Πολιτική ολοκλήρωση και δημοκρατική νομιμοποίηση

Νίκος Μπίστης 14 Νοε 2012

* Η συζήτηση για την ευρωπαϊκή ολοκλήρωση ποτέ δεν ήταν πιο επίκαιρη για τις ηγεσίες και πιο απωθητική, ταυτόχρονα, για τους λαούς της Ευρώπης.

Η κρίση που άρχισε να γίνεται αντιληπτή πριν από 5 χρόνια, έξω από τις καθαρά οικονομικές τεχνικές για την αντιμετώπιση της, άνοιξε και την συζήτηση σε ζητήματα βαθύτατα υπαρξιακά. Το νέο παραγωγικό μοντέλο της Ευρώπης δεν μπορεί να συζητηθεί αυτόνομα από το «για ποια Ευρώπη». Το «για ποια Ευρώπη» συνδέεται άμεσα με το θέμα της διακυβέρνησης και των θεσμών και αυτό με την σειρά του αναπόφευκτα μας οδηγεί στο αν θέλουμε ή όχι την ομοσπονδοποιήση και στο τι εναλλακτικές λύσεις έχουμε μπροστά μας.

Η αλήθεια είναι ότι η προοπτική της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης ατόνησε, την στιγμή ακριβώς που έπρεπε να ενταθεί δηλαδή αμέσως μετά την κυκλοφορία του ευρώ. Το νέο και δυνατό στην παγκόσμια αγορά νομισμα, δημιούργησε ευωχία στις ηγεσίες και εφησυχασμό. Το αποτέλεσμα, εδώ στην Ελλάδα πρωτίστως αλλά και σε όλο τον ευρωπαϊκό νότο το βιώνουμε με ένα τραγικό τρόπο. Αλλά και όλη η Ευρώπη πληρώνει τις συνέπειες.

Τώρα γίνεται αντιληπτό το κενό της ενιαίας διακυβέρνησης από τις ηγεσίες, τώρα το θέμα έρχεται και επανέρχεται στις συζητήσεις των ευρωπαϊκών φόρουμ και ινστιτούτων, τώρα μπαίνει στο περιθώριο των συζητήσεων για την αντιμετώπιση της κρίσης, τώρα το ακούμε όλο και πιο συχνά από τους ευρωπαίους κυβερνώντες. Όμως έχει χαθεί πολύτιμος χρόνος. Η ευρωπαϊκή ενοποίηση από επιθετική πολιτική μετατρέπεται σταδιακά σε αμυντικό μηχανισμό και αυτό δεν δείχνει να είναι καλό.

Υπάρχει όμως και μια άλλη διάσταση: την στιγμή που οι ηγεσίες συγκλίνουν, οι λαοί αποκλίνουν. Οι μετρήσεις της κοινής γνώμης δείχνουν ότι οι ευρωπαϊκοί λαοί είναι βαθύτατα διχασμένοι. Με περισσή ευκολία ο ένας στους δύο Γερμανούς και ο ένας στους τρεις Γάλλους, απαντά ότι δεν θέλει την Ελλάδα στην Ευρώπη. Αλλά και για Πορτογάλους και Ισπανούς, τα δάχτυλα, είναι λιγότερα μεν, αλλά δείχνουν την πόρτα της εξόδου δε. Εκ διαμέτρου αντίθετες τάσεις διαμορφώνονται στον νότο με τους Γερμανούς να αναδεικνύονται στους πλέον αντιπαθητικούς ευρωπαίους και συχνά να εμφανίζονται κακοήθη σχόλια και γελοιογραφίες που ταυτίζουν την σημερινή γερμανική ηγεσία με τους ναζί. Όλα αυτά συνιστούν ανιστόρητες και επικίνδυνες τάσεις μέσα στην ευρωπαϊκή οικογένεια.

