεται σε όλους τους τομείς, ακόμη και στον πολιτισμό.

Το πολιτικό ενδιαφέρον, το οποίο αποτυπώνεται στα προγράμματα των κομμάτων, επικεντρώνεται στην οικονομική αξιοποίηση των πολιτισμικών προϊόντων, τα οποία απέκτησαν μνημειακές διαστάσεις. Ουσιαστικά η πολιτική στόχευση εξαντλείται στην οικονομική τους εκμετάλλευση κυρίως στο πλαίσιο του τουρισμού.

Το πολιτικό σύστημα, το οποίο ομνύει στην διατήρηση της εθνικής ταυτότητας των Ελλήνων, δεν ενδιαφέρεται ούτε πληροί και τις προϋποθέσεις για να ασχοληθεί με το μεγάλο σύγχρονο πρόβλημα της αδυναμίας παραγωγής πολιτισμού και την ανεπάρκεια της κοινωνίας να επεξεργασθεί και να μετεξελίξει την πλούσια πολιτισμική κληρονομιά.

Και αυτό δεν έχει την έννοια της εθνικιστικής προσέγγισης της πραγματικότητας, αλλά εκφράζει την αναγκαιότητα να συνεχίσει να υφίσταται η πολυπολιτισμικότητα και να μην χαθεί κάτω από το βάρος της παγκοσμιοποίησης, η οποία, με τον τρόπο που γίνεται, ισοπεδώνει την πολιτισμική ταυτότητα των κοινωνιών.

Ιδιαιτέρως για την ελληνική πραγματικότητα ο κίνδυνος είναι ακόμη μεγαλύτερος, διότι σε συνδυασμό με την ταχύτατη γήρανση της κοινωνίας απειλείται η βιωσιμότητα της.

Η επίκληση του πλούσιου ιστορικού παρελθόντος δεν λύνει το πρόβλημα, το οποίο στη ροή του χρόνου θα μεγενθύνεται.

Εκείνο, που χρειάζεται άμεσα στο πλαίσιο της αναζήτησης διεξόδου, είναι η απαλλαγή των πολιτών από την λογική του καταναλωτή πολιτικών αυταπατών και η διαμόρφωση σύγχρονων πολιτικών σχηματισμών, οι οποίοι δεν θα είναι δέσμιοι των παθογενειών του παρελθόντος και της αναχρονιστικής προσέγγισης της πολιτικής λειτουργίας, που αυτές συνεπάγονται.

Φαίνεται όμως, ότι αυτό δεν είναι εύκολο για το υπάρχον πολιτικό σύστημα, ακόμη και όταν γίνεται προσπάθεια επανεκκίνησης από ορισμένα σχήματα, που ακολούθησαν καθοδική πορεία ή δεν μπόρεσαν να αποτελέσουν εναλλακτικές πολιτικές προτάσεις στο παρελθόν.

Η σύνθετη πραγματικότητα δεν είναι διαχειρίσιμη, εάν το πολιτικό σύστημα δεν αποκτήσει σύγχρονο τρόπο σκέψης, λειτουργικές οργανωτικές δομές και πολιτικό προσωπικό, το οποίο είναι σε θέση να σχεδιάσει με τα απαραίτητα μεθοδολογικά εργαλεία μακροπρόθεσμη ρεαλιστική πολιτική, ενώ θα έχει την δύναμη να συγκρουσθεί με την κοινωνική παρακμή.

Αυτό σημαίνει, ότι δεν έχουν μέλλον προσπάθειες ίδρυσης πολιτικών φορέων, οι οποίες ασχολούνται κυρίως με το πολιτικό «περιτύλιγμα», διότι το προγραμματικό περιεχόμενο δεν στηρίζεται στην ανάλυση της πραγματικότητας σε όλες της τις διαστάσεις, τον σχεδιασμό ρεαλιστικής μακροπρόθεσμης πολιτικής με μεσοπρόθεσμους στόχους και οδικό χάρτη με συγκεκριμένο χρονοδιάγραμμα, καθώς και την δυνατότητα πολιτικής επικοινωνίας με τις δομές της κοινωνίας πολιτών, οι οποίες θα ασκήσουν κριτική εκφράζοντας ταυτοχρόνως το κοινωνικό συμφέρον.

Η κοινωνία πρέπει να λειτουργεί ως συλλογικό υποκείμενο με τις δομές, που διαθέτει και μέσα από θεσμοθετημένες διαδικασίες διαλόγου να καταθέτει την γνώμη της με την βοήθεια της επιστημονικής κοινότητας, η οποία οφείλει να αναλάβει τις ευθύνες της απέναντι στους απλούς πολίτες, ώστε να γνωρίζουν, που οδηγούν οι πολιτικές τους επιλογές.

