Πολιτική Παραγραφή, Ιστορική Μνήμη και Λήθη: Υλικό για μια Θεωρία του Ευρωπαϊκού Πατριωτισμού

Κώστας Σοφούλης 05 Φεβ 2019

Αν κρίνω από το περιεχόμενο πολλών σχολίων από εκείνα που έφτασαν σε μένα, το πρόσφατο κείμενό μου για τη ιστορική οπτική της «παραγραφής» σε σχέση με τις Γερμανικές πολεμικές επανορθώσεις, αποκάλυψε μια ενδιαφέρουσα υπόθεση εργασίας για την εννοιολόγηση του  Πατριωτισμού σε νέες ανθρωπογεωγραφικές συνθήκες. Γράφοντας, όμως, τότε εκείνο το κείμενο εγώ είχα κατά νου μόνο μια σχετικά αδιαμόρφωτη αντίληψη για την έννοια ενός Ευρωπαϊκού Πατριωτισμού και δεν σκόπευα να επεκταθώ σε γενικότερα συναφή ζητήματα. Ευκαιρίας δοθείσης, λοιπόν, και για να ξεκαθαρίσουμε τις έννοιες με τις οποίες μπλέξαμε, ας πάμε λίγο βαθύτερα στο πολιτικό ζήτημα που έθεσα με την αναφορά μου στην παραγραφή, δηλαδή, το ζήτημα που προκύπτει όταν επεκτείνουμε την έννοια της παραγραφής στην διαμόρφωση πολιτικών θέσεων. Έτσι θα μπορεί να κριθεί και η σημασία της οπτικής μου πάνω στο συγκεκριμένο ζήτημα των πολεμικών επανορθώσεων, καθώς επίσης και  το ευρύτερο ζήτημα, που αναφέρεται στη διαδικασία γένεσης του, κατ’ ευχή αναμενόμενου, «ευρωπαϊκού πατριωτισμού». Θα δούμε παρακάτω, πως εύκολα τα δύο αυτά θέματα συσχετίζονται.

Η παραγραφή ενός δικαιώματος ή ενός αδικήματος δεν συνεπάγεται, κατά λογική αναγκαιότητα, και την απάλειψη της  μνήμης του γεγονότος. Τα ίδια τα έθνη, άλλωστε, φιλτράρουν συστηματικά και ακατάπαυστα τις κοινές μνήμες του παρελθόντος τους, άλλοτε για να «διδαχτούν από τα σφάλματα του παρελθόντος» και άλλοτε για να συγκροτήσουν τα θεμέλια της αυτάρεσκης «ανωτερότητάς» τους που είναι όρος απαραίτητος για την σύλληψη της «ταυτότητας που αξίζει» για να διατηρήσει  την αίσθηση του ανήκειν. Στη μνήμη τους, όμως, δια μέσου της Ιστορίας, όλα μένουν καταγεγραμμένα και «έτοιμα να ανασυρθούν για κάθε χρήση». Με άλλα λόγια, τα ίδια τα έθνη ως φαντασιακές κοινότητες (Anderson) άλλοτε παραγράφουν  και άλλοτε εγγράφουν γεγονότα της ιστορίας που χρειάζονται για να κτίσουν το εθνικό τους αφήγημα αλλά δεν μπορούν να σβήσουν τίποτα από τις Ιστορικές Δέλτους.

Στην εργαλειακή αυτή τέχνη για την κατασκευή πολιτισμικών προτύπων, η Ελληνική ιντελιγκέντσια έχει διαπρέψει κατά τους δύο τελευταίους αιώνες, και έχει συναγωνιστεί επάξια άλλους Ευρωπαϊκούς λαούς με έντονο εθνικό αφήγημα (ίδε π.χ. το γερμανογαλλικό διάλογο που είχε εγκαινιάσει ο Tomas Mann στις αρχές του περασμένου Αιώνα).

Όταν, λοιπόν, αναφέρθηκα στην πολιτική διάσταση της παραγραφής, δεν έκανα τίποτα λιγότερο από το να παραπέμψω σιωπηρά στην καλά πλέον θεμελιωμένη θεωρία της ιστορικής μνήμης και λήθης, εξυπονοώντας, ότι  η σοφία του Ρωμαϊκού Δικαίου, είχε ήδη προσφέρει ένα γερό θεμέλιο για τα όσα σήμερα προσφέρει η θεωρία της Ιστορίας στην υπόθεση της θεμελίωσης πολιτικών σχέσεων ανάμεσα σε κοινωνίες που θέλουν να εγκαταλείψουν την συγκρουσιακή οντολογία τους για να περάσουν σε ευρύτερα σχήματα ειρηνικής συνεργασίας.