Εύλογα λοιπόν διαμορφώνεται το ερώτημα: πόσο δημοκρατικά νομιμοποιημένη είναι η ευρωπαϊκή ενοποίηση; Με ποιο τρόπο και τι ακριβώς θα απαντούσαν οι ευρωπαίοι πολίτες σε ένα πανευρωπαϊκό δημοψήφισμα απαντώντας στο σχετικό ερώτημα ; Τι φταίει γι’ αυτό; Και ενώ τα δύο πρώτα ερωτήματα δεν μπορούν να απαντηθούν με σαφήνεια, στο τρίτο θα πρέπει να σταθούμε και να προσπαθήσουμε να το διερευνήσουμε. Θα το κάνω στο βαθμό που μπορώ και με τον δικό μου τρόπο.

Στο σημείο αυτό θα μου συγχωρήσετε μια δεύτερη ανάγνωση σε ιστορικά γεγονότα, γνωστά σε όλους μας, για να μπορέσουμε να πιάσουμε το πρόβλημα από την αρχή. Η συνθήκη της Ρώμης και η αρχική ΕΚΑΧ, η ΕΟΚ που ακολούθησε και η Ευρωπαϊκή Ένωση στηριχτήκαν πάνω σε οικονομικές συμφωνίες. Η ευρωπαϊκή συνοχή, η Ευρώπη της αλληλεγγύης δηλαδή, διατυπώθηκε με οικονομική ορολογία. Η ευρωπαϊκή ενοποίηση μεταφράστηκε σε κοινό νόμισμα. Η σύγκλιση ανάμεσα στους λαούς της Ευρώπης μετρήθηκε στους μισθούς των εργαζομένων. Σίγουρα αυτή είναι μια πολύ απλοποιημένη προσέγγιση που όμως θέλει να αναδείξει ότι η οικονομία, κυρίως η οικονομία είναι αυτή επάνω στην οποία εδράζει η ταυτότητα της Ευρώπης. Είναι χαρακτηριστικό ότι οι κοινωνικές πολιτικές έπονταν πάντα των οικονομικών συνθηκών και προσπαθούσαν να αμβλύνουν τις ανισότητες που αυτές προκαλούσαν.

Δεν είναι καθόλου τυχαίο ότι η μόνη Κοινή Πολιτική, απολύτως δεσμευτική για όλα τα ευρωπαϊκά κράτη, είναι η αγροτική. Την εποχή που μπήκαν οι βάσεις για την ΚΑΠ, ο αγροτικός τομέας αποτελούσε τον ακρογωνιαίο λίθο, πάνω στον οποίο στηριζόταν η ανάπτυξη της περιφέρειας. Στην πάροδο του χρόνου, οι οικονομικές μεταβλητές που καθορίζουν την περιφερειακή ανάπτυξη άλλαξαν. Υπηρεσίες όπως ο τουρισμός και οι ευκαιρίες που δημιουργούνται από τον εκμηδενισμό των αποστάσεων με την χρήση νέων τεχνολογιών, συνιστούν νέες παραμέτρους, ο αγροτικός τομέας από κυρίαρχος του παιχνιδιού γίνεται απλώς μια από τις κύριες συνιστώσες, όμως η ΚΑΠ παραμένει η μοναδική κοινή πολιτική για την ανάπτυξη της υπαίθρου απορροφώντας το 30% του κοινοτικού προϋπολογισμού. Δεν θα ήθελα να παρεξηγηθώ, δεν ζητώ την κατάργηση της, κάθε άλλο, είναι στρατηγικής σημασίας. Όμως θα ήθελα και άλλες, πολλές κοινές πολιτικές. Θα ήθελα μια Ευρώπη που να μπορεί να επικαιροποιεί τους στόχους της με μεγαλύτερη ευκολία, να χτίζει κοινές πολιτικές χωρίς γραφειοκρατικούς περιορισμούς και κυρίως να έχει ήδη βάλει στην ατζέντα της, άϋλες πολιτικές χωρίς ορατό οικονομικό υπόβαθρο.

