Η ταχύτατη εξέλιξη της ψηφιακής τεχνολογίας σε συνδυασμό με την κοινωνία του θεάματος, την μεγάλη συγκέντρωση του πληθυσμού σε μεγάλα αστικά κέντρα (με αποτέλεσμα την συρρίκνωση της δυνατότητας διαλόγου με τις διάφορες εκδοχές του πολιτικού συστήματος) και την γενίκευση της λογικής του καταναλωτισμού με βάση την εντύπωση, που προκαλεί η διαφημιστική προώθηση των προϊόντων, διαμόρφωσαν τις προϋποθέσεις για την πολιτική μαζοποίηση, δηλαδή την μετατροπή των πολιτών σε καταναλωτές πολιτικών «προϊόντων».
Αυτό επιτυγχάνεται με την άσκηση επιρροής στους πολίτες με το εργαλείο της εντύπωσης, που προκαλεί είτε ο λόγος είτε ο τρόπος παρουσίασης των κομμάτων και του πολιτικού προσωπικού, χωρίς να ενεργοποιείται ο ορθολογισμός για την εμπειρική επαλήθευση των πολιτικών εξαγγελιών ή ερμηνειών των εξελίξεων και την αναζήτηση των πιθανών αντιφάσεων του εκφερόμενου πολιτικού λόγου σε διαδικασίες διαλόγου. Με αυτό τον τρόπο αναιρείται το δικαίωμα των πολιτών να δρουν ως υποκείμενα στο πλαίσιο της δημοκρατικής λειτουργίας.
Βέβαια στην Ελλάδα το πολιτικό σύστημα δεν είναι εθισμένο στον ουσιαστικό διάλογο τόσο στο εσωτερικό του όσο και στην επικοινωνία του με τους πολίτες.
Ιδιαιτέρως σε προεκλογικές περιόδους το σημαντικό είναι η διαμόρφωση θετικού «κλίματος» με όρους διαφήμισης για την αποκόμιση εκλογικού οφέλους. Γι’ αυτό παίζουν σημαντικό ρόλο οι «εντυπώσεις», που προκαλούνται στους ψηφοφόρους και όχι η πολυδιάστατη και σε βάθος ενημέρωση για τις «προγραμματικές προτάσεις».
Εξάλλου τα κόμματα και το πολιτικό προσωπικό δεν έχουν κουλτούρα διαλόγου και πολιτικής επικοινωνίας, που απευθύνεται στην ορθολογική κρίση και προσέγγιση της πραγματικότητας. Κύριος αποδέκτης του «πολιτικού» λόγου είναι το συναίσθημα και το θυμικό. Με αυτό τον τρόπο διαμορφώνεται πιο εύκολα το επιδιωκόμενο «κλίμα» και πριμοδοτείται ο φανατισμός και η εξιδανίκευση της μελλοντικής πραγματικότητας, που υπόσχεται το κόμμα ή το πολιτικό πρόσωπο, ώστε να διασφαλίζεται η επιδιωκόμενη πολιτική στάση των πολιτών, χωρίς να ενεργοποιείται ο ορθολογισμός και να τίθενται «επικίνδυνα» ερωτήματα σε σχέση με το πραγματοποιήσιμο των εξαγγελιών.
Γι’ αυτό και ο δημόσιος λόγος εξαντλεί τα όρια του στην ηθικολογική προσέγγιση των αντιπάλων κομμάτων και πολιτικών προσώπων. Δεν είναι τυχαία η χρήση επιθετικών προσδιορισμών (π.χ. ανίκανος, ψεύτης, μη έντιμος, ενδοτικός κ.λ.π.) με στόχο την φθορά και την υποβάθμιση των αντιπάλων.
Με αυτό τον τρόπο βέβαια δεν καλλιεργείται η δημοκρατική συνείδηση και κουλτούρα. Γι’ αυτό δεν αναπτύσσεται η λογική της έκφρασης της κοινωνικής πλειοψηφίας στο επίπεδο της διακυβέρνησης, αλλά η κομματική εκλογική επιτυχία και η ανάληψη της διαχείρισης της κυβερνητικής εξουσίας. Εκεί εξαντλούνται τα όρια της δημοκρατίας τόσο για το πολιτικό σύστημα όσο και για τους πολίτες.
Οι εκλογές δεν λειτουργούν ως μέσο για την έκφραση και πραγμάτωση του κοινωνικού συμφέροντος, οπότε η κοινωνική πλειοψηφία δεν ενδιαφέρει ως κριτήριο για την συγκρότηση της κυβέρνησης. Εξάλλου ούτε και οι πολίτες λειτουργούν με αυτή την λογική. Το πελατειακό σύστημα έχει υποκαταστήσει το κοινωνικό συμφέρον, ενώ η κοινωνία δεν διαθέτει δυναμικές κοινωνικές δομές (κοινωνία πολιτών), οι οποίες θα το διαμορφώσουν και θα το εκφράσουν.