Δεν πρόκειται για κάτι το παράξενο. Μήπως έτσι δεν δημιουργήθηκαν οι εθνικές οντότητες, χτισμένες πάνω στη λήθη φυλετικών και φατριακών συγκρούσεων κατ’ αρχήν, ώστε να ελευθερώσουν χώρο για την ανάπτυξη συνεργειών που οδήγησαν στην υποστασιοποίηση της έννοιας του έθνους; Είναι φανερό ότι η δημιουργία του έθνους έδωσε νέες διαστάσεις στην έννοια του πατριωτισμού. Τώρα, όμως, η πρόοδος απαιτεί την συγκρότηση ενός πατριωτισμού που θα είναι κοινός τόπος και τομή πολλών εθνικοτήτων. Τουλάχιστο για όσο χρόνο χρειάζεται για να «χωνέψουν» οι εθνότητες σε μια νέα «φαντασιακή κοινωνία» που, για να είμαστε ειλικρινείς, δεν ξέρουμε προσώρας τι ακριβώς θα είναι, όσο και να την φαντασιωνόμαστε ή, ενδεχομένως την σχεδιάζουμε.

Όμως, όταν αναφέρθηκα στην παραγραφή και την επέκταση της στο διεθνές δίκαιο, εννοούσα ότι η τέτοια χρήση της προφανώς και ταυτίζεται με τις πολιτισμικές διεργασίες της συλλογικής μνήμης και λήθης. Εδώ, όμως, πρόκειται για πρόταση θεσμικής παρέμβασης που θα καταγραφεί στο κεκτημένο του διεθνούς δικαίου. Με αυτόν τον τρόπο νομίζω, ότι η έννοια της παραγραφής θα χρησιμοποιηθεί ως θεσμικό εργαλείο διαμόρφωσης ευρύτερων υπερεθνικών σχημάτων κρατικής συγκρότησης. Κάπως ρομαντικά θα έλεγα, ότι με θεσμικά περιγεγραμμένα «τα μίση και τα πάθη» ανάμεσα στα έθνη της γηραιάς ηπείρου, η συγκρότηση ενός υπερεθνικού πατριωτισμού θα καταστεί ρεαλιστικό ενδεχόμενο. Για παράδειγμα, η πορεία προς μια Ενωμένη Ευρωπαϊκή Πολιτεία που δεν μπορεί να στηριχθεί στον παραδοσιακό εθνικισμό, θα μπορέσει τελικά να οδηγήσει σε αποτέλεσμα μέσα από τον δρόμο του ευρωπαϊκού πατριωτισμού, με καλλίτερα ίσως σχεδιασμένο τρόπο σε σχέση ακόμη και τον Ιστορικό πρότυπο των ΗΠΑ.

Όσο και αν βασανίζω το νου μου και την βιβλιογραφική μου βάση δεδομένων, δεν βρίσκω γενετική μέθοδο για την συγκρότηση του επιθυμητού Ευρωπαϊκού Πατριωτισμού, άλλη από κάποια παραλλαγή της τετριμμένης οδού της εθνογένεσης: Δηλαδή, την τελεολογική, την σκόπιμη διαχείριση του εργαλείου φιλτραρίσματος και ιδεολογικοποίησης της ιστορικής μνήμης των πληθυσμών που θα συγκροτήσουν τη Ευρωπαϊκή Πατρίδα. Πάνω σε αυτή την φαντασιακή, εν τέλει, κατασκευή μπορεί  να θεμελιωθεί η εξουσία μιας κρατικής οντότητας. Όπως και στην ιστορία της εθνογένεσης, έτσι και αυτή τη φορά ο δρόμος προς την δημιουργία ενός ευρωπαϊκού έθνους, καλό είναι να περάσει  από τη φάση του Ευρωπαϊκού Πατριωτισμού.