Ας ξαναγυρίσουμε στις αρχές του 2000. Η Ευρώπη έχει μπροστά της δυο πολύ φιλόδοξους στόχους. Την οικονομική ενοποίηση και την Διεύρυνση της με 10 νέες χώρες και με 2 στον προθάλαμο, την μεγαλύτερη ιστορικά διεύρυνση που έχει γίνει ποτέ. Στην πραγματικότητα έχει δύο στόχους που κινούνται σε εκ διαμέτρου αντίθετες κατευθύνσεις. Στο αιώνιο πρόβλημα «Εμβάθυνση ή Διεύρυνση» η Ευρώπη έχει αποφασίσει να απαντήσει «και Εμβάθυνση και Διεύρυνση».

Μέχρι τότε και για πενήντα περίπου χρόνια, η πορεία της Ευρώπης, αργά και σταθερά, με κόπο, με 2 βήματα μπρος αλλά και ένα πίσω, κινούνταν στην κατεύθυνση της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης. Σε όλους είχε δημιουργηθεί η πεποίθηση, ότι αυτό ήταν απλώς ζήτημα χρόνου. Οι ευρωπαϊστές, όπως πάντα πιο βιαστικοί και επιθετικοί, οι ευρωσκεπτικιστές να επιβάλλουν τα δικά τους διαστήματα αδράνειας, αλλά αυτή είναι η Ευρώπη, έτσι προχωρούσε πάντα. Το σημείο στο οποίο ανακόπηκε αυτή η πορεία, ήταν όταν πάρθηκε η απόφαση για ένταξη σχεδόν όλων των χωρών που μέχρι τότε ονομάζαμε «ανατολικό μπλοκ». Στα θετικά στοιχεία αυτής της απόφασης μπορούμε να αναφέρουμε την γεωγραφική διεύρυνση που έφερε τα όρια της ΄Ενωσης να ταυτίζονται με τα όρια της ηπείρου καθώς και την εξάπλωση των δημοκρατικών ιδεών, διαδικασιών, θεσμών κλπ σε χώρες που είτε τις στερήθηκαν για ένα μεγάλο χρονικό διάστημα αλλά και χώρες που δεν τις είχαν ποτέ. Δεν αμφισβητώ, ότι μακροπρόθεσμα η Διεύρυνση θα έχει θετικό πρόσημο. Προφανώς και αναβαθμίζεται ο οικονομικός, πολιτικός και κοινωνικός ρόλος της Ευρώπης στο διεθνές περιβάλλον. Προφανώς, όταν διαπερνούν οι ίδιες αρχές και αξίες την ενιαία ευρωπαϊκή ήπειρο, της προσδίδουν τεράστια προστιθέμενη αξία στον παγκόσμιο χάρτη.

Όμως, η χρονική στιγμή που επιλέχθηκε για να γίνει αυτό, δεν ήταν και η πλέον κατάλληλη. Οι διευρύνσεις, ακόμα και οι μικρές δημιουργούν μια σχετική αναταραχή και αστάθεια για ένα χρονικό διάστημα. Το κοινοτικό κεκτημένο, το ευρωπαϊκό language, δεν αποκτώνται με το πάτημα ενός κουμπιού. Πολύ περισσότερο όταν τα νέα κράτη, εκτός από τον μεγάλο τους αριθμό, αποδείχτηκε ότι δεν ήταν καθόλου έτοιμα για την μετάβαση από ένα υπερεθνικό μεν αλλά συγκεντρωτικό και της μιας Αρχής σύστημα, σε ένα άλλο σύστημα υπερεθνικό και πάλι αλλά που λειτουργούσε με τις αρχές της ισότητας, της αλληλεγγύης και συναπόφασης. Η στάση τους στον πόλεμο του Ιράκ που σχεδόν συνέπεσε με την ένταξη τους, το απέδειξε. Θα διακινδυνεύσω να διατυπώσω την αιρετική άποψη, ότι χρειαζόταν να αφιερώσουν λίγο περισσότερο καιρό για να χτίσουν την δική τους εθνική ταυτότητα, πριν τεθούν αμέσως σε ένα υπερεθνικό σύστημα, πολύ διαφορετικά όμως δομημένο από αυτό που μέχρι τότε είχαν βιώσει. Η ανάγκη τους για καθεστωτική προστασία και οικονομική ασφάλεια, ήταν οι κύριες προωθητικές δυνάμεις. Η ευρωπαϊκή ολοκλήρωση δεν τους ενδιέφερε άμεσα τουλάχιστον. Η πολυφωνία στα ευρωπαϊκά όργανα μας γύρισε πολύ πίσω, η διαδικασία στη λήψη αποφάσεων έγινε εξαιρετικά δύσκολη και χρονοβόρα, η διακυβέρνηση επανήλθε δυναμικά και οι ευρωσκεπτικιστές άρχισαν και πάλι να κερδίζουν έδαφος και να ενισχύεται ο εθνοκεντρισμός.