Γι’ αυτό στο πολιτικό γίγνεσθαι και ειδικότερα στις προεκλογικές περιόδους δεν γίνεται ουσιαστικός διάλογος για τις προγραμματικές προτάσεις των κομμάτων, αλλά κυριαρχούν η ακραία πόλωση και η «καφενειακού» επιπέδου ανταλλαγή «λεκτικών υπερβολών» με προσωπική αναφορά, ώστε να επιτυγχάνεται η φθορά των αντιπάλων.
Πρέπει δε να επισημανθεί, ότι σε αυτή την πρακτική οι πολιτικοί είναι πολύ εφευρετικοί. Μέχρι και την κυβέρνηση παρουσίασαν ως «κουρελού». Ο παραλογισμός είναι να θεωρείται, ότι αυτές οι εκφράσεις δεν παραπέμπουν στον λαϊκισμό και στον εκχυδαϊσμό της επικοινωνίας, αλλά αποτυπώνουν την πραγματικότητα. Αναρωτιέται ο απλός παρατηρητής, εάν η έννοια «κουρελού» αφορά μόνο στην κυβέρνηση ή χαρακτηρίζει το πολιτικό σύστημα συνολικά και ιδιαιτέρως αυτόν, που αρέσκεται να εκφράζεται με αυτό τον τρόπο.
Αυτό το επίπεδο «πολιτικού διαλόγου» δυστυχώς αναπαράγεται πολύ συχνά και στα Μέσα Μαζικής Ενημέρωσης, με αποτέλεσμα η κοινωνία να «βομβαρδίζεται» κυριολεκτικά με παρόμοιο τρόπο και περιεχόμενο και να αποκτά χαρακτηριστικά μαζοποιημένου μορφώματος, το οποίο είναι ευάλωτο σε επικοινωνιακό υλικό, που υποβαθμίζει την κυβέρνηση (τώρα ΣΥΡΙΖΑ,αργότερα άλλου κόμματος), ενώ του «χαϊδεύει» τα αυτιά ως έθνους, που έχει μια ιδιαίτερη και ένδοξη ιστορική διαδρομή, την οποία συνεχίζει ο σημερινός Ελληνισμός.
Αυτή η οπτική οδηγεί στην εσωστρέφεια και στον εθνικισμό, ενώ ταυτοχρόνως δυσκολεύει την συμπόρευση της χώρας με την δυναμική της εξέλιξης σε πλανητικό επίπεδο. Αυτό σχετίζεται με την «εγκυκλοπαιδική» σχέση των πολιτών με το ιστορικό παρελθόν και τα επιτεύγματα στους διάφορους τομείς κοινωνικής δραστηριοποίησης (επιστήμη, τέχνη κ.λ.π.) κατά την περίοδο της αρχαιότητας, χωρίς να γίνονται αντικείμενο επεξεργασίας και μετεξέλιξης κατά την διάρκεια της πορείας της ελληνικής κοινωνίας προς το μέλλον.
Γι` αυτό βρίσκει θετικό υπόστρωμα ο εθνικισμός και η έννοια του έθνους αξιοποιείται πολιτικά για την αναπαραγωγή ενός συστήματος κοινωνικής οργάνωσης, το οποίο διαπερνάται από την διαφθορά (πελατειακό σύστημα, «φακελάκι», συντεχνιακή λογική κ.λ.π.).
Η κοινωνία, σε πλήρη ευθυγράμμιση με το πολιτικό σύστημα, έχει μετατραπεί σε «ετερόφωτη» μάζα, που στηρίζει την πολιτισμική της ταυτότητα στους προγόνους της, ενώ ταυτοχρόνως υφίσταται την επιρροή της παγκόσμιας καταναλωτικής κουλτούρας, αλλά δεν πληροί τις προϋποθέσεις για να συμπορευθεί με την δυναμική της εξέλιξης σε πλανητικό επίπεδο στην εποχή της παγκοσμιοποίησης, της ταχύτατης ροής του χρόνου και των πλανητικής εμβέλειας προβλημάτων (κλιματική αλλαγή, μαζική μετακίνηση πληθυσμών κ.λ.π.), η διαχείριση των οποίων δεν μπορεί να γίνει στα στενά εθνικά όρια.
Οι «πολιτικοί καυγάδες», που απευθύνονται σε κοινωνική μάζα, η οποία αντιδρά με το συναίσθημα και το θυμικό ανάλογα με την εντύπωση, που προκαλεί ο «πολιτικός λόγος» και η εμφάνιση στο πολιτικό σκηνικό, δεν συμβάλλουν στην απόκτηση της αναγκαίας κοινωνικής δυναμικής για μια θετική πορεία στο μέλλον.
Απλά αναδεικνύουν διαχειριστές της κυβερνητικής εξουσίας και μάλιστα αμφίβολης ποιότητας, οι οποίοι αναπαράγουν και εμβαθύνουν την πολιτική μαζοποίηση, διότι χωρίς αυτήν κινδυνεύει με αναταράξεις το ισχύον μοντέλο κοινωνικής οργάνωσης.