Μέχρι τώρα αυτό δεν γίνεται. Ακόμη και στο εσωτερικό των κομμάτων τα μέλη δεν υπερβαίνουν τον ρόλο του «εργαλείου» για την νομιμοποίηση εσωτερικών συσχετισμών δύναμης.

Έχει ενδιαφέρον η συνεδριακή διαδικασία για την ίδρυση του «νέου» πολιτικού φορέα στο χώρο της Σοσιαλδημοκρατίας με την συμπόρευση κομμάτων και κινήσεων πολιτών με ανάλογες πολιτικές οπτικές.

Είναι πολύ χαρακτηριστικό, ότι κατά την διάρκεια της συζήτησης για την έγκριση του προγράμματος, το οποίο, υποτίθεται, θα δεσμεύσει τις ζωές των πολιτών, εάν κληθεί ο φορέας να κυβερνήσει, δεν έγινε επαρκής χρονικά συστηματικός (σε επιμέρους ομάδες με ανάλογη με το θέμα ειδίκευση και διεπιστημονική σύνθεση) και διεξοδικός διάλογος, ο οποίος θα οδηγήσει στην έγκριση του προτεινόμενου σχεδίου και στην συνειδητοποίηση των επιπτώσεων του σε βάθος χρόνου.

Επίσης δεν έγινε πολυδιάστατη προσέγγιση της πραγματικότητας. Παράδειγμα, εκτός από τον πολιτισμό, είναι και ο τομέας της υγείας. Δεν εξετάζεται σε σχέση με το ασφαλιστικό σύστημα και την χρηματοδότηση του, για να διασφαλισθεί η βιωσιμότητα του στο μέλλον, όταν είναι σίγουρο, ότι θα μειώνονται οι θέσεις εργασίας λόγω της αξιοποίησης της τεχνητής νοημοσύνης. Επίσης δεν εξετάζεται η σχέση της υγείας με το περιβάλλον και τις επιπτώσεις, που έχει σε αυτήν η ατμοσφαιρική ρύπανση και όχι μόνο, ώστε να δοθούν συνολικές λύσεις.

Πιο συγκεκριμένα ακόμη, δεν λαμβάνονται υπόψη οι πιθανές επιπτώσεις στην ανθρώπινη υγεία από την καταστροφή των περιαστικών δασών σε συνδυσμό με την επιβαρυμένη ατμόσφαιρα στις πόλεις.

Η υγεία δεν εξαρτάται μόνο από τις ιατρικές υπηρεσίες, που παρέχουν οι νοσοκομειακές μονάδες. Είναι και η ποιότητα ζωής βασική παράμετρος της.

Οι σύνεδροι είναι το απαραίτητο νομιμοποιητικό εργαλείο (δεν είναι τυχαίο, ότι πριν από την ίδρυση του κόμματος εξελέγη πρόεδρος ή ο διορισμός των μελών της Κεντρικής Επιτροπής γίνεται με πρόταση των φορέων, που συμμετέχουν). Μετά την ολοκλήρωση των εργασιών του συνεδρίου, δηλαδή της πολιτικολογίας, θα μεταβούν στις οργανώσεις αναφοράς τους, χωρίς να είναι σε θέση να γνωστοποιήσουν και να εξηγήσουν την προτεινόμενη πορεία με συγκεκριμένη περιγραφή των «βημάτων», το χρονοδιάγραμμα, τους μεσοπρόθεσμους και μακροπρόθεσμους στόχους, την κοστολόγηση και τις επιπτώσεις στα διάφορα κοινωνικά συστήματα, από το εργασιακό μέχρι το ασφαλιστικό. Απλά θα αναπαράγουν την πολιτικολογία στο επίπεδο της κομματικής βάσης και σε ένα τμήμα της κοινωνίας.

Γι` αυτό είναι ερμηνεύσιμα τα «συναισθηματικά χάδια», που μοιράζουν απλόχερα κόμματα και πολιτικό προσωπικό στις διάφορες κοινωνικές ομάδες, αφού τα προγράμματα δεν στηρίζονται στην ανάλυση της πραγματικότητας στη δυναμική προβολή της στο μέλλον, ενώ ταυτοχρόνως αντιμετωπίζουν το κοινωνικό γίγνεσθαι στους διάφορους τομείς δραστηριοποίησης αποσπασματικά και χωρίς σύνδεση με την γενικότερη πορεία της χώρας (π.χ. ο σχεδιασμός στον τομέα του πολιτισμού).

Οι καιροί είναι δύσκολοι και χρειάζονται διαφορετική αντιμετώπιση, η οποία, όπως φαίνεται, υπερβαίνει τα όρια της ακολουθούμενης πολιτικής πρακτικής.

Η πολιτική «περιτυλίγματος» σίγουρα δεν αποτελεί λύση, καλλιεργεί μόνο αυταπάτες.