Και όλα αυτά συνέβαιναν σε μια εποχή, που μας χρειαζόταν περισσότερο από ποτέ να προχωρήσουμε μπροστά. Το ενιαίο νόμισμα, η κοινή δηλαδή οικονομική πολιτική απαιτούσαν η συζήτηση της επόμενης μέρας να επικεντρωθεί στην κοινή φορολογική πολιτική, στον οικονομικό έλεγχο των επιμέρους προϋπολογισμών σε όλα αυτά δηλαδή που συζητούμε μετά από δέκα χρόνια αδράνειας και κάτω από την πίεση μια οικονομικής κρίσης που απειλεί να τινάξει στον αέρα το ευρωπαϊκό εποικοδόμημα. Αλλά και πέρα από τις στενά οικονομικού ενδιαφέροντος συζητήσεις, δεν θα έπρεπε στο διάστημα αυτό να επεκταθούμε και σε τομείς όπως είναι μία πιο ενιαία εκπαιδευτική πολιτική και η κοινή πολιτική πολιτισμού; Γιατί δεν μπορώ να φανταστώ, κανένα άλλο τρόπο για να δημιουργήσουμε την ενιαία ευρωπαϊκή ταυτότητα, γιατί αυτό είναι που μας λείπει περισσότερο από ποτέ.

Σε ένα κείμενο του Γιούργκεν Χαμπερμας που απαντά στο ερώτημα: γιατί πρέπει να εμμένουμε στην στήριξη της Ευρωπαϊκής Ένωσης, στοχεύοντας μάλιστα σε μια ολοκληρωμένη πολιτική ενοποίηση, όταν το κίνητρο, η αποτροπή δηλαδή ενός πολέμου στην Ευρώπη έχει ξεθωριάσει, υποστηρίζει –και σωστά- ότι ο δεξιός λαϊκισμός φιλοτεχνεί την καρικατούρα εθνικών συλλογικών υποκειμένων που μπλοκάρουν μια υπερεθνική δημοκρατική διαμόρφωση βούλησης. Μετά από μισό αιώνα μετανάστευσης, τα ευρωπαϊκά κράτη-έθνη είναι, δεδομένου του αυξανόμενου εθνοτικού, γλωσσικού και θρησκευτικού πλουραλισμού τους, κάθε άλλο παρά πολιτιστικά ομοιογενείς ενότητες. Το ιντερνετ και ο μαζικός τουρισμός καθιστούν επίσης πιο διαπερατά τα εθνικά σύνορα. …Αυτό μπορεί να εμπεδωθεί μόνο στο πλαίσιο μιας κοινής πολιτικής κουλτούρας και αυτή δύσκολα διαμορφώνεται με δικαιικά και διοικητικά μέσα. Όμως η Ευρώπη μοιράζεται μια κοινή μοίρα. Και όσο περισσότερο συνειδητοποιούν οι λαοί της Ευρώπης και αναδεικνύεται από τα Μέσα, πόσο βαθιά επιδρούν στην καθημερινότητα τους οι αποφάσεις της Ε.Ε., τόσο περισσότερο θα μεγαλώνει το ενδιαφέρον τους να κάνουν χρήση των δημοκρατικών τους δικαιωμάτων και ως πολίτες της Ένωσης» και καταλήγει, προσμετρώντας την αντίδραση των λαών στις αποφάσεις των ηγεσιών τους για την αντιμετώπιση της κρίσης γράφοντας ότι «η ανακατανομή των βαρών πέραν των εθνικών συνόρων αποφασίζεται και επιβάλλεται από τις ηγεσίες στους πολίτες, χωρίς η γνώμη των τελευταίων να μπορεί να εκφραστεί με άμεσο τρόπο και μέσα από μια συνταγματική λογική. Έτσι γινόμαστε μάρτυρες μιας παρελκυστικής τακτικής από την πλευρά των κυβερνήσεων –σε εμβληματική μορφή της οποίας έχει αναδειχτεί η Γερμανίδα καγκελάριος- και μιας λαϊκίστικα υποδαυλιζόμενης απόρριψης του ευρωπαϊκού σχεδίου στο σύνολο του από την πλευρά των λαών».