Σε μια σύνοψη των σχετικών «Ανοικτών Ακαδημαϊκών Μαθημάτων του στο ΕΚΠΑ, πολύ χρήσιμη για τον ανειδίκευτο αναγνώστη, ο Αντώνης Λιάκος  σημειώνει : «Η καλλιέργεια της μνήμης ή της λήθης είναι προφανώς ένα ζήτημα ηθικό, πολιτικό και βέβαια ιστορικό.  Όσο κι αν φαίνεται παράξενο, ο λόγος περί μνήμης απέκτησε ένταση και πυκνότητα τις τελευταίες δεκαετίες συνοδεύοντας το πρακτικό και θεωρητικό ενδιαφέρον για τις ταυτότητες.  Η μνήμη θεωρείται ο πυρήνας της ταυτότητας». Κατά την άποψή μου, επομένως, η θέση αυτή του Λιάκου, που άλλωστε είναι ήδη γενικά παραδεκτή, μπορεί να ερμηνευθεί και ως μια σαφής  μεθοδολογική οδηγία, για το πώς πρέπει να εντάξουμε το ζήτημα του Ευρωπαϊκού Πατριωτισμού στην τρέχουσα πολιτική ατζέντα: Πρόκειται για εγχείρημα κατασκευής μιας ακόμη ταυτότητας, εκείνης του Ευρωπαίου, με ευρωπαϊκό γεωγραφικό προσδιορισμό, τη φορά αυτή.

Για την κατασκευή μιας τέτοιας ταυτότητας το πρώτο που έχουν να κάνουν τα υποκείμενά της, είναι να ξεκαθαρίσουν ποιες μνήμες θέλουν κατοχυρώσουν και ποιες να τις εξουδετερώσουν με μια γενναία πράξη της πολιτικής λήθης τους. Σε αυτή την οδυνηρή διαδικασία, η πρακτική της παραγραφής μπορεί να παίξει σπουδαίο ρόλο.

Οι μνήμες, ατομικές η συλλογικές δύσκολα και σπάνια πράγματι εξαφανίζονται. Η ολοκληρωμένη λήθη είναι στοιχείο ψυχολογικής παθογένειας. Όμως, στα πλαίσια μιας ταυτότητας μπορεί κάλλιστα να «παραγραφούν» δηλαδή να εκβληθούν συμφωνημένα από τον λογαριασμό που στηρίζει μια νέα ταυτότητα ως έκφραση κοινού συμφέροντος. (Είναι αυτό ακριβώς που έλλειψε στην περίπτωση του δικού μας χειρισμού που επιφυλάξαμε στη λήθη του εμφυλίου πολέμου: Η λήθη κηρύχτηκε μονομερώς και ποτέ τα δύο στρατόπεδα δεν αισθάνθηκαν την ανάγκη να συμφωνήσουν πάνω στο εξυπονοούμενο κοινό συμφέρον).

Ο δρόμος για την συγκρότηση του Ευρωπαϊκού Πατριωτισμού, έχει χαραχθεί ευτυχώς εδώ και αιώνες. Είναι σημαντικό να έχουμε «προϊστορία¨. Οι δικές μας γενιές πρέπει  τώρα να τον ασφαλτοστρώσουν και να τον ενισχύσουν με τα απαραίτητα «τεχνικά έργα». Είμαστε τυχεροί, που, εν πάση περιπτώσει, παραμένει χρήσιμο και διδακτικό για εμάς τους «επιγόνους» το γεγονός, ότι από τους πρόγονους/φιλοσόφους της Ευρωπαϊκής Ιδέας μέχρι τους  αρχιτέκτονες της πρώτης εφαρμογής της (ΕΚΑΧ, ΕΕ) η διαχείριση της ιστορικής μνήμης και λήθης αποτέλεσε βασικό στοιχείο της εργαλειοθήκης τους. Καντ και Τσβάιχ, για παράδειγμα, έστω και από διαφορετική οπτική γωνία, στην ουσία θεμελιώνουν την πρότασή τους για μια Ευρωπαϊκή πατρίδα,  πάνω σε ένα στοχαστικό  φιλτράρισμα της μνήμης και λήθης των ευρωπαϊκών λαών που διασφαλίζει πρωτευόντως την ειρήνη. Ίσως εμείς σήμερα θα χρειαστεί να διευρύνουμε τη βάση της Ειρήνης και στο κοινωνικό επίπεδο, με εργαλείο την κοινοτική αλληλεγγύη που χρειάζεται για να θέτει όρια στο συγκρουσιακό στοιχείο του ανταγωνισμού. Ας θυμηθούμε ότι ο Στέφαν Τσβάιχ (Έκκληση προς τους Ευρωπαίους), πιονέρος της ευρωπαϊκής ιδέας, μιλά από την εποχή του ήδη, για την ειρήνη, για τη διατήρηση και την πρόοδο του ευρωπαϊκού πολιτισμού, για την «αποτοξίνωση» από το δηλητήριο του εθνικισμού.

Καιρός να κάνουμε κι εμείς το μερίδιό μας, στα πλαίσια πλέον της νέας εποχής της Παγκοσμιοποίησης.