Εδώ ανοίγεται ένα άλλο πολύ μεγάλο θέμα: πόσο καλά γνωρίζουν οι ευρωπαίοι πολίτες, σε ποιο βαθμό οι αποφάσεις της ΕΕ καθορίζουν την καθημερινή τους ζωή; Η συνθήκη Σένγκεν τους επιτρέπει να κινούνται εύκολα εντός ΕΕ χωρίς γραφειοκρατικές διατυπώσεις, το κοινό νομισμα επίσης διευκολύνει την ζωή τους, τα δίκτυα μεταφοράς κάνουν εύκολη την μετακίνηση τους αλλά αυτό το αντιλαμβάνονται μόνο αν η ταχύτητα τους επιτρέπει να δουν τις μπλε ταμπέλες του συγχρηματοδοτούμενου έργου. Η ανοιχτή ευρωπαϊκή αγορά, τους επιτρέπει να ντύνονται με το ίδιο τρόπο, το τραπέζι της οικογένειας αρχίζει σιγά σιγά να έχει μια σχετική ομοιομορφία ιδιαίτερα στις χώρες που δεν οχυρώνονται πίσω από τον σωβινισμό της εθνικής τους κουζίνας. Ακούν, βλέπουν και διαβάζουν σχεδόν τα ίδια πράγματα. Όλα αυτά δεν έχουν γίνει από μόνα τους. Είναι οι πολιτικές της Ευρωπαϊκής ‘Ένωσης, τα δίκτυα ανταλλαγών και μεταφοράς τεχνογνωσίας, που δημιούργησαν τις συνθήκες για να έχουμε αυτό το αποτέλεσμα, που καθιστούν σταδιακά του ευρωπαίους πολίτες ίσους, ομοιόμορφους με την καλή έννοια του όρου, με ενιαία κουλτούρα. Μόνο που αυτοί δεν το έχουν συνειδητοποιήσει ακόμα.

Το πιο κραυγαλέο ίσως παράδειγμα, είναι αυτό των ευρωπαίων αγροτών. Η Κοινή Αγροτική Πολιτική τους ενισχύει άμεσα και συμβάλλει στο εισόδημα τους με ποσοστό περίπου 30% ακόμα και τώρα σε εποχές δημοσιονομικής πειθαρχίας. Όμως, οι περιορισμοί που επιβάλλονται μέσα από τους κοινούς κανόνες παραγωγής πολλές φορές υπερισχύουν των οικονομικών απολαβών και οι «κακές» Βρυξέλλες αποτελούν συχνά το πεδίο των διαμαρτυριών τους.

Όλα αυτά κατατείνουν σε ένα σημείο. Στην απόσταση που χωρίζει τις ευρωπαϊκές ηγεσίες από τους λαούς της Ευρώπης. Η «γλώσσα των Βρυξελλών» δεν γίνεται κατανοητή και δικαίως. Η νομοθεσία, μετά από τόσα χρόνια, θα πρέπει να ξανακοιταχτεί και να απλοποιηθεί. Η απολύτως συνειδητή επιλογή του σώματος των «μεταφραστών», εννοώ όλους αυτούς τους συμβούλους –ιδιώτες και δημόσιους λειτουργούς- που απαιτούνται για να υπάρξει η προσέγγιση ανάμεσα σε αυτούς που αποφασίζουν και αυτούς που υλοποιούν τις ευρωπαϊκές πολιτικές, θα πρέπει σταδιακά να αρχίσει να εκλείπει. Η επικοινωνιακή πολιτική να γίνει πιο ζωντανή, να αποκτήσει νεανική ματιά επειδή εκεί θα πρέπει να απευθύνεται στους νέους. Και επιτέλους, να δείξουν οι ευρωπαϊκές ηγεσίες περισσότερη εμπιστοσύνη στους λαούς, να θεσμοθετηθεί η ιδιότητα του Ευρωπαίου Πολίτη που ακόμα και σήμερα παρεμποδίζεται από τις Ευρωπαϊκές Συνθήκες.

Η πάγια διεκδίκηση της Ευρωπαϊκής Αριστεράς για περισσότερες αρμοδιότητες στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, στην ουσία ζητά οι πολίτες να διαδραματίζουν μεγαλύτερο ρόλο στην διαδικασία λήψης αποφάσεων, μιας και αυτό είναι το μόνο θεσμικό όργανο που εκλέγεται. Ο αντίλογος, ότι δηλαδή οι εκλογές για το ευρωκοινοβούλιο διεξάγονται κάτω από την σκιά των εθνικών προβλημάτων και αποτυπώνουν στην πραγματικότητα την ευαρέσκεια ή δυσαρέσκεια των πολιτών για τις εθνικές κυβερνήσεις και κόμματα, προφανώς και ευσταθεί. Η ισορροπία βρίσκεται σε εκείνο το σημείο όπου ενημερωμένοι ευρωπαίοι πολίτες, γνωρίζουν το διακύβευμα των ευρωπαϊκών εκλογών και τις επιπτώσεις των αποτελεσμάτων στην καθημερινότητα τους. Προϋπόθεση ο προεκλογικός διάλογος να διεξάγεται σε ευρωπαϊκή ορολογία και να μην εκφυλίζεται σε αντιπαράθεση εγχώριων κομμάτων για εσωτερικά προβλήματα. Δεν είναι εύκολο όμως αξίζει τον κόπο να το προσπαθήσουμε όλοι μαζί. Ευρώπη, κράτη και πολίτες. Διότι όπως γράφει ο Χαμπερμας στο άρθρο που προανέφερα «Είναι πολύ περισσότερο αναγκαία η κοινωνικά υποσιτισμένη πολιτική συνοχή, προκειμένου η εθνική πολλαπλότητα και ο ασύγκριτος πολιτισμικός πλούτος του βιότοπου που λέγεται «Γηραιά Ήπειρος» να μπορέσουν να προστατευτούν, εν μέσω μιας ραγδαίας προελαύνουσας παγκοσμιοποίησης, από μια εντελώς διαφορετική μορφή ισοπέδωσης».

Τελειώνοντας με την περιγραφή των προβλημάτων που αποτυπώνονται στην δεδομένη στιγμή, θα προσπαθήσω να δώσω και την δική μου απάντηση στο ερώτημα «ευρωπαϊκή ενοποίηση με κάθε τρόπο; Ακόμα και ενάντια στην βούληση των λαών που απαρτίζουν την Ένωση;». Η απάντηση μου θα είναι φυσικά ένα μεγάλο ΝΑΙ που όμως από μόνο του δεν αρκεί.

Οι ευρωπαϊκές ηγεσίες, εφ’ όσον έχουν φτάσει στο σημείο να συνειδητοποιούν το κενό της ενιαίας διακυβέρνησης καθώς και τις καταστρεπτικές συνέπειες στο ενιαίο νόμισμα, θα πρέπει να προχωρήσουν άμεσα στις διαδικασίες. Κάθε μέρα που περνάει, χάνεται πολύτιμος χρόνος. Είναι σίγουρο, ότι στην προσπάθεια αυτή, οι εθνοκεντρικές δυνάμεις που έχουν αναπτυχθεί εντός Ευρώπης, ως μια διεστραμμένη απάντηση στον φόβο της παγκοσμιοποίησης και που εκφράζονται κυρίως από τα ακροδεξιά κόμματα –σε ορισμένες περιπτώσεις και η αγκυλωμένη αριστερά έχει το δικό της μερίδιο ευθύνης- θα βρίσκονται δυναμικά απέναντι. Όμως θα πρέπει να τους αγνοήσουμε, η ιστορία θα δικαιώσει την προσπάθεια.

Ταυτόχρονα, παρά τις όποιες δικαιολογημένες αντιρρήσεις, οι εξουσίες και αρμοδιότητες του Ευρωκοινοβουλίου θα πρέπει να ενισχυθούν. Είναι το μόνο εκλεγμένο όργανο, είναι η μοναδική έκφραση των λαών της Ευρώπης. Μια πρόταση που ίσως αξίζει να διερευνήσουμε ως προς την αποτελεσματικότητα της, είναι, αντί στις ευρωεκλογές να αναμετρώνται εθνικά κόμματα μεταφέροντας τις εσωτερικές παθογένειες στο ευρωπαϊκό πεδίο, να «κατεβαίνουν» οι κομματικοί σχηματισμοί έτσι όπως διαμορφώνονται ή θα διαμορφωθούν, εντός ευρωκοινοβουλίου. Θα μπορέσει έτσι να επιτευχθεί μεγαλύτερη σύγκλιση, κοινή ευρωπαϊκή ματιά, πανευρωπαϊκά προγράμματα με τον ρόλο του κράτους-μέλους συνδιαμορφωτή και όχι πρωταγωνιστή του παιχνιδιού.

Θα ήθελα να βάλω στον προβληματισμό μας, να συζητήσουμε και μια ακόμα πρόταση. Πολύ συχνά αναφερόμαστε στο έλλειμμα ευρωπαίων ηγετών. Το κενό των Κολ, Σμιτ, Μιτεράν, Ντελόρ επισημαίνεται κάθε φορά που φτάνουμε σε αδιέξοδα. Αλήθεια, τι ήταν αυτό που έκανε την προηγούμενη γενιά ηγετών, τόσο αποτελεσματική στο ευρωπαϊκό γίγνεσθαι; Κατά την προσωπική μου γνώμη, επειδή όλοι τους είχαν βιώσει τον πόλεμο σε κάποια φάση της ζωής τους, ήξεραν πολύ καλά που βρίσκεται η λύση για να μην τον ζήσουν και οι επόμενες γενιές. Είναι χαρακτηριστικό το ότι παρά την εναλλαγή στο τιμόνι της εξουσίας πολιτικών με ιδεολογικές διαφορές μεταξύ τους, ο στόχος της ενεργούς υποστήριξης της ευρωπαϊκής ιδέας παρέμενε αμετάβλητος. Το ευρώ π.χ. μπορεί να δημιουργήθηκε επί Μιτεράν, στηρίχτηκε όμως στο ευρωπαϊκό νομισματικό σύστημα που δημιούργησε ο Ζισκάρ Ντ’ Εστέν. Σήμερα παρακολουθούμε την αντίστροφη πορεία. Ηγέτες που απαρνιούνται το ίδιο τους το δημιούργημα υπό ο βάρος του πολιτικού κόστους, ευρωπαϊκές Συνθήκες που αντί να προχωρούν μπροστά, κάνουν βήματα προς τα πίσω. Τι μπορούμε να πούμε πάνω σ’ αυτό;

Εδώ κατά τη γνώμη μου είναι που θα πρέπει να γίνουν οι μεγαλύτερες τομές. Τα παιδιά μας, οι αυριανοί ευρωπαίοι πολίτες θα πρέπει να διαπαιδαγωγηθούν για να αποκτήσουν επάξια αυτήν την ταυτότητα. Το βασικότερο παιδαγωγικό εργαλείο για την διαμόρφωση της εθνικής ταυτότητας και της ιστορικής συνείδησης και κουλτούρας της νέας γενιάς, είναι τα σχολικά εγχειρίδια του μαθήματος της ιστορίας. Στην καλύτερη περίπτωση σήμερα, η γνώση του εθνικού απλώς δεν αποκλείει την γνώση της ιστορίας των άλλων. Ίσως θα έπρεπε να επιχειρηθεί η συγγραφή βιβλίων της ευρωπαϊκής ιστορίας συνολικά και με αντικειμενικό τρόπο καθώς και η ένταξη τους στο υποχρεωτικό μέρος των σχολικών προγραμμάτων. Εξ άλλου οι επιμέρους εθνικές ιστορίες των χωρών που απαρτίζουν την Ένωση, είναι σε μεγάλο βαθμό αλληλοσυνδεδεμένες και μόνο η Ελλάδα λείπει από το κάδρο για γεωγραφικούς και ιστορικούς λόγους. Ο Χέλμουτ Σμιτ, που γνωρίζει πολύ καλά ποιες θυσίες δημιούργησαν μια Ευρώπη χωρίς σύνορα, σε μια δήλωση του πριν από λίγο καρό είχε κατακεραυνώσει «όποιον θεωρεί το δικό του έθνος πιο σημαντικό από την κοινή Ευρώπη». Η εκμάθηση λοιπόν της κοινής μας ιστορίας και του κοινού μας πολιτισμού, είναι κατά την γνώμη μου ο μόνος τρόπος διαπαιδαγώγησης των ευρωπαίων πολιτών του αύριο, πολιτών που η ευρωπαϊκή τους ταυτότητα θα υπερισχύει χωρίς να καταργεί την εθνική τους συνείδηση.

Μόνο έτσι θα μπορέσουμε να διαμορφώσουμε τους νέους ευρωπαίους πολίτες, που θα ψηφίζουν στις ευρωπαϊκές εκλογές έχοντας συνείδηση του «τι Ευρώπη θέλουμε» και που ανάμεσα τους θα αναδειχτούν και οι ηγέτες του αύριο που αν και δεν θα έχουν ζήσει τις επιπτώσεις όλων αυτών που μας χώριζαν, ωστόσο θα τις γνωρίζουν και θα κατανοούν πόσο περισσότερα είναι αυτά που μας ενώνουν.

Κλείνοντας θα ήθελα να πω, ότι συνειδητά επέλεξα, να μην αναφερθώ καθόλου στο ελληνικό ζήτημα. Προφανώς και με απασχολεί, όπως και όλους τους Έλληνες, αλλά δεν μπορούμε πάντα να συμπεριφερόμαστε σαν το κέντρο του κόσμου, δεν μπορούμε ως άλλοθι να προβάλλουμε τις δικές μας ιδιαιτερότητες. Η αναφορά μου λοιπόν στο ελληνικό ζήτημα θα υποβάθμιζε την σημερινή συζήτηση αφ’ ενός αλλά και δεν θα μου επέτρεπε να αναφερθώ αναλυτικά στο πως εγώ αντιλαμβάνομαι την Ενιαία Ευρώπη. Εμμέσως όμως δίνω και την δική μου εκδοχή στην λύση της ελληνικής κρίσης, αφού αυτή κατά την γνώμη μου δεν μπορεί με κανένα τρόπο να βρεθεί παρά μόνο εντός Ευρώπης και Ευρώ.

.

Ομιλία του Νίκου Μπίστη σε εκδήλωση που οργάνωσε το Γαλλικό Ινστιτούτο στις 13 Νοεμβρίου